Ο ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

(6 Ἀπριλίου 1894 – 7 Ἀπριλίου 1979)

 

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (Σέρβ. Јустин Поповић, 25 Μαρτίου 1894 – 25 Μαρτίου (7 Ἀπριλίου μέ τό νέο ἡμερολόγιο) 1979,  ἦταν Ὀρθόδοξος Χριστιανός θεολόγος, ἀρχιμανδρίτης στή Μονή τοῦ Τσέλιε, μελετητής τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἀντικομμουνιστής συγγραφέας καί ἐπικριτής τῆς πραγματιστικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στίς 29 Ἀπριλίου 2010, ὁ πατήρ Ἰουστῖνος ἁγιοκατατάχθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Οἰκογένεια καί σπουδές

Ὁ Μπλαγκόγιε, ὅπως ἦταν τό ὄνομα μέ τό ὁποῖο γεννήθηκε ὁ ἅγιος, ἦταν τέκνο εὐσεβῶν γονέων, τοῦ Σπυρίδωνος (πού ἦταν υἱός τοῦ Ἱερέως π. Ἀλεξίου) καί τῆς Ἀναστασίας Πόποβιτς. Τό συνηθισμένο ἐπώνυμο «Πόποβιτς» ἐξ ἄλλου ὑποδηλώνει καταγωγή ἀπό παλαιότερη οἰκογένεια ἱερέως, ὄντας ἀντίστοιχο τοῦ Ἑλληνικοῦ «Παπαδόπουλος», καί πράγματι ἑπτά γενεές τῶν Πόποβιτς εἶχαν ὡς ἐπικεφαλῆς τους Ἱερεῖς. Γενέτειρα τοῦ μετέπειτα Ἁγίου Ἰουστίνου ἦταν τό Βράνιε, τῆς νότιας Σερβίας καί γεννήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1894 μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο, πού ἀκολουθεῖ ἀκόμα ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, δηλαδή ἀνήμερα τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀπό ὅπου καί τό βαφτιστικό του ὄνομα (ἀντίστοιχο τοῦ Ἑλληνικοῦ «Εὐάγγελος»).

Ὁ Μπλαγκόγιε Πόποβιτς ὁλοκλήρωσε τίς προπτυχιακές σπουδές του στή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου τό 1914. Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἡ Σχολή αὐτή ἦταν φημισμένη στόν Ὀρθόδοξο κόσμο γιά τόν ἀσκητικό της προσανατολισμό καί γιά τό ὑψηλό ἐπίπεδο σπουδῶν πού προσέφερε. Μερικοί γνωστοί καθηγητές της ἦσαν ὁ κοσμήτορας π. Ντομεντιᾶν, ὁ π. Δωσίθεος (ἀργότερα ἐπίσκοπος), ὁ Ἀναστάσιος/Ἀθανάσιος Πόποβιτς καί ὁ σημαντικός ἐκκλησιαστικός συνθέτης Στέβαν Μοκράνιατς. Πάντως ἕνας ἄλλος καθηγητής στεκόταν πάνω ἀπό τούς ἄλλους: ὁ τότε ἱερομόναχος (μετέπειτα Ἅγιος) Νικολάι Βελιμίροβιτς, μετέπειτα ἐπίσκοπος Ὀχρίδος.

 

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Μετά τήν ἔναρξη τοῦ Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τό φθινόπωρο τοῦ 1914, ὁ Μπλαγκόγιε ὑπηρέτησε ὡς νοσοκόμος τοῦ στρατοῦ στή νότια κυρίως Σερβία (στή Νίς καί ἀλλοῦ), στή Σκόδρα καί στό Κοσσυφοπέδιο. Τότε μολύνθηκε ἀπό τύφο καί πέρασε περισσότερο ἀπό ἕναν μήνα σέ νοσοκομεῖο τῆς Νίς. Στίς 8 Ἰανουαρίου 1915 ἐπέστρεψε στά καθήκοντά του, ἀκολουθῶντας τήν κοινή μοίρα τοῦ Σερβικοῦ στρατοῦ καί συμμετέχοντας στήν πορεία ἀπό τό Ἰπέκιο μέχρι τή Σκόδρα (κατά τήν ὁποία δεκάδες χιλιάδες Σέρβοι στρατιῶτες πέθαναν). Ἐκεῖ, τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 1916 ἔγινε μοναχός στόν Ὀρθόδοξο Καθεδρικό Ναό καί πῆρε τό ὄνομα τοῦ μεγάλου Χριστιανοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρα τοῦ Β΄ αἰῶνα Ἁγίου Ἰουστίνου.

 

Στή Ρωσία

Λίγο ἀργότερα, ὁ μοναχός Ἰουστῖνος, μαζί μέ ἀρκετούς πρώην συμφοιτητές του, ταξίδεψε στήν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας γιά μιά μονοετῆ σπουδή στήν ἐκεῖ Θεολογική Σχολή, ὅπου ἀφιερώθηκε μέ μεγαλύτερη πληρότητα στήν Ὀρθοδοξία καί στόν μοναστικό βίο, ἐνῶ ἔμαθε πολλά γιά τούς μεγάλους Ρώσους ἀσκητές: τούς Ἀντώνιο καί Θεοδόσιο τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τόν Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, τόν Σέργιο τοῦ Ράντονεζ, τόν Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης καί ἄλλους.

 

Στήν Ἀγγλία

Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Ρωσία, ὁ Ἰουστῖνος Πόποβιτς πῆγε στήν Ἀγγλία γιά μεταπτυχιακές σπουδές μετά ἀπό προτροπή τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα Νικολάι Βελιμίροβιτς, ὥστε νά ἔχει μία ὁλοκληρωμένη ὀπτική τῆς θεολογίας καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Σπούδασε πράγματι θεολογία στό Λονδίνο μεταξύ 1916 καί 1920, ἀλλά ἡ διδακτορική διατριβή του στήν Ὀξφόρδη ὑπό τόν τίτλο «Ἡ φιλοσοφία καί ἡ θρησκεία τοῦ Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι») ἀπορρίφθηκε ἐξ αἰτίας τῶν ἀνατρεπτικῶν ἐπικρίσεων πού περιεῖχε γιά τόν δυτικό ἀνθρωπισμό, τόν ὀρθολογισμό, τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί τόν ἀνθρωποκεντρισμό.

Τό 1923 ὁ Ἰουστῖνος ἔγινε ὁ ἀρχισυντάκτης τοῦ ὀρθόδοξου περιοδικοῦ «Ἡ χριστιανική ζωή» καί σέ αὐτό δημοσιεύθηκε στή Σερβική γλῶσσα ἡ ἀπορριφθεῖσα διατριβή του («Филозофија и религија Ф. М. Достојевског»). Συνέχισε μαζί μέ παλαιούς συμφοιτητές του τή σύνταξη τοῦ περιοδικοῦ γιά εἴκοσι χρόνια.

 

Στήν Ἀθήνα

Τό 1926 ὁ Ἰουστῖνος πῆρε τελικῶς τόν τίτλο τοῦ Διδάκτορα τῆς Θεολογίας ἀπό τή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μέ τίτλο τῆς διατριβῆς του «Τό πρόβλημα τοῦ προσώπου καί τῆς γνώσεως κατά τόν Ἅγιον Μακάριον τόν Αἰγύπτιον». Γιά τό μάθημα τῶν «Βίων τῶν Ἁγίων» ὁ Ἰουστῖνος ἄρχισε νά μεταφράζει στή Σερβική γλῶσσα μιά σύνθεση βίων ἁγίων ἀπό Ἑλληνικές, Συριακές καί Σλαβονικές πηγές, καθώς καί ἀρκετά ἄλλα ἔργα, ὅπως τούς λόγους τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Μακαρίου καί Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Συνέγραψε ἐπίσης τό Μυστήριον τῆς Γνώσεως κατά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ.

 

Στή Γιουγκοσλαβία

Ἀπό τό 1930 ἕως τό 1932, μετά ἀπό ἕνα σύντομο διάστημα διδασκαλίας στή Θεολογική Ἀκαδημία τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου στό Πρίζρεν, ὁ Ἰουστῖνος ἔγινε βοηθός τοῦ μητροπολίτη Μοναστηρίου Ἰωσήφ. Τότε τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ἀποστολή νά ἀναδιοργανώσει τήν Ἐκκλησία τῶν Καρπαθορώσων στήν Τσεχοσλοβακία. Σέ αὐτή τήν περιοχή (σήμερα στή Σλοβακία) κοινότητες ὀρθοδόξων, πού εἶχαν ἀποκηρύξει τήν Οὐνία, ἔπρεπε νά βοηθηθοῦν. Τό ἔργο του ἐκεῖ ὑπῆρξε μεγάλο καί γι’ αὐτό ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς νεοσυσταθείσας Ἐπισκοπῆς Καρπαθίας, ἀξίωμα πού δέν ἀποδέχθηκε λόγῳ ταπεινώσεως. Ἐπιστρέφοντας στό Μοναστήριο, ἡ μοῖρα ἔφερε ἐκεῖ δύο γνωστούς του: τόν Νικολάι Βελιμίροβιτς καί τόν Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, Ἐπίσκοπο Σαγκάης καί Σάν Φρανσίσκο. Ὁ νεαρός Ἰωάννης Μαξίμοβιτς (Ρῶσος μέ Σέρβους προγόνους) ἔγινε βοηθός τοῦ Ἰουστίνου στήν ἐκεῖ ἐκκλησιαστική σχολή, ἐνῶ ὁ Νικολάι Βελιμίροβιτς ἔγινε μητροπολίτης Ὀχρίδος.

Ὁ δρ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἐπιλέχθηκε τό 1934 γιά τή θέση τοῦ καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐκεῖ θητείας του, τό 1938, ὁ Ἰουστῖνος ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἱδρυτές τῆς Σερβικῆς Φιλοσοφικῆς Ἑταιρείας, μαζί μέ μερικούς ἀξιόλογους διανοούμενους τοῦ Βελιγραδίου, ὅπως οἱ Μπράνισλαβ Πετρονίγιεβιτς, Βλαντίμιρ Ντβορνίκοβιτς καί ἄλλοι.

Στή θέση τοῦ καθηγητῆ στό Βελιγράδι παρέμεινε καί σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

 

Ὑπό τό κομμουνιστικό καθεστώς

Ὡς ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας καί μέ ἐκπεφρασμένες ἀντικομμουνιστικές θέσεις, ὁ Ἰουστῖνος ἐκδιώχθηκε ἀπό τή θέση του στό Πανεπιστήμιο ἀπό τό νέο καθεστώς τῆς Γιουγκοσλαβίας τό 1945. Γιά ὅλη σχεδόν τήν ὑπόλοιπη ζωή του μόνασε στή Μονή τοῦ Τσέλιε, κοντά στό Βάλιεβο, ὑπό τήν παρακολούθηση τῆς μυστικῆς Ἀστυνομίας. Τό καθεστώς περιόρισε τίς δημόσιες ἐμφανίσεις του στήν περιοχή τῆς μονῆς. Ὁ φίλος του ἐπίσκοπος Νικολάι Βελιμίροβιτς ἐπέζησε ἀπό τό Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, ἀλλά τό καθεστώς τοῦ ἀπαγόρευσε νά ἐπιστρέψει στή χώρα του καί δέν ξαναγύρισε ποτέ.

Ἀφοσιωμένος στόν μοναχισμό καί στή φιλοσοφία τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ, ὁ Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἦταν σφοδρός ἐπικριτής τοῦ «οἰκουμενισμοῦ, ὅταν αὐτός ἔτεινε νά σχετικοποιεῖ τήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάννης Μάγεντορφ). Μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του ὁ Ἰουστῖνος ἔγραφε καί δέν εἶναι παράξενο πού τό ἔργο του θεωρεῖται ὡς «μία μεγάλη συνεισφορά στήν Ὀρθόδοξη θεολογία» καί ὁ ἴδιος ὡς «κεκρυμμένη συνείδησις τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει» (σύμφωνα μέ τόν ἀκαδημαϊκό Ἰωάννη Ν. Καρμίρη).

Ὁ Ἰουστῖνος ἀπεβίωσε σέ ἡλικία 85 ἐτῶν καί μιᾶς ἡμέρας, στίς 7 Ἀπριλίου 1979, καί πάλι ἀνήμερα τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, καθώς ἡ διαφορά μεταξύ παλαιοῦ καί νέου ἡμερολογίου αὐξήθηκε κατά 13 ἡμέρες τό 1924. Στίς 29 Ἀπριλίου 2010, ὁ π. Ἰουστῖνος ἁγιοκατατάχθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ ἀνακομιδή τῶν Ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τό 2015.

 

Dr . Χρῆστος Ι. Ἰστίκογλου

Ψυχίατρος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 245

Ἰανουάριος 2023