Ἡ µαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς γιά τόν Μητροπολίτη Κιέβου Ἀντώνιο

Ἡ µαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

γιά τόν Μητροπολίτη Κιέβου Ἀντώνιο

 

«πιτρέψτε µου νά τό ἐξοµολογηθῶ ἐνώπιόν σας: ὁ εὐλογηµένος Μητροπολίτης Ἀντώνιος ὑπῆρξε ὁ πραγµατικός διδάσκαλος τῆς ψυχῆς µου, ὁ ἀληθινός ἐπίσκοπος καί ἐπόπτης τῆς καρδιᾶς µου. Στό πρόσωπό του βρῆκα τόν πολυαγαπηµένο µου πνευµατικό Πατέρα… Τό µόνο γιά τό ὁποῖο εἶµαι ἱκανός εἶναι νά σκύψω κάτω µέ ζέοντα φόβο καί εὐσεβῆ σεβασµό ἐνώπιον τῶν θαυµάτων τῆς χωρίς ὅρια ἀγάπης του γιά τόν Χριστό καί γιά τήν χαριτωµένη ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο».

Τούς λόγους αὐτούς ἀπηύθυνε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς σέ µιά σύναξη πού εἶχε λάβει χώρα στό Βελιγράδι πρός τιµήν τοῦ κοιµηθέντος στίς 10 Αὐγούστου τοῦ 1936 Μητροπολίτη Κιέβου Ἀντωνίου Κραποβίτσκυ (1863-1936), τοῦ πρώτου Ἱεράρχη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἐξωτερικοῦ. Ἡ ἐν λόγῳ ὁµιλία δηµοσιεύθηκε τό 1936 στό περιοδικό «Θεολογία» τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Βελιγραδίου καί πολύ ἀργότερα µεταφράσθηκε στά ἀγγλικά καί δηµοσιεύθηκε τό 1984 στό περιοδικό «Οrthodox life».

Θά ἐπιχειρήσουµε νά παρουσιάσουµε κάποια ἀποσπάσµατα τῆς ὁµιλίας αὐτῆς, διότι εἶναι, κατά τήν ἐκτίµησή µας, πολλαπλά σηµαντική. Πρῶτον διότι µᾶς παρουσιάζει µιά ἀκόµη πτυχή τῆς ζωῆς τοῦ πατρός Ἰουστίνου, ἑνός µεγάλου θεολόγου τοῦ ὁποίου δυστυχῶς τό συγγραφικό ἔργο δέν ἔχει ἀκόµη µεταφρασθεῖ πλήρως στά Ἑλληνικά, ἐνῷ δέν µᾶς εἶναι οὐσιωδῶς γνωστές οἱ ἱστορικές συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου αὐτοῦ πού ἦρθε σέ ἐπαφή µέ τή σύγχρονη σκέψη καί πράξη στήν πιό ἀκραία (µέχρι σήµερα) καί ἀθεϊστική τους κατάληξη καί θέλησε νά µαρτυρήσει γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἀλήθεια.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ πληροφόρησή µας γιά τήν ἰδιαίτερη πνευµατική σχέση του µέ τόν Μητροπολίτη Ἀντώνιο, µπορεῖ νά µᾶς διαφωτίσει, ὥστε νά κατανοήσουµε καλύτερα τόν βίο του, τό νόηµα τοῦ θεολογικοῦ του ἔργου καί τή σχέση του µέ τή Ρωσική θεολογία. Δεύτερον, διότι µᾶς παρουσιάζει µέ λόγια ἐγκωµιαστικά ἕναν ἄνθρωπο σχεδόν τελείως ἄγνωστο στούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους, ὁ ὁποῖος, ὅµως, ἄσκησε σέ µιά περίοδο ἰδιαίτερα ταραγµένη, µεγάλη θεολογική καί ποιµαντική ἐπιρροή τόσο στήν Σλαβική, ὅσο καί στήν Παγκόσµια Ὀρθοδοξία καί, ἐπίσης, ἐνεπλάκη σέ ἰδιαίτερα κρίσιµες θεολογικές ἀντιπαραθέσεις, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἔχουν διευθετηθεῖ µέ τρόπο ὁριστικό. Καί τρίτον, διότι ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ἀποδίδοντας τιµή στόν Μητροπολίτη Ἀντώνιο, τόν ὁποῖο ἀπερίφραστα χαρακτηρίζει ἅγιο –«σκύβουµε µέχρι τό ἔδαφος ἐνώπιον τοῦ µεγάλου Ἱεράρχη καί Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς γῆς» θά µᾶς πεῖ– εὑρίσκει τήν εὐκαιρία νά ἐκθέσει µέ τρόπο συνοπτικό καί ζωντανό τή διδασκαλία του γιά τήν ἑνότητα τοῦ δόγµατος καί τοῦ βίου καί γιά τό νόηµα τῆς ἁγιότητας τοῦ ἀνθρώπου ὡς «καθολικότητας».

Στό παρόν πλαίσιο δέν µᾶς εἶναι δυνατόν νά δώσουµε µιά πλήρη παρουσίαση τοῦ βίου καί τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Μητροπολίτη Ἀντωνίου. Ἀρκούµαστε νά ἀναφέρουµε ἀκροθιγῶς τό ὅτι συµµετεῖχε στή Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τό 1917-1918, ὅπου ὑπερασπίσθηκε τά κανονικά δικαιώµατα τῆς Ἱεραρχίας ἐναντίον τῶν περισσότερων «λαϊκιστικῶν» τάσεων τῶν λεγοµένων σλαβοφίλων (βλ. Hyakinthe Destivelle, «The Moscow Council-The creation of the Conciliar Institutions of the Russian Orthodox Church», Unive-rsity of Notre Dame Press, Indiana, 2015), ὅτι καταπολέµησε τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ µυθιστοριογράφου Λέοντος Τολστόϋ καί τῶν λεγοµένων «Ὀνοµατολατρῶν», ὅτι ἦταν ὑποψήφιος γιά τόν Πατριαρχικό θρόνο τοῦ ἄρτι ἐπανασυσταθέντος Πατριαρχείου Μόσχας, στόν ὁποῖο, ὅµως, ἀνῆλθε ὁ Μητροπολίτης Σέργιος καί ὅτι, λόγῳ τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης, ἔφυγε ἀπό τή Ρωσία, χαρακτηρισθείς ὡς φιλοµοναρχικός, καί, τελικῶς, τόν Δεκέµβριο τοῦ 1920 ἵδρυσε µέ τήν ἄδεια τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τήν λεγόµενη «Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ἐξωτερικοῦ» στό Κάρλοβιτς τῆς Σερβίας, ὅπου εἶχε καταφύγει µαζί µέ ἄλλους Ρώσους κληρικούς καί λαϊκούς (βλ. Dimitry Pospielovsky, «Τhe Russian Church under the Soviet Regime 1917-1982», St. Vladimir’s Seminary Press, New York, 1984).

Αὐτό πού χαρακτήρισε τόν Μητροπολίτη Ἀντώνιο εἶναι ἡ µεγάλη του ἀγάπη γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους ἐπέτυχε νά µιµηθεῖ: «Μήν κάνετε λάθος σχετικά µέ αὐτό: µακαρίως κοιµηθείς Μητροπολίτης εἶναι ἕνα ἐξαιρετικό φαινόµενο Πατρός τῆς ἐποχῆς µας» θά µᾶς προειδοποιήσει σχετικῶς ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος. «Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ γονεῖς του, διδάσκαλοί του, οἱ παιδαγωγοί του, οἱ ὁδηγοί του. Τοῦ ἔδωσαν µιά καθολική (=πλήρη, ὁλοκληρωτική, πανανθρώπινη) αἴσθηση καί µιά ὀρθόδοξη συνείδηση… Τό νά πραγµατώσεις τό Εὐαγγέλιο στή δική σου φύση –αὐτό εἶναι τό πραγµατικό νόηµα τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσµο. Ὡς πρός αὐτό ὁ Μητροπολίτης εἶναι ἕνας ἀναντικατάστατος διδάσκαλος καί ὁδηγός. Εὑρίσκοντας µέσα ἀπό κόπους τήν εὐαγγελική συµ-πάσχουσα ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους, ἔζησε σύµφωνα µέ αὐτήν καί τήν δηµιούργησε στούς ἄλλους. Σέ αὐτό συνίστατο ἡ θαυµαστή του δύναµη καί ἡ θαυµατουργός του ἰσχύς». Ὅπως θά µᾶς φανερώσει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, τό µυστήριο (=ἡ οὐσία, τό βάθος) τοῦ Μητροπολίτη ἦταν «ἡ χωρίς ὅρια ἀγάπη του γιά τόν Χριστό». «Ἐξετάστε», παρακινεῖ ὁ ἅγιος, «ὁποιαδήποτε ἀπό τίς σκέψεις, τά αἰσθήµατα, τίς ἐπιθυµίες ἤ τά ἔργα του –παντοῦ θά βρεῖτε ὡς δηµιουργό δύναµη τήν ἀµέτρητη ἀγάπη του γιά τόν Χριστό… ἡ βιογραφία του εἶναι τό Εὐαγγέλιο ἀντιγραµµένο σέ µικρογραφία..».

Πράγµατι, ἡ φράση-κλειδί γιά τήν κατανόηση τοῦ πυρῆνα τῆς θεολογικῆς καί ποιµαντικῆς διδασκαλίας τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου εἶναι ἡ «συµ-πάσχουσα ἀγάπη». Ἡ ἀγάπη αὐτή, ὅπως µᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, δίδεται ἀπό τόν Θεό: «εἶναι ἀδύνατο, κατά τά Εὐαγγέλια, νά ἀγαπήσεις ἀληθινά καί πλήρως τούς ἀνθρώπους, ἐάν ὁ Θεός δέν µᾶς χορηγήσει τίς χάριτες τῆς ἰσχύος καί τῆς εὐλογηµένης ἀγάπης. Ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη γρήγορα ξεθωριάζει, ἐάν δέν τρέφεται ἀπό τόν Θεό». Ταυτόχρονα, ὅµως, ἡ ἀγάπη αὐτή στερεώνεται καί διατηρεῖται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου «µέ τήν προσευχή, τή νηστεία, τό ἔλεος, τήν ἐπιείκεια, τήν ταπείνωση, τήν ἁγνότητα καί τήν ὑποµονή. Οἱ Εὐαγγελικές ἀρετές τρέφουν ἡ µία τήν ἄλλη, ζοῦν ἡ µία µέσα στήν ἄλλη καί ἑκάστη ἀπό αὐτές περιφρουρεῖται µέ τή βοήθεια τῆς ἄλλης». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀναδεικνύεται γιά τόν Μητροπολίτη Ἀντώνιο καί τόν ἅγιο Ἰουστῖνο ἡ σηµασία τῆς δύναµης τῆς θέλησης καί τῆς ἀποφασιστικότητας, προκειµένου ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό «ἀσκητικό κατόρθωµα» («podvig» στά Ρωσικά) τῆς Εὐαγγελικῆς «συµ-πάσχουσας ἀγάπης» γιά τούς ἀνθρώπους.

Γιά τόν Μητροπολίτη Ἀντώνιο, πού ἐκφράζει στό θέµα αὐτό µιά ἰδέα πού λίγο παλαιότερα εἶχε ἤδη τονίσει ὁ µυθιστοριογράφος Θεόδωρος Ντοστογέφσκυ, ἡ συµ-πάσχουσα ἀγάπη συνιστᾶ τήν οὐσία τοῦ ποιµαντικοῦ ἔργου: «ἡ ποιµαντική διακονία συνίσταται στήν ἀνάµειξη τοῦ πνεύµατος τοῦ ποιµένος µέ τήν ἐσωτερική-ἠθική ζωή κάθε προσώπου, στήν ἐµπειρία τῆς συµ-πάσχουσας ἀγάπης γιά τήν ἠθική ζωή, τόν ἠθικό ἀγώνα τοῦ ποιµνίου του, στίς προσευχές του γιά τό ποίµνιο αὐτό, ὡσάν οἱ ἁµαρτίες τους νά ἦταν οἱ δικές του προσωπικές ἁµαρτίες. Γιά ἕνα τέτοιο ποιµαντικό κατόρθωµα, ὁ Ἀρχιποιµήν Χριστός δίδει τήν ἰσχύ καί τά µέσα». Ἡ συµ-πάσχουσα αὐτή Θεανθρώπινη ἀγάπη εἶναι «ἡ ἱκανότητα νά γίνεται κανείς ἕνα µέ αὐτόν πού ἀγαπᾶ, ὥστε µέ τόν τρόπο αὐτό νά σωθεῖ ἀπό τήν ἁµαρτία καί τόν θάνατο». Ἔτσι, µέ τή θεραπευτική καί λυτρωτική δύναµη, πού ἀναπτύσσει αὐτή ἡ συµ-πάσχουσα ἀγάπη ἀποκαθίσταται, κατά τόν Μητροπολίτη, ἡ ἑνότητα τῆς διασπασµένης ἀνθρώπινης φύσης καί ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ νοῦ καί καρδία ἐκκλησιαστική, γίνεται «καθολικός».

Ἰδιαιτέρως χαρακτηριστική τῆς σηµασίας πού ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος ἀπέδιδε στήν «συµ-πάσχουσα ἀγάπη» καί τή θεραπευτική καί ἀποκαταστατική της δύναµη εἶναι ἡ µελέτη του µέ τίτλο «Τό Δόγµα τῆς Λύτρωσης». Στή µελέτη του αὐτή ἐπιχείρησε νά διατυπώσει τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἀποκαθαίροντάς την ἀπό τίς ἐπιδράσεις τῆς σχολαστικῆς «δικανικῆς» θεολογίας. Ἔδωσε δέ ἰδιαίτερη ἔµφαση στό ἐσωτερικό βίωµα τοῦ Χριστοῦ στόν Κῆπο τῆς Γεθσηµανῆ, παρουσιάζοντάς Τον ὡς τό πρότυπο τῆς συµ-πάσχουσας ἀγάπης, καθώς ἐκεῖ, σύµφωνα µέ τόν Μητροπολίτη, ὁ Χριστός ὑπέφερε σέ ἀπερίγραπτο βαθµό γιά τίς συνέπειες τῶν ἁµαρτιῶν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ὡσάν νά ἦταν δικές Του καί ἀποδίδοντας σέ  αὐτή  τή συµ-πάσχουσα ἀγάπη τήν κατ’ ἐξοχήν Λυτρωτική δύναµη.

Εἶναι ἀληθές ὅτι ἀρκετοί σηµαντικοί θεολόγοι ἰσχυρίσθηκαν ὅτι µέ τή µελέτη του αὐτή ὁ Μητροπολίτης, παρασυρόµενος ἴσως ἀπό τήν µεγάλη του ποιµαντική εὐαισθησία καί τά δικά του βιώµατα τῆς «συµ -πάσχουσας ἀγάπης», ὑπερτόνισε κάπως µονοµερῶς τήν ἐσωτερική ὀδύνη τοῦ Ἀρχιποιµένος Χριστοῦ στή «Γεθσηµανῆ» καί ἀπέτυχε, ἐξ ἀντιδιαστολῆς, νά δώσει τήν πρέπουσα ἔµφαση στή Σταυρική Θυσία στόν Γολγοθᾶ, κατά τήν ὁποία κορυφώθηκε τό ἔργο τῆς Λύτρωσης.

Εἶναι, ὅµως, ἐπίσης γεγονός ὅτι µέχρι σήµερα δέν ἔχουν διευκρινισθεῖ πολλά ζητήµατα, ὄχι µόνο σχετικά µέ τό συγκεκριµένο αὐτό δόγµα, ἀλλά καί µέ τό εὐρύτερο θέµα τοῦ ἀκριβοῦς ἐντοπισµοῦ τῶν δοξασιῶν καί πρακτικῶν ἐκείνων πού πράγµατι συνιστοῦν ἔξωθεν ἐπιρροές στήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί τῆς ξεκάθαρης διάκρισής τους ἀπό διδασκαλίες γνήσια Ὀρθόδοξες. Ἔτσι, δέν εἶναι παράδοξο νά ὑπάρχουν ἀµφισβητούµενα σηµεῖα στή διδασκαλία µεγάλων Ὀρθόδοξων θεολόγων, τά ὁποῖα, ὅµως, δέν πρέπει νά ἀµαυρώνουν τή φήµη τους ὡς Ὀρθοδόξων διδασκάλων.

 Ἔχει ἰδιαίτερη, πάντως, βαρύτητα ἡ ἀνεπιφύλακτη µαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου γιά τόν πνευµατικό του Πατέρα, γιά τόν ὁποῖο ρητά µᾶς λέγει ὅτι, ὅπως ὁ µεγάλος Ἀπόστολος, δέν ἤθελε νά γνωρίζει τίποτε ἄλλο πέραν ἀπό τόν Χριστό καί «τοῦτον Ἐσταυρωµένον» (Πρός Κορινθίους Α’ 2, 2). Σύµφωνα µέ τή µαρτυρία αὐτή: «Ἐδῶ, ἀκριβῶς ἐνώπιον τῶν ὀφθαλµῶν µας, ἔχει ἐκπληρωθεῖ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοφόρου εὐλογηµένου Μητροπολίτη Ἀντωνίου ἡ προφητεία τοῦ Ντοστογιέφσκυ γιά τόν Ρῶσο καθολικό ἄνθρωπο. Μά ποιός θά µποροῦσε νά γίνει ἕνα µέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, νά εἰσέλθει στίς ψυχές τους µέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά ὑποφέρει τά δικά τους βάσανα, νά θλίβεται µέ τίς δικές τους θλίψεις, νά ὀδυνᾶται γιά τίς λύπες τους; Μόνο αὐτός θά µποροῦσε νά εἶναι, αὐτός ὁ Ἱεράρχης τῆς Ρωσικῆς γῆς, µέγας στήν ταπείνωσή του καί πλήρης µέ τήν ἀπέραντη συµ-πάσχουσα Εὐαγγελική ἀγάπη».

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 246

Φεβρουάριος 2023