Ἁγίου Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς

 

Ἁγίου Γέροντος  Ἰουστίνου Πόποβιτς

Πασχαλινῆς πνευματικῆς εὐωχίας τό Ἀνάγνωσμα

 

(Σοφία! Πρόσχωμεν!)

 

νέος Ἅγιος Ὁμολογητής τῆς μαρτυρικῆς καί πολυπαθοῦς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, Ἀρχιμανδρίτης Ἰουστῖνος (+1979), μεταξύ τῶν πολλῶν εὔχυμων πνευματικῶν καί ψυχωφελῶν συγγραφῶν του, ἔγραψε καί Λόγο περί Ἀναστάσεως Χριστοῦ.

Μπορεῖ ἴσως τό σύνολον τῶν περί Ἀναστάσεως πατερικῶν κειμένων, μέ «ἀκροθίνιον» τόν Κατηχητικό Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, νά μήν «ἔχει χρείαν τῶν ἀγαθῶν» ἄλλων νεωτέρων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ὅμως ἐδῶ, προκειμένου περί ἁγιο-Ἰουστίνειου λόγου, ὄντως ἰσχύει τό «σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία· καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου»· ἤ μᾶλλον, τό ἀντίθετο ἰσχύει· ἄς σκιρτήσει ἀναστάσιμα, «Πάσχα κροτοῦσα αἰώνιον». Πρόκειται δηλαδή, γιά μιά πασχαλινή πνευματική πανδαισία καί εὐωχία, στήν ὁποία ὅλοι μας, «οἱ δαιτυμόνες οἱ μακαριστοί», ἀπολαμβάνουμε «Λόγον ἀγαθόν». Ἄς κάνουμε ὅμως ἕναν νοητό περίπατο στόν Λειμῶνα τοῦ Λόγου τοῦ  Ἱεροῦ Πατρός. Κάτι σάν περίληψη αὐτοῦ· κι ἄς ἀποθαυμάσουμε κάποιες ἰδιάζουσες καί ἐντυπωσιακές – κτυπητές θά λέγαμε– ἐκφράσεις του.

Ἀμέσως μέ τήν ἔναρξη τοῦ Λόγου του, ὁ Ἅγιος Πατήρ μᾶς αἰφνιδιάζει μέ μιά πρωτοφανῆ διατύπωση: «Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεόν εἰς θάνατον· ὁ Θεός ὅμως, διά τῆς ἀναστάσεώς Του, «καταδικάζει» τούς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν. Διά τά κτυπήματα, τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς· διά τάς ὕβρεις, τάς εὐλογίας· διά τόν θάνατον, τήν ἀθανασίαν».

Φαίνεται, γι’ αὐτήν τήν πρωτάκουστη διατύπωση, πώς τιτλοφορήθηκε ὁ Λόγος αὐτός: «Καταδικασμένοι νά εἶναι ἀθάνατοι», στό γνωστό βιβλίο του «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος» (ἔκδοσις «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1981, σελίς 40). Εἴμαστε λοιπόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀμετάκλητα, καταδικασμένοι σέ αἰώνια ἀθανασία. Κανείς δέν ἀσκεῖ ἔφεση!...

Καί στήν συνέχεια, μετά ἀπ’ αὐτόν τόν πρῶτο καί ἀνέλπιστο αἰφνιδιασμό ἐκφράσεως, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, διεξοδικά καί ἐπαγωγικά, ἀναλύει τό νόημα τῆς παρούσης Δεσποτικῆς Ἑορτῆς, τῆς «ἑορτῆς ἑορτῶν» καί «πανυγήρεως πανυγήρεων». Ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου, συναντᾶμε πάλι ἄλλες ὡραῖες καί ἐντυπωσιακές διατυπώσεις, πού ἴσως οὔτε στά κλασσικά πατερικά κείμενα δέν εὑρίσκονται.

Ἄς θαυμάσουμε μερικές, τελείως δειγματοληπτικά: «Εἰς τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιοῦνται καί τά τέσσαρα Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ: Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!.. Εἰς ἑκάστην ἐξ αὐτῶν εὑρίσκεται ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιον».

«Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, διά τί τότε νά πιστεύῃ κανείς εἰς Αὐτόν; Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς, ὅτι ἐγώ οὐδέποτε θά ἐπίστευον εἰς τόν Χριστόν, ἐάν δέν εἶχεν ἀναστῆ καί δέν εἶχε νικήσει τόν θάνατον, τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν μας».

«Εἰς ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπό τόν ἄνθρωπον, πού δέν πιστεύει εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν· «καλόν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. 26, 24)».

«Ναί, ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος! Καί μάρτυς τούτου εἶσαι ἐσύ, μάρτυς ἐγώ, μάρτυς κάθε χριστιανός, ἀρχίζοντες ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους μέχρι καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας… Καί ἄν ὑπάρχῃ ἕνα γεγονός, εἰς τό ὁποῖον θά ἠδύνατο νά συνοψισθοῦν ὅλα τά γεγονότα, ἀπό τήν ζωήν τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων καί γενικῶς ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτό θά ἦτο ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ». (Καί τονίζοντας τρισσῶς: ) «Ναί, ναί, ναί· ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν ἀνάστασίν Του ἔδειξε καί ἀπέδειξεν, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός Θεάνθρωπος εἰς ὅλους τούς ἀνθρωπίνους κόσμους. Καί κάτι ἀκόμη: ἄνευ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου δέν δύναται νά ἐξηγηθῇ, οὔτε ἡ ἀποστολικότης τῶν Ἀποστόλων, οὔτε τό μαρτύριον τῶν Μαρτύρων, οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν, οὔτε ἡ ἁγιότης τῶν Ἁγίων, οὔτε ἡ ἀσκητικότης τῶν Ἀσκητῶν, οὔτε ἡ θαυματουργικότης τῶν Θαυματουργῶν, οὔτε ἡ πίστις τῶν πιστευόντων, οὔτε ἡ ἀγάπη τῶν ἀγαπώντων, οὔτε ἡ ἐλπίς τῶν ἐλπιζόντων, οὔτε ἡ νηστεία τῶν νηστευόντων, οὔτε ἡ προσευχή τῶν προσευχομένων, οὔτε ἡ πραότης τῶν πράων, οὔτε ἡ μετάνοια τῶν μετανοούντων, οὔτε ἡ εὐσπλαγχνία τῶν εὐσπλάγχνων, οὔτε οἱαδήποτε χριστιανική ἀρετή ἤ ἄσκησις».

(Μᾶς ἔρχεται ἐδῶ, ἀκούγοντας τίς κατηγορίες τῶν Ἁγίων, νά προσθέσουμε τήν κατάληξη τῆς Εὐχῆς τοῦ καθαγιασμοῦ: «καί παντός πνεύματος δικαίου, ἐν πίστει τετελειωμένου»!) Καί, λίγο παρακάτω, ἐπανέρχεται στά ἀνωτέρω, ἐπιλέγων: «Ἐάν ἡ χριστιανική πίστις δέν ἦτο ἡ πίστις τοῦ Ἀναστάντος καί, κατά συνέπειαν, τοῦ αἰωνίως ζῶντος καί ζωοποιοῦντος Κυρίου, ποῖος θά ἠδύνατο νά ἐμπνεύσῃ τούς Μάρτυρας εἰς τόν ἆθλον τοῦ μαρτυρίου, καί τούς Ὁμολογητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς  ὁμολογίας, καί τούς Ἀσκητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καί τούς Ἀναργύρους εἰς τόν ἆθλον τῆς ἀναργυρίας, καί τούς Νηστευτάς εἰς τόν ἆθλον τῆς νηστείας καί ἐγκρατείας, καί ὁποιονδήποτε χριστιανόν εἰς ὁποιονδήποτε εὐαγγελικόν ἆθλον;»

Καί «συνελόντ’ εἰπεῖν», γενικῶς σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ Λόγου, πρυτανεύει ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδή, τό πνεῦμα καί νόημα τοῦ Λόγου εἶναι διθυραμβικό· παιᾶν. Καί, χωρίς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε, μᾶς διεγείρει καί ἐμᾶς στό ἴδιο μῆκος καί πλᾶτος πνευματικοῦ κύματος. Καί αὐτή ἡ μεταδοτικότητα, συνιστᾶ ἀκριβῶς καί τήν ἐπιτυχία, ψυχωφέλεια, παρηγορία καί χαροποίηση τοῦ Λόγου. Σοῦ ἔρχεται νά ἀναφωνήσεις τό κυριακάτικο ψαλμώδημα τοῦ τρίτου ἤχου: «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς Ἀναστάσεως τήν πεῖρα εἰληφότα», ἀλλά καί τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀναστάντος πρός ἐμᾶς τήν ἀπόδειξη. Μιᾶς ἀγάπης, πρῶτα καί πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀπροϋπόθετης καί –κυρίως– ἀμετάκλητης. Διότι, «ἀμεταμέλητα» τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τό ἀνώτερο τῶν ὁποίων εἶναι ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του.

Ὅμως, ἄν καί θά θέλαμε νά ὁμολογήσουμε, ὅπως ὁ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος (στήν Μεταμόρφωση), ὅτι «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ᾧδε εἶναι», ἀπολαμβάνοντας τίς ὠφέλειες πού μᾶς προκάλεσε καί μᾶς διέγειρε ἡ ἀκρόαση τοῦ ἀναστάσιμου αὐτοῦ παιᾶνος τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου, εἶναι φυσικό γιά μᾶς, τούς ἀκόμη «σάρκα φοροῦντας καί τόν κόσμον οἰκοῦντας», πού ἀκόμη δέν «κροτοῦμεν Πάσχα αἰώνιον», ὡς παρεπιδημοῦντες στό «ξενοδοχεῖον» τοῦ παρόντος πολυτάραχου καί ἀειτάραχου «φθαρτικοῦ» βίου, εἶναι φυσικό, λέγω, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, προσγειωνόμενοι στήν σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, νά διαπιστώνουμε, ὅτι «πολλή ἀπό σοῦ ἡ ὁδός». Στήν πολυτάραχη δηλαδή καί ἀειτάραχη θάλασσα τῆς ποντοπορείας τοῦ βίου μας, ὅσες πνευματικές χαρές καί ἐμπειρίες κι ἄν βιώσουμε –ἐλέῳ Θεοῦ πάντοτε– δέν εἶναι, παρά κάτι τι τό ἀσταθές καί σαλευόμενο, μηδέ τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς ἐξαιρουμένης. Μπορεῖ μέν «χαρᾶς τά πάντα» νά ἔχουν πληρωθεῖ, ἀλλ’ ἐμεῖς ἀκόμη «τῆς Ἀναστάσεως τήν πεῖραν» δέν ἔχουμε λάβει «ἐν τῇ θνητῇ σαρκί ἡμῶν». Ὁ ἀναστάσιμος ἦχος, πού ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ἐμελώδησε, ἀκούγεται στά πήλινα αἰσθητήριά μας ἀκόμη, ὄχι ὡς «ἦχος ἑορταζόντων» καί «Πάσχα αἰώνιον κροτούντων», ἀλλ’ ὡς ἦχος ραδιοφώνου μέ πολλά, δυστυχῶς, παράσιτα. Δέν εἶναι ἀκόμη «ἦχος καθαρός» (γιά νά θυμηθοῦμε τίς σχετικές ὑμνογραφίες). Θά χρειασθεῖ, πάλιν καί πολλάκις, νά «δώσουμε αἷμα», προκειμένου νά «λάβουμε πνεῦμα»· ἕνα ἰσόβιο γράψε-σβῆσε ἤ σβῆσε-γράψε, εἶναι ἡ παροῦσα ἐπίγεια ζωή μας, «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ἡμῖν».

Καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος στά «Ἀσκητικά» του τονίζει, ὅτι ἡ δεδομένη καί ἐγνωσμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ, δέν σημαίνει πάντοτε καί αὐτομάτως οὔτε συνεπάγεται μιά ὀντολογική ἕνωσή μας καί σχέση μας μέ Αὐτόν. Ὁ μέν Θεός δηλαδή, προσφέρεται γιά μέθεξη καί ἕνωση μέ ἐμᾶς, ἀλλ’ αὐτό δέν μᾶς ἐξασφαλίζει, αὐτομάτως καί ἀνωδύνως, τήν ὀντολογική μας ἕνωση μαζί Του.

Τό ἴδιο λοιπόν, τῶν ἀναλογιῶν τηρουμένων, συμβαίνει καί μέ τήν ἐκ μέρους μας «πεῖραν» τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ὁποίας δέν εἴμαστε ἀκόμη «εἰληφότες». Καί δέν πρόκειται ποτέ νά γίνουμε τέτοιοι ἀνώδυνα καί ἄνετα.

Φυσικά, σέ κάθε Πάσχα τῆς προσκαίρου ζωῆς μας, κάτι νοιώθουμε, κάποιο σκίρτημα, κάποια χαρά μᾶς παραχωρεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει ὁ Ἀναστάς Χριστός νά βιώσουμε. Ἀλλ’ αὐτή ἡ χαρά μας εἶναι ἐλλειπής, δέν εἶναι «πεπληρωμένη»· εἶναι ἀνάλογη μέ τήν ἀσθενῆ καί φιλαμαρτήμονα φύση μας. Νά γιατί, στό σχετικό τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα ψάλλουμε: «Ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ… Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου». Αὐτό τό ἐπίρρημα, «ἐκτυπώτερον», τά λέει ὅλα. Λέει, πάνω καί πρίν ἀπ’ ὅλα, ὅτι ἡ, σέ κάθε Πάσχα τῆς ζωῆς μας, ἀναστάσιμη χαρά μας, δέν εἶναι παρά μιά πενιχρή πρόγευση, ἕνα φτωχό «όρ ντ’έβρ» (=ὀρεκτικό) τοῦ παραδείσιου πασχάλιου δείπνου, ὅπου καί ὅταν ὁ Ἀναστάς Χριστός μας, θά ἐκπληρώσει τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσε «τῇ νυκτί ᾗ ἑαυτόν παρεδίδου», λέγων: «οὔ μή πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου, ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτό πίνω μεθ’ ὑμῶν καινόν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. 26, 29).

Ὁ Ἅγιός μας  Ἰουστῖνος, τά ὅσα ὡραῖα, πανυγηρικά, διθυραμβικά, θριαμβευτικά, ἀναστάσιμα νοήματα διετύπωσε, τά ἐβίωσε ἐμπόνως, ζώντας οὐσιαστικά ἐξόριστος στήν Μονή Ἀρχαγγέλων τοῦ Τσέλιε, στό Βάλιεβο τῆς Σερβίας. «Ἔδωσε αἷμα», γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι ἔτσι «ἔλαβε πνεῦμα». Τά ὅσα ἀναστάσιμα λόγια διετύπωσεν ἔτι ζῶν, τά ἴδια αὐτά λόγια, τώρα, πού γιά ἐκεῖνον πλέον «τά ἔσοπτρα τοῦ βίου ἐλύθησαν», ἡ ἴδια αὐτή διδασκαλία του, ἀλλοιῶς ἀκούγεται καί μέ ἄλλα πλέον κριτήρια ἀξιολογεῖται καί κατανοεῖται. Τώρα πιά, «τῶν ἐσόπτρων λυθέντων, καθαρῶς ἐποπτεύει τήν Ἁγίαν Τριάδα», μέ ἀποτέλεσμα, ὁ λόγος του νά μήν εἶναι ὁ λόγος κάποιου, πάλαι ποτέ πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου νέου Ὁμολογητοῦ Ἰουστίνου, τοῦ διδάσκοντος πλέον «ὡς ἐξουσίαν ἔχοντος» καί ὄχι ὡς διωκομένου ἐκ τῆς τότε καθηγητικῆς ἕδρας τοῦ ἀθεοκρατούμενου πανεπιστημίου Βελιγραδίου. Ἐκείνου πλέον ἡ ἀναστάσιμη χαρά, τῆς ὁποίας «ἔλαβε πεῖραν», εἶναι «πεπληρωμένη». Γιά μᾶς ὅμως, ἀκόμη, ὄχι. Καί θά περάσουμε, ὁ καθένας μας μέ τόν τρόπο του, τῶν ἀναλογιῶν τηρουμένων βεβαίως, ἀπό κάποια ἐντελῶς προσωπική μας «ἁγιο-ἰουστίνεια» ἐξορία, προσφέροντας, ὅπως κι ἐκεῖνος προσέφερε, μιά ἀγαθή πρόθεση, προαίρεση καί διάθεση στόν Ἀναστάντα Χριστόν. Αὐτό ἄλλωστε μόνο περνάει ἀπό τό χέρι μας. Ὅλοι καί ὅλα τά ἄλλα, εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Καί τώρα, ἐν κατακλεῖδι, ἄς λεχθεῖ καί ἕνα μυστικό. Ὁ παρών λόγος τοῦ Ἁγίου μεταφράστηκε στά Ἑλληνικά ἀπό τό πνευματικό τέκνο τοῦ  Ἱεροῦ Πατρός, μακαριστόν πλέον Ἐπίσκοπον Ζαχουμίου καί Ἑρζεγοβίνης τῆς Σερβικῆς  Ἐκκλησίας, ἀείμνηστον Ἀθανάσιον Γιέφτιτς. Ἴσως, δέν θά μποροῦσε νά βρεθεῖ καλύτερος μεταφραστής. Ὄχι τόσον διότι μιλοῦσε κι ἐγνώριζε τά Ἑλληνικά καλύτερα ἀπ’ τά Σερβικά, ὅσον διότι ἐβίωσε ἐμπόνως, στήν δική του μαρτυρική πορεία, τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γέροντός του, «βαστάζων τά στίγματα» αὐτοῦ ποικιλοτρόπως. Κι ἄν νομίζετε ὅτι ὑπερβάλλω, ἄς σᾶς διαβεβαιώσει σχετικῶς ὁ σεβαστός μας πατήρ Βασίλειος Βολουδάκης.

Σ’ αὐτόν ἄλλωστε, ἀκροτελευτίως, ἀφιεροῦται ἡ παροῦσα πενιχρά γραφή, ὡς ἐπετειακή ἀνάμνηση γιά τήν συμπλήρωση σαράντα πέντε (45) ἐτῶν ἀπό τήν (εἰς τόν Ναό μας) χειροτονία του εἰς Πρεσβύτερον (Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ, 1978), μετά ἀπό 7ετῆ Διακονία του. Ἄξιος!

Καί (κατά τόν Ἅγιον Ἰουστῖνον) «πάλιν καί πολλάκις καί ἀναρίθμητες φορές: Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!».

Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

 

Μοναχός Νεκτάριος

Χιλανδαρινόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη- Καρυαί Ἁγίου Ὄρους

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 249

Μάϊος 2023