ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ;

ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ;

 

Ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς χρεωκρατίας. Ὡς φυσικά πρόσωπα καί οἰκογένειες, ὡς ἐπιχειρήσεις, ὡς δῆμοι καί κράτη, ὅλοι χρωστᾶμε. Ὅπως εἶναι λογικό, προκύπτουν μιά σειρά ἐρωτήματα ὅπως: πῶς γίνεται νά χρωστᾶμε ὅλοι σέ ὅλους παγκοσμίως καί μάλιστα περισσότερα ἀπό αὐτά πού παράγουμε;

Τί ἀκριβῶς ἀντιπροσωπεύει τό χρέος σέ πραγματικά μεγέθη;

Πῶς γίνεται μετά ἀπό τόσα στοιχεῖα, ἀναλύσεις εἰδικῶν, συναντήσεις παραγόντων, ἁρμοδίων καί ἡγετῶν, νά μήν ἀκοῦμε πειστικές ἀπαντήσεις;

Μήπως πρέπει νά πιάσουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχική τους βάση;

Ἀπό ποῦ ἀντλήσαμε αὐτά τά χρέη; Ἀπό τό ἀνθρώπινο δυναμικό, ἀπό τό φυσικό περιβάλλον, ἀπό τό μέλλον τῆς ζωῆς; Ποιά εἶναι τά ὀφέλη πού ἀποκομίσαμε ἀπό αὐτή τήν ὑπεράντληση, πού μᾶς κατέστησε χρεωμένους; Μᾶς προσέφεραν μιά ἔστω προσωρινή ἱκανοποίηση ἤ ἁπλῶς μᾶς αὔξησαν τό δίδυμο τῆς πεῖνας καί τῆς ἐξάρτησης;

Τό κυριότερο ὅμως εἶναι, γιατί δέν θέτουμε κἄν, τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα; Στήν ἐποχή τῆς ἀπομυθοποίησης τῶν πάντων, ποιόν μύθο κρατᾶμε μυστικό καί τόν φυλάττουμε στό ἄβατο τοῦ ἀσυνείδητου; Στήν ἐποχή τῆς ἀπο-ἱεροποίησης κάθε ἀξίας, ποιά ἀπαξία μᾶς καθιστᾶ ἀνάξιους νά τήν προσεγγίσουμε, σάν νά ἦταν ὅ,τι πιό Ἱερό ὑπῆρξε ποτέ; Ἡ ἐποχή αὐτή πού ὀρθώθηκε μέ τήν παντιέρα τοῦ ὀρθολογισμοῦ, πῶς γίνεται νά μᾶς ὁδηγεῖ ἐπανειλημμένως, σέ ὅλο καί πιό μαζικά καταστροφικούς παραλογισμούς;

Στήν ἐποχή  τῆς ἄρνησης τοῦ Ἄμετρου, πῶς χάσαμε τό μέτρο καί τό μέτρημα;

Στόν καιρό τῆς ἐπικράτησης τοῦ λεγόμενου ἐπιστημονικοῦ καί τεχνολογικοῦ ὑλισμοῦ, πῶς γίνεται νά μπῆκε ἡ μεταφυσική στά ἴδια του τά θεμέλια, ὅταν γιά παράδειγμα ὅλες του οἱ σχολές, φιλελεύθερες καί σοσιαλιστικές, θεωροῦσαν μέχρι πρόσφατα τούς γήϊνους πόρους ἀπεριόριστους, ὥστε νά διατηροῦν τό μύθευμα τῆς ἀέναης ἀνάπτυξης; Τί ἄλλο εἶναι αὐτό, ἄν ὄχι ἀνεστραμμένη θρησκεία; 

Ποιό χρέος ἀκριβῶς ἀντιστράφηκε, ὅταν τό χρέος στή ζωή, ἔγινε χρέος ἀβίωτο; Τώρα πιά μάλιστα, ὅλα αὐτά τά χρέη, εἶναι ἄϋλοι ἀριθμοί σέ ὀθόνες, ψηφία ποῦ ἀλλάζουν μέ φρενήρεις ταχύτητες, ποιός τά ἐλέγχει, ποιός τά ὁρίζει;

Αὐτά ὅλα δέν σημαίνουν πώς δέν ὑπάρχουν χρέη, τό πρόβλημα βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ἔχουμε περιέλθει σέ ἕναν φαῦλο κύκλο χρεῶν, πού ἀποσκοποῦν στόν ἔλεγχο, στήν χειραγώγηση καί στήν καθυπόταξη τῶν λαῶν.

Μάλιστα, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέ τούς ἑαυτούς μας, ὀφείλουμε νά παραδεχτοῦμε πώς τό χρεωκρατικό μοντέλο, τό ἀναπαράγουμε στούς γύρω μας, στούς οἰκείους μας, σέ ἕναν ἀτέλειωτο ἀγώνα μετάθεσης εὐθυνῶν καί παντός εἴδους χρεώσεων. Ἔτσι γινόμαστε οἱ καθημερινοί μικρομέτοχοι αὐτοῦ τοῦ μοντέλου, τό προάγουμε σέ τρόπο τοῦ ζεῖν, σέ πολιτισμικό περιεχόμενο.

Αὐτός μᾶλλον εἶναι ὁ λόγος πού δέν μποροῦμε νά θέσουμε καίρια ἐρωτήματα σήμερα, γιατί οἱ ἀπαντήσεις τους, φωτογραφίζουν πρῶτα ἐμᾶς τούς ἴδιους καί ἄν τρῶμε μόνο τά ψίχουλα τῆς ἀδικίας, γινόμαστε μέρος της, δέν μποροῦμε νά βγοῦμε ἔξω ἀπό αὐτήν ὥστε νά τήν διακρίνουμε, νά τήν ἀντιπαλέψουμε.

Ὅταν οἱ ἰσχυροί καί μέσῳ αὐτῶν, ὁ ἄρχων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀφήνουν ψυχία εὐκαιριῶν ἀπατηλῆς αὐτοθέωσης νά πέσουν κάτω σέ ἐμᾶς, δέν τό κάνουν ἁπλῶς γιατί ἔχουν ἀνάγκη ἀπό πειθήνειους πιθήκους, ἀλλά γιατί χρειάζονται νά ἀναπαράγουν μιᾶς πιθαμῆς πύθωνες, πού τρώγονται συνέχεια μεταξύ τους.

Στήν πραγματικότητα, δέν πρόκειται γιά ψίχουλα ἀλλά γιά τά αὐγά τοῦ φιδιοῦ, αὐτά πού διαρρέουν ἐντέχνως ἀπό τήν τράπεζά τους, ὥστε νά τά καταπιοῦμε ἀμάσητα ἐμεῖς.

Ἔχει καί ὁ ἄρχων αὐτοῦ τοῦ κόσμου τήν τράπεζά του μέ τούς συνδαιτυμόνες του, ὄχι γιά νά αὐτοπροσφερθεῖ καί νά μοιραστεῖ τήν ἀγαθότητα πού δέν ἔχει, ἀλλά γιά νά μᾶς κυριέψει διά τῆς ἐξομοίωσής μας μέ αὐτόν καί τά τεχνάσματά του. Ὄχι γιά νά προσφέρει τό σῶμα καί τό αἷμα πού δέν ἔχει, ἀλλά γιά νά ἀναλώσει τό δικό μας σῶμα καί αἷμα, κάνοντας πρῶτα ἐμᾶς καννίβαλους. Αὐτό ἴσως νά ἀποτελεῖ τήν πιό κατάλληλη ἐπισήμανση, σέ ὅσους πιθανόν μέ ἀφέλεια, ἑρμηνεύουν τήν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στούς Φαρισαίους – «τά τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῶ»– ἔτσι ὥστε νά συμπεράνουν πώς οἱ χριστιανοί δέν ἔχουμε καμμιά δουλειά νά ἀσχολούμαστε μέ τά ἐγκόσμια, ἀλλά μόνο μέ τά πνευματικά. Στό κάτω κάτω τῆς γραφῆς σοῦ λένε, σέ τί ἐμποδίζει ἡ ἀπόδοση τῶν τοῦ Καίσαρος, στήν ἀπόδοση τῶν τοῦ Θεοῦ;

Ἡ ἀπάντηση δέν μπορεῖ νά εἶναι μονοσήμαντη, ἐφ’ ὅσον ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τοῦ χρέους εἶναι πολυσήμαντη.

Στό ἐπίπεδό  τῆς κοινωνικῆς χειραγώγησης, οἱ κοσμικές ἐξουσίες, γνωρίζουν πολύ καλά ἐδῶ καί αἰῶνες, ὅτι ὅπου χρωστᾶς, ἐκεῖ δεσμεύεσαι. Ὅπως ἐπίσης γνωρίζουν, ὅτι ὅσο πιό πολύ βουλιάζουν οἱ ἄνθρωποι στά χρέη, τόσο πιό εὔκολα χάνουν τήν ἀξιοπρέπειά τους.

Στό πεδίο τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅμως τί γίνεται;

Τά ἐγκόσμια εἶναι ἄσχετα ἀπό τά ὑπερκόσμια;

Εἶναι ἄσχετη γιά παράδειγμα, ἡ ἀναξιοπρέπεια ἀπό τήν σκληροκαρδία;

Ἀλλοῦ τραβάει ἡ ψυχή καί ἀλλοῦ κινεῖ τό σῶμα; Δέν ἐφάπτονται πουθενά; Πρό θανάτου ἤδη χώρισαν; 

Δέν εἶναι ἡ στάση μας στά ἐγκόσμια καί τά ὑλικά, αὐτή πού διαμορφώνει τήν ποιότητα τῶν σχέσεων πού ἔχουμε μέ τόν ἐαυτό μας καί τούς ἄλλους;

Ποιά τά δίκαια τάλαντα πού ἀποδώσαμε στούς συνανθρώπους μας;

Τί νομίζουμε δηλαδή πώς εἶναι τά πνευματικά, ἕνα εἶδος Ἄρλεκιν γιά νά ξεχνιόμαστε;

Ὅταν οἱ σημερινοί ἄρχοντες τοῦ κόσμου, ἐπιδιώκουν νά ἀποξηλώσουν τό Θεῖο δῶρο τῆς ψυχῆς ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν εἶναι αὐτοί πού καταπατοῦν τά τοῦ Θεοῦ;

Ἐν τέλει ἀπό ποῦ παράγεται τό χρέος; ἀπό τό ἔλλειμα μιᾶς σχέσης πού δουλεύουμε μέ κόπο ἤ ἀπό τήν ἔλλειψη κάθε σχέσης; Δέν μιλᾶμε ἀόριστα.

Ἡ μή σχέση καί τά χρέη πού παράγει, εἶναι αὐτό πού ζοῦμε σήμερα.

Ὁ ἀτομιστικός δικαιωματισμός γιά παράδειγμα, ἔχει τό ἀντίτιμό του σέ χρέη ὑποταγῆς στούς παρόχους του.

Ἀντιθέτως ἡ ἐλευθερία ἀπό τά πάθη, ἔχει τό δικό της χρέος σχέσης μέ τόν Ἐλευθερωτή Χριστό.

Ὁ λόγος πού μᾶς ἀπασχολεῖ τό θέμα τοῦ χρέους, ὅπως καί κάθε ἄλλο ἐγκόσμιο θέμα, εἶναι πώς αὐτά ἀποτελοῦν τίς συνθῆκες μέσα ἀπό τίς ὁποῖες θέτουμε ἐρωτήματα καί παίρνουμε ἔμπρακτες θέσεις σέ τοῦτον τόν αἰῶνα, τέτοιες πού θά μᾶς δώσουν τή θέση πού μᾶς ἀξίζει στόν παντοτινό αἰῶνα.

Ἀλλά ἀπό τώρα γνωρίζει ἡ ψυχή, κατά πού ρέπει, τί ἑλκύει καί τί ἐκλύει.

Ἡ ὀρθή ἀντίληψη τοῦ ὄντως χρέους ξυπνᾶ τή συνείδηση τοῦ κοινωνεῖν, ἡ λανθάνουσα μᾶς ρίχνει στά σκοτεινά σπήλαια τοῦ ἀκοινώνητου ἀσυνείδητου.

Τό ἐρώτημα σέ ποιόν χρωστᾶμε, στό ψυχονοητικό πεδίο, συνδέεται εὐθέως μέ τό ἐρώτημα σέ ποιόν ἀνήκουμε.

Ἐμεῖς, σέ ποιόν νοιώθουμε πώς ὀφείλουμε τήν ζωή καί τήν ὕπαρξή μας, στούς κάθε λογῆς Καίσαρες ἤ στόν Θεῖο Λόγο; Ἡ ἀπάντησή μας σέ αὐτό, θά κρίνει ἄν ξέρουμε τί χρωστᾶμε καί ποῦ. Ἄν αὐτό ἀποτυπωθεῖ ποτέ καί στό κοινωνικό ἐπίπεδο, θά κρίνει καί τούς Καίσαρες, γιά τό τί μποροῦν νά ζητᾶνε ἀπό ἐμᾶς.

 

Θεμιστοκλῆς Σβορῶνος

Ἠλεκτρολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 245

Ἰανουάριος 2023