ΤΑΞΙΣ ΕΩΘΙΝΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ

ΤΑΞΙΣ ΕΩΘΙΝΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ

 

Ἀκολουθία τοῦ  Ὄρθρου, ὡς γνωστόν, τελεῖται πρίν ἀπό τήν Θεία Λειτουργία. Στήν διάρκειά της ὁ Ἱερεύς (ἤ οἱ Ἱερεῖς) ἑτοιμάζεται γιά τήν Ἱεροπραξία τῆς Θείας Λειτουργίας, τελῶντας τήν Ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς καί μνημονεύοντας ὀνόματα ζώντων καί νεκρῶν. Παράλληλα, τελεῖται ὁ Ὄρθρος, μέ τά ἀναγινωσκόμενα καί ψαλλόμενα μέλη του· αὐτό καθημερινῶς. Φυσικά, ὅταν τήν ἡμέρα ἐκείνη ἐπιτελεῖται κάποια Δεσποτική, Θεομητορική, ἤ μεγάλου Ἁγίου ἑορτή, ἡ Ἀκολουθία αὐτή τοῦ Ὄρθρου εἶναι πλουσιώτερη καί ἑορταστικώτερη, ἀπό ὅ,τι μιά ἄλλη ἁπλῆ καθημερινή, συνυπολογιζομένης βεβαίως καί τῆς ἀντίστοιχης ἑσπερινῆς Ἀκολουθίας, τήν προηγηθεῖσα ἑσπέρα.

Προκειμένου ὅμως περί τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς, ἡμέρας κατά τήν ὁποία ξαναζοῦμε ἕνα ἑβδομαδιαίως ἐπαναλαβανόμενο Πάσχα, ἡ σχετική Ἀκολουθία, γεμάτη ἀπό ἀναστάσιμο χρῶμα καί πνεῦμα, διαφέρει κατά πολύ ἀπό τίς ἀκολουθίες τῶν Ὄρθρων τῶν ἄλλων ἡμερῶν, ἑορτασίμων ἤ μή. Ἤδη ἀπό τόν προηγηθέντα ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου, τά πάντα εἶναι χαρούμενα, ἀναστάσιμα. «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς Ἀναστάσεως τήν πεῖραν εἰληφότα». Ἀκόμα καί ἡ κωδωνοκρουσία, Σαββάτου ἑσπέρας καί Κυριακῆς πρωί, διαφέρει ἀπό τήν καθημερινή, σαφῶς. Σ’ αὐτή τήν ὀρθρινή Κυριακάτικη Ἀκολουθία, ὁ πιστός, πού νικῶντας τήν ἀνάγκη τοῦ ὕπνου, κάνει τή θυσία νά ἔλθει νωρίς στήν ἐκκλησία, γεύεται τήν ἀναστάσιμη χαρά καί προγεύεται τήν ἕνωσή του μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό, ἡ ὁποία ἕνωση θά κορυφωθεῖ, ὅταν «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» θά μεταλάβει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ὅποιος, γιά τόν Α ἤ Β λόγο δέν παρακολουθήσει τήν ἀναστάσιμη αὐτή ὀρθρινή Ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά προσέλθει στόν Ναό μόνο γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας - ἄν κιόλας τήν προφθάσει κι αὐτήν ἀπ’ τήν ἀρχή – μᾶλλον δέν θά ἀντιληφθεῖ τίποτε ἀπό τά ἀνωτέρω, διότι αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἴδια, τόσο τίς Κυριακές, ὅσο καί τίς καθημερινές. Γιά νά νοιώσει τήν ἀναστάσιμη χαρά, πρέπει νά παρακολουθήσει τήν τέλεση - ἄν ὄχι καί τοῦ προηγηθέντος τό Σάββατο Ἑσπερινοῦ - τοὐλάχιστον τῆς ὀρθρινῆς ἀναστάσιμης Ἀκολουθίας. Αὐτή ἡ Ἀκολουθία φυσικά, ἀπ’ τήν ἀρχή της μέχρι τό τέλος της – μετά ἀπ’ τό ὁποῖο θά ἀρχίσει ἡ Θεία Λειτουργία - ὁλόκληρη δηλαδή, εἶναι σαφῶς καί αἰσθητῶς διαποτισμένη ἀπό ἀναστάσιμη χάρη καί χαρά. Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα ἰδιαίτερο σημεῖο στήν τυπική διάταξη καί διάρθρωση αὐτοῦ τοῦ Ὄρθρου, πού περισσότερο ἀπό ὅλη τήν ὑπόλοιπη Ἀκολουθία μυρίζει Ἀνάσταση. Καί αὐτό τό σημεῖο ὀνομάζεται: «Τάξις τοῦ Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου». Ἀλλά, τί εἶναι «Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον» ἤ εἰς πληθυντικόν «Ἑωθινά Εὐαγγέλια»; Δεδομένου μάλιστα, ὅτι ἡ τυπική διάταξη καί διάρθρωση τῶν Ὄρθρων καί ἄλλων ἑορτῶν (Δεσποτικῶν-Θεομητορικῶν καί μεγάλων Ἁγιολογικῶν) προβλέπει ἀνάγνωση κάποιου ὀρθρινοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τό ἑωθινό ἤ τά ἑωθινά Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν, τά ὁποῖα ἀποστάζουν Ἀνάσταση.

Τά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, πού ἡ Ἐκκλησία μας τά ὀνομάζει «Ἑωθινά Εὐαγγέλια» εἶναι ἕνδεκα εὐαγγελικές περικοπές, στίς ὁποῖες οἱ Εὐαγγελιστές ἀναφέρουν τίς ἕνδεκα γνωστές ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στούς Μαθητές Του· τόσο ἄνδρες, ὅσο καί γυναῖκες. Ὁ Δεσπότης μας Χριστός, μετά τήν Ἀνάστασή Του βεβαίως, ἐμφανίσθηκε – σέ Μαθητές του γενικῶς – περισσότερες ἀπό ἕνδεκα φορές. Τά τέσσερα ὅμως ἀναγινωσκόμενα στήν Ἐκκλησία Ἱερά Εὐαγγέλια, χωρίς νά ἀρνοῦνται αὐτό, ἀρκοῦνται στήν ἀναφορά μόνο ἕνδεκα ἐμφανίσεων, συνδέοντας μάλιστα κάποιες ἐξ αὐτῶν καί μέ τό γεγονός τῆς ἐπακολουθησάσης Ἀναλήψεως τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἡ λέξη «ἑωθινόν» (Εὐαγγέλιον) προέρχεται γραμματικῶς ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική λέξη «ἡ ἕω», τῆς ἕως=ἡ αὐγή, ὄρθρος, μεταγενεστέρως «ἡ ἑώα» (πρβλ. τό πρῶτο Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου: «Συληβρίας τόν γόνον καί Ἑώας τό καύχημα», ἐδῶ μέ τήν ἔννοια τῆς Ἀνατολῆς, καί κατ’ ἐπέκτασιν, τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας).

 

Ἄς ἀναφέρουμε ὅμως ἐπιγραμματικῶς, ποιά εἶναι αὐτά τά λεγόμενα ἑωθινά Εὐαγγέλια, τά ἕνδεκα τόν ἀριθμόν:

Α΄ Ἑωθινό, κατά Ματθαῖον, κη΄  16-20 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταί ἐπορεύθησαν…ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».

Β΄ Ἑωθινό, κατά Μάρκον, ΙΣτ΄ 1-8 «Διαγενομένου τοῦ σαββάτου…ἐφοβοῦντο γάρ». Εἶναι τό γνωστό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ Πάσχα.

Γ΄  Ἑωθινό, κατά Μάρκον, ΙΣτ΄ 9-20 «Ἀναστάς ὁ Ἰησοῦς πρωί πρώτῃ σαββάτου…διά τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν».

Δ΄  Ἑωθινό, κατά Λουκᾶν, κδ΄ 1-12 «Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέως…θαυμάζων τό γεγονός».

Ε΄  Ἑωθινό, κατά Λουκᾶν, κδ΄ 12-35 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστάς…ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου».

Στ΄  Ἑωθινό, κατά Λουκᾶν, κδ΄ 36-53 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστάς ὁ Ἰησοῦς ἐκ νεκρῶν…καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν. Ἀμήν».

Ζ΄  Ἑωθινό, κατά Ἰωάννην, κ΄ 1-10 «Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνή…πρός ἑαυτούς οἱ μαθηταί».

Η΄  Ἑωθινό, κατά Ἰωάννην, κ΄ 11-18 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρός τό μνημεῖον…καί ταῦτα εἶπεν αὐτῇ».

Θ΄  Ἑωθινό, κατά Ἰωάννην, κ΄ 19-31 «Οὔσης ὀψίας, τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ…ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».

Τό πρῶτο ἥμισυ αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς διαβάζεται, ὡς γνωστόν, στήν Ἀκολουθία τοῦ  Ἑσπερινοῦ τῆς Ἀγάπης, τό Πάσχα.

Ι΄  Ἑωθινό, κατά  Ἰωάννην, κα΄ 1-14 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν…ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν».

ΙΑ΄  Ἑωθινό, κατά Ἰωάννην, κα΄ 15-25 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν…τά γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν».

 

Ἡ Ἁγία Τράπεζα, ὡς γνωστόν συμβολίζει τόν Τάφο τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Καί ὁ Ἱερεύς πού διαβάζει αὐτά τά ἀναστάσιμα Κυριακάτικα «Ἑωθινά Εὐαγγέλια», τά διαβάζει, ὄχι ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀλλά ἱστάμενος στά δεξιά τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐπειδή ἐκείνη τήν ὥρα ὁ Ἱερεύς συμβολίζει τόν Ἄγγελο (ἤ τούς δύο Ἀγγέλους) τοῦ Κυρίου πού καθόταν «ἐν τοῖς δεξιοῖς» τοῦ μνημείου, τοῦ τάφου δηλαδή. Καί οἱ παριστάμενοι στόν Ναό τότε πιστοί, εἶναι σάν νά ἀκοῦνε τήν φωνή τοῦ Ἀγγέλου, ἐρχομένην «ἔνδοθεν τοῦ μνημείου». Στήν συνέχεια, μετά τό πέρας τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου, κι ἐνῶ ψάλλεται ὁ πεντηκοστός Ψαλμός, μετά τήν ἀπαγγελία τοῦ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», ὁ Ἱερεύς προσφέρει τό Εὐαγγέλιο, ἐξερχόμενος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, γιά νά τό προσκυνήσουν κατά τάξιν οἱ παρευρισκόμενοι τήν ὥρα ἐκείνη στόν Ναό. Μετά τό πέρας τῆς προσκυνήσεως, τό τοποθετεῖ σέ κάποιο προσκυνητάρι κοντά στήν Εἴσοδο τοῦ Ναοῦ, οὕτως ὥστε οἱ καθυστερημένοι – εὐλόγως ἤ ἀδικαιολογήτως - ἐρχόμενοι μετά στόν Ναό, νά τό προσκυνήσουν, προκειμένου νά μή στερηθοῦν τήν Χάρη τοῦ Ἀναστάντος. Βλέπετε, αὐτό τό Εὐαγγέλιο, συμβολίζει τόν ἴδιο τόν Ἀναστάντα Χριστόν, τόν Ὁποῖον φρίττει καί ἀποφεύγει ὁ Ἱερεύς νά βαστάζει μέ γυμνά χέρια, ἀπό συστολή καί εὐλάβεια. Γι’ αὐτό, προσφέρει γιά προσκύνηση τό Εὐαγγέλιο, κρατῶντας το, μέ τά χέρια του καλυμμένα ἀπό τό φελώνιό του.

Ὁ σεβαστός μας πατήρ Βασίλειος Βολουδάκης, στό πρό ἐτῶν ἐκδοθέν πόνημά του «Ψήγματα Ὀρθοδόξου Τελετουργικῆς» ἀναφέρεται λεπτομερῶς στά τοῦ  Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου θέματα καί, στήν συγκεκριμένη περίπτωση γράφει χαρακτηριστικά: «Ὁ Ἱερεύς κρατεῖ τό Εὐαγγέλιον…ὅπως εἰκονίζονται νά τό κρατοῦν καί οἱ Ἅγιοι Ἱεράρχες στίς Ἱερές Εἰκόνες τους. Μόνον ὁ Χριστός, εἰκονιζόμενος, κρατεῖ τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον μέ ἀκάλυπτα χέρια, διότι ὁ Χριστός εἶναι Αὐτός ὁ Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες εἰκονίζονται νά τό κρατοῦν μέ καλυμμένα τά χέρια τους, εἰς ἔνδειξη σεβασμοῦ καί ὡς ἔκφραση τῆς ἀπολύτου ὑπακοῆς τους στά Θεῖα λόγια». (1η κυκλοφορία, ἀπό τίς  ἐκδ. «Ἀστέρος», σελ.55. Τώρα τό βιβλίο κυκλοφορεῖται  ἀπό τίς ἐκδόσεις «ΥΠΑΚΟΗ»). Πολλοί μάλιστα Ἱερεῖς - ἄς ποῦμε μετρίου ἀναστήματος – δεικνύοντας περισσότερη εὐλάβεια, καλύπτουν καί τό πρόσωπό τους ἀκόμα πίσω ἀπ’ τό Εὐαγγέλιο πού κρατοῦν, προτάσσοντας Αὐτό. Κάποιοι ἑρμηνευτές, ὑποβλέπουν καί ὑπονοοῦν ἐδῶ τόν λόγο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου πρός τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή: «μή μου ἅπτου». Ὅπως δηλαδή προσκυνοῦμε τόν Τίμιο Σταυρό, θεωροῦντες Αὐτόν ὡς «ἔμψυχον ξῦλον» - ἐξ οὗ καί ἡ σχετική Σταυρική ὑμνολογία, ὅπου οἱ  Ὑμνογράφοι ἀπευθύνονται πρός τόν Σταυρόν σέ δεύτερο ἑνικό πρόσωπο, ὡς εἰς ἔμψυχον ὄν - ἔτσι καί τό προσκυνούμενο τήν ὥρα ἐκείνη Εὐαγγέλιο εἰκονίζει καί συμβολίζει μυστικῶς τόν ἴδιο τόν Ἀναστάντα Χριστόν. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ στάση καί συμπεριφορά τοῦ βαστάζοντος τό Εὐαγγέλιον Ἱερέως καί τῶν Αὐτό προσκυνούντων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν προκειμένῳ μυστικῶς εἰκονίζουν καί συμβολίζουν ὄχι μόνον τήν «τετρωμένην θείῳ ἔρωτι» Μαρίαν Μαγδαληνή, ἀλλά καί τίς λοιπές Ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες. Αὐτές, ἀψηφῶντας τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων – κάτι πού δέν ἔκαναν οἱ ἄνδρες Μαθητές – προκειμένου νά ἀπονείμουν τήν λατρευτική τους προσκύνηση, «παρεγένοντο ὄρθριαι ἐπί τό μνημεῖον». Καί οἱ πιστοί, «ὅσοι πιστοί», πού «παραγίνονται ὄρθριοι» στόν Ναό τήν Κυριακή, εἶναι σάν νά παρίστανται νοητῶς, ὅπως οἱ Μυροφόρες, ἔξω ἀπό τόν Τάφο τοῦ Ἀναστάντος (=Ἱερόν Βῆμα-Ἁγία Τράπεζα) καί νά ἀπονέμουν τήν ἴδια μέ τίς Μυροφόρες ἀγαπητική κι εὐλαβική προσκύνηση στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, δηλαδή στόν ἴδιο τόν Ἀναστάντα Χριστόν· καί ὁ κρατῶν τό Εὐαγγέλιο Ἱερεύς, «παίζει τόν ρόλο» τοῦ Ἀγγέλου, τοῦ ἀναγγέλοντος τήν τοῦ Χριστοῦ ζωηφόρον Ἀνάστασιν.

Προχωρῶντας πρός τό τέλος του ὁ Ὄρθρος, φθάνει στά λεγόμενα ἀναστάσιμα «Ἐξαποστειλάρια» καί στά δοξαστικά «Ἑωθινά» τῶν Αἴνων (Ὅσοι δέν γνωρίζουν, τί εἶναι αὐτά, λυπᾶμαι· ἄς ἀνατρέξουν ὅμως στό προμνημονευθέν πόνημα τοῦ πατρός Βασιλείου, γιά νά μήν μακρηγοροῦμε). Στούς ὕμνους αὐτούς παρατηρεῖται μία περίληψη τοῦ κειμένου τοῦ Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, πού προηγήθηκε. Σέ πολλά μάλιστα σημεῖα αὐτῶν τῶν δύο ὕμνων (Ἐξαποστειλαρίου-Δοξαστικοῦ Ἑωθινοῦ) ἐπαναλαμβάνονται αὐτούσιες κάποιες λέξεις ἤ καί φράσεις τοῦ ἀναγνωσθέντος Εὐαγγελικοῦ κειμένου, σάν νά πρόκειται περί ἑνός – κατά κάποιον τρόπον - ὑπομνηματισμοῦ καί ἐξηγήσεως τοῦ Ἱεροῦ κειμένου.

Μέ αὐτά τά ὀλίγα παρατεθέντα, καταλαβαίνει κανείς τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθόδοξης Τελετουργικῆς Ὑμνολογίας καί Ὑμνογραφίας. Ὅλα στόν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς εἶναι ἐμποτισμένα ἀπό τήν ἀναστάσιμη χαρά, «τῆς Ἀναστάσεως τήν πεῖραν εἰληφότα». Καί ὅλα αὐτά, τά στεροῦνται – δικαιολογημένα ἤ ἀδικαιολόγητα, ὁ Θεός γνωρίζει - ὅσοι δέν προσέρχονται ἐγκαίρως καί νωρίς στήν Ἀκολουθία τοῦ Κυριακάτικου Ὄρθρου. Πρόκειται ὄντως γιά δυστυχία…

Ὅμως, ἄς ἀφήσουμε αὐτούς κι ἄς κοιτάξουμε ἐμᾶς, πού εἴμαστε γνῶστες καί ἀποδέκτες τῶν πνευματικῶν αὐτῶν ἀγαθῶν. Ἄς ἐμβαθύνουμε λίγο στό Κυριακόν λόγιον: «ὁ γνούς καί μή ποιήσας, δαρήσεται πολλάς». Καί φοβᾶμαι, ὅτι σ’ αὐτήν τήν κατηγορία, τῶν «γνόντων», εἴμαστε ὅλοι ὅσοι ἀξιωθήκαμε αὐτῆς τῆς θείας εὐλογίας. Ἀπό μᾶς λοιπόν, ὁ Κύριος περίμενε – κατόπιν τῶν τόσων πρός ἡμᾶς χαρίτων Του – νά «ποιήσωμεν σταφυλήν»· καί ἐμεῖς «ἐποιήσαμεν ἀκάνθας» παθῶν καί ἁμαρτιῶν, γιά νά θυμηθοῦμε λίγο τά σχετικά προφητικά τοῦ  Ἡσαΐου λόγια. Οἱ ἄλλοι, οἱ «μή γνόντες», τέλος πάντων, κάποια δικαιολογία ἔχουν. Ἐμεῖς ὅμως; «Δαρησόμεθα πολλάς» καί ὁ ἀμπελών τῆς ψυχῆς μας θά ἔχει τήν τύχη, πού περιγράφει στό ἀνωτέρω κείμενό του ὁ προφήτης  Ἡσαΐας: «καί ἔσται εἰς καταπάτημα». Ἴλεως ἡμῖν γενοῦ, Κύριε!

Καί πάλι ὅμως - ἔστω καί οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων – τί καί ποιός μᾶς ἐμποδίζει νά ζητήσουμε, πάλιν καί πολλάκις τό Θεῖον  Ἔλεος; Τίποτε καί οὐδείς. Διά τοῦτο, «πολλῷ μᾶλλον κράξωμεν»: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Χριστῷ· σῶσον ἡμᾶς (τούς ἐμπαθεῖς-ἁμαρτωλούς καί μή ποιήσαντας καρπόν ἀρετῆς), Υἱέ Θεοῦ, ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν, ψάλλοντάς σοι ἀλληλούϊα»· νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὡς Ἐπίλογο, ἐπιτρέψτε μου παρακαλῶ, νά ἀναφέρω μιά πληροφορία, πού θά ταράξει ἴσως – λυπᾶμαι πολύ – τά λιμνάζοντα καί ἐφησυχάζοντα ὕδατα πολλῶν πιστῶν. Ἔπρεπε νά μεταβοῦμε αὐτοπροσώπως στά Ἱεροσόλυμα, κατά τό προσκύνημα τῶν Ἁγίων Τόπων, τό 1992, γιά νά τό μάθουμε ἀπό τούς κληρικούς Ἁγιοταφίτας, πού ἦσαν ξεναγοί μας:

Τόσο στά «Ἑωθινά Εὐαγγέλια», ὅσο καί σέ ἄλλα εὐαγγελικά λόγια, ὅπου ὁ Κύριος ὁμιλεῖ περί «Γαλιλαίας», ὡς τόπου συναντήσεώς Του μέ τούς Μαθητές, μετά τήν ἐκ νεκρῶν Του Ἀνάσταση, δέν ἐννοεῖται ὡς «Γαλιλαία» ἡ γνωστή βορείως κειμένη περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἡ ὁποία καί «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» ὀνομάζεται. Περί αὐτῆς, τῆς γνωστῆς (βορείου) Γαλιλαίας γίνεται λόγος μόνο στά δύο τελευταῖα Ἑωθινά Εὐαγγέλια, δηλαδή τό 10ο καί τό 11ο, ὅπου σαφῶς γίνεται λόγος γιά τήν «θάλασσα τῆς Γαλιλαίας», δηλαδή τήν λίμνη Γεννησαρέτ. Στίς ἄλλες περιπτώσεις κειμένων, ὅπου ὁ Κύριος (ἤ ὁ Ἄγγελος τοῦ μνήματος) δίνει «ραντεβού» μέ τούς Ἀποστόλους στήν «Γαλιλαία», δέν πρόκειται περί αὐτῆς τῆς γνωστῆς, ἀλλά περί τῆς λεγομένης «μικρᾶς Γαλιλαίας». Σέ κάθε (πρό Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ) ἑορτή τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, προσήρχοντο στά Ἱεροσόλυμα ὡς πανηγυριστές καί ἑορταστές καί πολλοί Γαλιλαῖοι, ἀπό τήν γνωστή Γαλιλαία. Αὐτοί λοιπόν, γιά νά μήν χαθοῦν μέσα στόν ὀρυμαγδό καί ὁρμαθό τῶν λοιπῶν προσκυνητῶν, κατεσκήνωναν ὁμαδικῶς σέ μία συγκεκριμένη, ἔξω τῶν τειχῶν τῆς πόλεως περιοχή, ἡ ὁποία ἐπικράτησε, γι’ αὐτόν τόν λόγο, νά ὀνομάζεται «μικρά Γαλιλαία». Ἐδῶ λοιπόν ὅρισε ὁ Ἀναστάς Χριστός νά συναντηθεῖ μέ τούς Μαθητές Του, μετά τήν Ἀνάσταση. Γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά «Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, σαββάτου ἔχον ὁδόν…κλπ.», ὅπως καί ὅτι, μετά τήν συνάντηση αὐτή, «ἐξήγαγεν (ὁ Χριστός) αὐτούς (τούς Μαθητές), ἔξω, ἕως εἰς Βηθανίαν…». Αὐτά, μέ τίποτα δέν θά ταίριαζαν μέ τήν γνωστή μεγάλη, βορείως κειμένη, Γαλιλαία· οὔτε τοπικῶς, ἀλλά οὔτε καί χρονικῶς. Στήν ἴδια μάλιστα αὐτή περιοχή, τήν «μικρά Γαλιλαία», ὑπάρχει τό Ἁγιοταφιτικό Προσκύνημα μέ τήν Τράπεζα, ὅπου ὁ Ἀναστάς Χριστός, εἰσελθών «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», ἔφαγε μπροστά στούς Μαθητές Του «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος». Ἐκεῖ πλησίον εἶναι καί «τό ὄρος, οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς», περί τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στό Α’ Ἑωθινό Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, «ἐπί τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος», φυσικά ἔγινε στήν μεγάλη Γαλιλαία.

Λυπᾶμαι καί ζητῶ συγγνώμην, ἄν κάποιος πιστός ἐσκανδαλίσθη, ἔστω καί ἐπ’ ἐλάχιστον.  

Καλά Χριστούγεννα   Καί καλή, εὐλογημένη χρονιά!

 

Μέ ἀγάπη Χριστοῦ

Μοναχός Νεκτάριος

Χιλανδαρινόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη Καρυαί Ἁγίου Ὄρους

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 245

Ἰανουάριος 2023