ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

 

πό τόν σεβαστόν καί ἀγαπητόν μας π. Νεκτάριον Μπουραζερίτην ἐλάβαμε, ὅπως ἐγράψαμε στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ μας (ἀρ. 246) 14 Λειτουργικά καί Τελετουργικά ἐρωτήματα, ἄλλα σύντομα καί ἄλλα μακροσκελῆ. Ἤδη ἀπαντήσαμε στό 1ο ἐρώτημά του καί στό τεῦχος αὐτό ἐπιχειροῦμε νά ἀπαντήσουμε στά ἑπόμενα τρία (2,3 καί 4).

Ζητῶ καί πάλι τήν  κατανόηση τοῦ π. Νεκταρίου ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀναγνωστῶν μας γιά τήν καθυστέρηση ὁλοκληρώσεως ὅλων τῶν ἐρωτημάτων, δεδομένου ὅτι ἀφ’ ἑνός οἱ ὑποχρεώσεις μᾶς ὁδηγοῦν στά τρέχοντα, πού ἀπαιτοῦν ἄμεση διεκπεραίωση, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἐπικαιρότητα ἀπαιτεῖ καί ἐκείνη τήν προτεραιότητά της.

Γράφει ὁ π. Νεκτάριος: 

ΕΡΩΤΗΜΑ 2ο: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΣΕ ΜΝΗΜΗ  ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ

 

Σέ ἡμέρα μνήμης ἁγίας τινος γυναικός – καί μάλιστα μάρτυρος, ὡς ἐπί τό πλεῖστον – τελουμένης Θείας Λειτουργίας, εἴθισται τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα νά εἶναι τό γνωστό παύλειο κείμενο «πρός Γαλάτας Γ ΄, 23-29», ὅπου, μέ τήν φράση «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ», γίνεται μία νύξη περί «θήλεος» τιμωμένου προσώπου. Εἰδικῶς ὅμως, στήν περίπτωση μνήμης τῆς Ἁγίας μεγαλομάρτυρος καί πανευφήμου Εὐφημίας, εἴτε στίς 16 Σεπτεμβρίου (μαρτύριον) εἴτε στίς 11 Ἰουλίου (ὅτε τόν Ὅρον τῆς πίστεως τῶν Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ἐπεκύρωσε) τελουμένης (ἐννοεῖται) Θείας Λειτουργίας, δέν ἀναγινώσκεται ἡ ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα περικοπή (ὅπως θά περιμέναμε ἐκ συνηθείας), ἀλλά ἕνα ἄλλο παύλειο κείμενο, «πρός Κορινθίους Β ΄, Στ΄ 1-10». Στό κείμενο ὅμως αὐτό, δέν γίνεται νύξη περί θήλεος προσώπου, ὅπως στό «πρός Γαλάτας, Γ ΄, 23-29». Ἁπλῶς, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι ὁ πνευματικός μας ἀγώνας πρέπει νά διέλθει (μεταξύ ἄλλων) «διά δυσφημίας καί εὐφημίας…». Καί ἐπειδή ἀναφέρθηκε ἡ λέξη καί ἔννοια «εὐφημία», πού συμπίπτει μέ τό κύριο ὄνομα τῆς τιμωμένης Ἁγίας, προτιμήθηκε αὐτό τό ἀνάγνωσμα στίς δύο ἡμέρες τῆς μνήμης της. Πῶς τό κρίνετε αὐτό; Δέν εἶναι λίγο ἀστεῖο;

 

ΕΡΩΤΗΜΑ 3ο: ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΕΥΧΕΣ

 

Ὑπάρχουν ἐκφωνήσεις στίς Ἀκολουθίες Ἑσπερινοῦ καί Ὄρθρου, οἱ ὁποῖες δέν συνοδεύονται ἀπό προηγηθεῖσες Εὐχές. Πολλοί λένε, ὅτι αὐτές οἱ ἐλλείπουσες Εὐχές πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στίς μυστικῶς ὑπό τοῦ Ἱερέως ἀναγινωσκόμενες Εὐχές τῆς ἀρχῆς Ἑσπερινοῦ καί Ὄρθρου (Εὐχές τοῦ Λυχνικοῦ - Εὐχές Ἑωθινές). Φυσικά καί στίς δύο περιπτώσεις, οἱ μυστικῶς ἀναγινωσκόμενες Εὐχές, εἶναι πολύ περισσότερες ἀπό τίς ἐν λόγῳ (ἄνευ Εὐχῶν) ἐκφωνήσεις, ἀμφοτέρων τῶν Ἀκολουθιῶν. Ἄν ἀληθεύει αὐτό πού λένε, τότε γιατί συνέβη αὐτός ὁ ἀνεξήγητος διαχωρισμός Εὐχῶν ἀπό ἀντίστοιχες  Ἐκφωνήσεις;

 

ΕΡΩΤΗΜΑ 4ο: Η ΕΥΧΗ «ΕΙΗ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΟΥ»

 

Ἐρώτηση, ἀπορρέουσα ἀπό τήν προηγούμενη:  Ἡ ἐκφώνηση «Εἴη τό κράτος τῆς Βασιλείας Σου εὐλογημένον καί δεδοξασμένον…», ἀπαντᾶ δύο φορές: μία ἐκφώνως, μετά τήν εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας τοῦ   Ἑσπερινοῦ - πού εἶναι καί ἡ μοναδική εὐχή μέσα στό κυρίως σῶμα τοῦ Ἑσπερινοῦ - καί μία μυστικῶς, μέσα στίς (μυστικές) ἑωθινές Εὐχές.  Ἡ πρόταση αὐτή, δηλαδή τό «Εἴη τό κράτος τῆς Βασιλείας Σου…», εἶναι κυρία πρόταση (συντακτικῶς), δυναμένη ὡς τοιαύτη νά σταθεῖ μόνη της στόν λόγο (πάλι κατά τούς κανόνας τοῦ Συντακτικοῦ). Πῶς λοιπόν ἐμφανίζεται ὡς ἐκφώνηση εὐχῆς τινός; Ὅλες οἱ ἐκφωνήσεις, ὡς γνωστόν, ἤ εἶναι δευτερεύουσες προτάσεις ἤ - μέ τήν χρήση κάποιας δοτικῆς ἤ γενικῆς πτώσεως οὐσιαστικοῦ τινος - ἀπορρέουν, ἄνευ τελείας στιγμῆς, ἐννοιολογικῶς καί γραμματικῶς ἀπό τήν ἀντίστοιχή τους Εὐχή, ὡς κατάληξις αὐτῆ. Ἐν προκειμένω ὅμως καί τίς δύο φορές, τίθεται τελεία στιγμή καί ἀκολουθεῖ ἡ κυρία πρόταση πού προανεφέρθη, ἡ ὁποία - ὡς κυρία – δέν δείχνει ἐξάρτηση ἀπ’ τά προηγούμενα, οὔτε ἐννοιολογικῶς οὔτε γραμματικῶς. Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σας;

 

Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Μπουραζέρη

– Καρυαί ΑΓ. ΟΡΟΣ

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ στό 2ο Ἐρώτημα:

 

Τά ἐρωτήματα τοῦ ἀγαπητοῦ καί σεβαστοῦ μας π. Νεκταρίου πάντοτε στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, φανερώνουν τό πόσο μετέχει «μετά λόγου γνώσεως» στίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί μέ τίς ἀπορίες του μᾶς διδάσκει, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, τό πόσο προσεκτικοί πρέπει νά εἴμεθα στό πῶς ἀκριβῶς τελοῦνται, ἰδιαιτέρως δέ ἡ Θεία Λειτουργία.

Τό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα τῶν ἑορτῶν τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας (11 Ἰουλίου καί 16 Σεπτεμβρίου) πράγματι διαφέρει ἀπό αὐτό τῶν ἄλλων Ἁγίων Γυναικῶν Μαρτύρων καί ἡ διαφορά ἔγκειται στό ὅτι στό πρόσωπο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας δέν ἐπαινεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας μόνο ἡ ὑπέρβασις τοῦ «χαύνου τοῦ θήλεος» (ὅπως στίς ἄλλες Γυναῖκες Μάρτυρες), ἀλλά ἡ Ἁγιοπνευματική κατοχύρωσις διά τῆς Ἁγίας αὐτῆς τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, δηλαδή τῆς Ἀληθοῦς Μοναδικῆς Πίστεως, κατά τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδον.

Στό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα ὑπάρχει, βεβαίως, καί ἡ λεκτική συσχέτισις τῆς πορείας τῶν Ἀπολογητῶν Θεολόγων τῆς Πίστεως μέ τό ὄνομα τῆς Ἁγίας, μέσω τῆς φράσεως «διά δυσφημίας καί εὐφημίας», ἐκφράζεται, ὅμως, συγχρόνως μέ τίς συνδιατυπούμενες ἐκφράσεις  καί ὁ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται γιά τήν κραταίωση τῆς Ἀληθείας, ἀτιμαζόμενοι «ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς» ἀλλά καί τό Μαρτύριο τῶν τοῦ Χριστοῦ μας Ἁγίων.

Παραθέτω καί ἐκτενέστερο ἀπόσπασμα γιά νά καταδειχθῇ αὐτό πού ὑποστηρίζω:  «...µηδεµίαν ἐν µηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα µὴ µωµηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑποµονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν µακροθυµίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύµατι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάµει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιµίας, διὰ δυσφηµίας καὶ εὐφηµίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούµενοι καὶ ἐπιγινωσκόµενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶµεν, ὡς παιδευόµενοι καὶ µὴ θανατούµενοι...».

Ὡς πρός τό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας κατά τήν 16η Σεπτεμβρίου, νομίζω ὅτι ἐπελέγη γιά τήν ταυτοποίηση τῆς Ἁγίας μέ τό θαῦμα της στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί γιά νά ἐπισφραγίσῃ τήν ἰδιαιτερότητά της στήν κατοχύρωση τῆς Δογματικῆς Ἀκριβείας.

Δέν μπορῶ, λοιπόν, νά χαρακτηρίσω ὡς ‘‘ἀστεῖο’’ τόν συσχετισμό τῆς φράσεως «διὰ δυσφηµίας καὶ εὐφηµίας» μέ τό ὄνομα τῆς Ἁγίας, παρ’ ὅτι ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἡ διατύπωση τοῦ π. Νεκταρίου δέν ἔγινε ἀπό ἀσέβεια ἀλλά ὡς ἀπορία, γιατί, ἀφ’ ἑνός μέν τά Ἀποστολικά καί Εὐαγγελικά Ἀναγνώσματα καθώρισαν «οἱ τά πάντα καλῶς συνεταξάμενοι» Ἅγιοι Πατέρες μας, ἀλλά καί ἀφ’ ἑτέρου, λόγῳ τοῦ σκεπτικοῦ, πού ἐξέθεσα. Ὡστόσο, δέν ἀποφαίνομαι. «Γνώμην δίδωμι». Ἄς εἰποῦν τήν γνώμη τους καί οἱ κρείττονες ἡμῶν.   

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ στό 3ο Ἐρώτημα:

 

Ἡ ἀπάντηση τοῦ τρίτου ἐρωτήματος τοῦ π. Νεκταρίου δέν πρέπει, νομίζω, νά ἀναζητηθῇ ἑτεροχρονισμένα στίς προηγηθεῖσες Εὐχές τοῦ Ἑσπερινοῦ (Εὐχαί τοῦ Λυχνικοῦ), πού διαβάζονται σιωπηρῶς ἀπό τόν Ἱερέα κατά τήν ὥρα τῆς ἀπαγγελίας τοῦ «Προοιμιακοῦ» ἀπό τόν Ἱεροψάλτη, οὔτε στίς «Εὐχές τοῦ Ὄρθρου», πού διαβάζονται ἀπό τόν Ἱερέα κατά τήν ἀπαγγελία τοῦ Ἑξαψάλμου ἀπό τόν Ἱεροψάλτη. Βεβαίως, οἱ καταλήξεις τῶν Εὐχῶν τοῦ Λυχνικοῦ καί τοῦ Ὄρθρου ὑπάρχουν διάσπαρτες ὡς Ἐκφωνήσεις καί στίς δύο αὐτές Ἀκολουθίες, ἰδιαιτέρως δέ στήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἡ ὁποία εἶναι μακροτέρα. Ὡστόσο, ἄν δεχθοῦμε αὐτήν τήν ἐκδοχή, τῆς ἑτεροχρονισμένης Ἐκφωνήσεως, τότε θά δυσκολευθοῦμε νά ἀπαντήσουμε πειστικά στό εὔλογο ἐρώτημα τοῦ π. Νεκταρίου «γιατί συνέβη αὐτός ὁ ἀνεξήγητος διαχωρισμός Εὐχῶν ἀπό ἀντίστοιχες  Ἐκφωνήσεις;».

Ἡ ἀπάντηση καί γιά τίς δύο αὐτές Ἀκολουθίες ἀλλά γιά ὅλες τίς Λειτουργικές περιπτώσεις βρίσκεται, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, στά προηγούμενα τῶν Ἐκφωνήσεων σύντομα «Εἰρηνικά», τά ὁποῖα καταλήγουν στήν ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας, διά τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογηµένης, Ἐνδόξου Δεσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, µετὰ πάντων τῶν Ἁγίων µνηµονεύσαντες, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡµῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώµεθα». Οἱ Ἐκφωνήσεις, λοιπόν, «Ὅτι πρέπει σοί πᾶσα δόξα...», «Ὅτι σόν τό κράτος...», «Ὅτι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις...», «Εἴη τό κράτος τῆς Βασιλείας σου εὐλογηµένον...», «Ὅτι ηὐλόγηταί σου τό Ὄνοµα...», «Ὅτι σέ αἰνοῦσι πᾶσαι αἱ Δυνάµεις τῶν Οὐρανῶν...» καί ὅλες οἱ λοιπές, ἐκφωνοῦνται ὡς ἐπεξήγηση καί ἀποδοχή τῆς προηγηθείσης ἀναφορᾶς: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡµῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώµεθα». Παραδίδουμε «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν» στόν Χριστό μας διότι εἶναι ὁ Μόνος Αἰνετός, Κραταιός, Ἀγαθός καί ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος!

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ στό 4ο Ἐρώτημα:

 

Ἡ ἀπάντηση στό 4ο ἐρώτημα τοῦ π. Νεκταρίου εἶναι προφανής μετά τά ὅσα ἐκθέσαμε ὡς ἀπάντηση στό 3ο ἐρώτημα μέ μιά μικρή ἐπεξηγηματική προσθήκη. Ἐξ ἄλλου καί ὁ π. Νεκτάριος ἀναγνωρίζει τήν σχέση καί ἀλληλεξάρτηση τῶν δύο ἐρωτημάτων.

Φρονῶ, λοιπόν, χωρίς νά ἀποφαίνομαι, ὅτι δέν πρέπει νά δοθῆ προτεραιότητα στό ἄν ἀπαρτίζῃ τήν Ἐκφώνηση μιά Κυρία ἤ μιά Δευτερεύουσα πρόταση ἀλλά ἄν λογικά καί Θεολογικά ἐκφράζεται πλῆρες νόημα μέ τόν συσχετισμό Εὐχῆς καί Ἐκφωνήσεως. Δηλαδή, εἴτε μιά Δευτερεύουσα πρόταση ὁλοκληρώνει τό νόημα τῆς προηγηθείσης Εὐχῆς, εἴτε μιά Κυρία πρόταση ἐκφράζει μιά δοξολογική Εὐχαριστία ὡς  ἐπισφράγιση, ὅπως ἡ Ἐκφώνηση «Εἴη τό κράτος τῆς Βασιλείας σου εὐλογηµένον...» τό νόημα εἶναι πλῆρες καί χωρίς νοηματικά ἤ συντακτικά κενά.

Πρέπει, νομίζω, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ νά σημειώσουμε ὅτι ὑπάρχει διαφορά στήν στίξη σέ πολλά ἀρχαῖα χειρόγραφα, ἀσχέτως τοῦ ἄν πρόκειται γιά Κύριες ἤ Δευτερεύουσες προτάσεις. Βλέπουμε σέ χειρόγραφα μετά ἀπό τελεία, ἐρωτηματικό ἤ προεξαγγελτικά νά ἀκολουθῇ μικρό γράμμα καί ὄχι κεφαλαῖο, σάν νά πρόκειται γιά δευτερεύουσα πρόταση. Πιστεύω ὅτι αὐτό παρατηρεῖται γιά τόν λόγο πού προαναφέραμε, δηλαδή τῆς προτεραιότητος πού ἔχει ἡ Θεολογία στήν ἔκφραση καί διατύπωση τῶν νοημάτων, ἀλλά καί στό πῶς ἡ Λατρεία ἑνώνει ἤ ὑπογραμμίζει στούς πιστούς τά νοήματα. Χαρακτηριστικά ἀναφέρω τήν Ἐκφώνηση «Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέροντες κατά πάντα καί διά πάντα», ἡ ὁποία τροποποιεῖται ἀπό τούς περισσοτέρους Λειτουργούς σέ «Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέροµεν...» ἀποκοπτομένη ἀπό τήν ὑπό τοῦ Λαοῦ συνεχιζομένη δέηση «σέ ὑµνοῦµεν, σέ εὐλογοῦµεν, σοί εὐχαριστοῦµεν, Κύριε, ...». Παρουσιάζονται, δηλαδή, ὡς 2 ξεχωριστές Ἐκφωνήσεις Λειτουργοῦ καί Λαοῦ, ἐνῶ πρόκειται γιά μιά ἀδιαίρετη Λατρευτική ἀναφορά Κλήρου καί Λαοῦ: «...σοί προσφέροντες (=τροπική μετοχή), «σέ ὑµνοῦµεν...». Προσφέροντες σέ ὑμνοῦμεν! Ὁ πληθυντικός «προσφέροντες» μᾶς ὑπογραμμίζει ὅτι δέν ἀναφέρεται μόνο στόν Λειτουργό ἀλλά σέ ὅλο τό ἐκκλησίασμα.

Ἡ Θεολογική καί νοηματική ἄγνοια ὁδήγησε στήν διαίρεση τῆς κορυφαίας Λατρευτικῆς ἑνώσεως Κλήρου καί Λαοῦ, ἀντικαθιστῶντας γραμματικά μέ τό ρῆμα προσφέρομεν τήν μετοχή προσφέροντες, ἀποξενώνοντας ἔτσι τόν Λαό ἀπό τήν Προσφορά τῶν Τιμίων Δώρων καί περιορίζοντάς τον μόνο στήν ὕμνηση τοῦ Θεοῦ. Αὐτά, βεβαίως, συμβαίνουν, ὅταν ἡ Γραμματική καί τό Συντακτικό αὐτονομοῦνται! 

 

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 247

Μάρτιος 2023