Ἡ φιλοσοφία τῆς εἰδωλολατρείας

Ἡ φιλοσοφία τῆς εἰδωλολατρείας

 

Στόν βίο τοῦ ἁγίου Πορφυρίου Γάζης, ὅπως αὐτός γράφηκε ἀπό τόν µαθητή καί ἀκόλουθό του διάκονο Μάρκο, περιλαµβάνεται καί ἡ ἑξῆς διήγηση: Ὅταν ὁ ἅγιος µέ τή συνοδεία του κατέπλευσαν «εἰς τό παράλιον µέρος τῶν Γαζαίων, ὅ καλοῦσιν Μαϊουµᾶν» καί, ἀφοῦ εἰσῆλθαν «εἰς τήν πόλιν περί τό καλούµενον τετράµφοδον», εἶδαν µιά στήλη ἀπό µάρµαρο, τοποθετηµένη ἐπάνω σε βωµό λίθινο καί ἔχουσα τό ἐκτύπωµα τῆς Ἀφροδίτης. Τό ἄγαλµα αὐτό τό τιµοῦσαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης καί περισσότερο οἱ γυναῖκες πού ἄναβαν λύχνους καί θυµίαζαν µέ λιβάνι. Ὅπως µᾶς ἀναφέρει ὁ διάκονος Μάρκος, ἐπικαλούµενος τή µαρτυρία ὅσων ἀργότερα «ἀπεστράφησαν τήν πλάνην καί ἐπέγνωσαν τήν ἀλήθειαν», διαφηµιζόταν ὅτι ἡ στήλη αὐτή τῆς Ἀφροδίτης ἔδιδε χρησµούς «κατ’ ὄναρ» σέ ἐκεῖνες πού ἐπιζητοῦσαν νά ὑπανδρευθοῦν, ἀλλά τά συνοικέσια τά ὁποῖα «ἐνέκρινε» τρόπον τινά «ὁ δαίµων» τῆς στήλης ἀπετύγχαναν καί εἴτε κατέληγαν σέ διαζύγια, εἴτε σέ δυστυχεῖς γάµους. Ὁ διάκονος Μάρκος παρεµβάλλει τό ρητό σχόλιο ὅτι αὐτό ἦταν ἀναµενόµενο, ἀφοῦ «τοιοῦτοι τυγχάνουσιν οἱ δαίµονες εἰς τό ἀπατᾶν καί µηδόλως τό ἀληθές λέγειν» καί ἐν συνεχείᾳ, ἐπανερχόµενος στή διήγησή του, ἐξιστορεῖ ὅτι «ὡς ἐφθάσαµεν εἰς τόν τόπον, ἔνθα ὑπῆρχεν τό εἰρηµένον εἴδωλον τῆς Ἀφροδίτης, ἐβάσταζον δέ οἱ  Χριστιανοί τό Τίµιον Ξύλον τοῦ Χριστοῦ, τοὐτέστιν τόν τύπον τοῦ Σταυροῦ, ἑωρακώς ὁ ἐνοικῶν δαίµων ἐν τῇ στήλῃ, µή φέρων ἰδεῖν τό φοβερόν σηµεῖον, ἐξελθών ἐκ τοῦ µαρµάρου µετά ἀταξίας πολλῆς, ἔρριψεν αὐτήν τήν στήλην καί συνέκλασεν αὐτήν εἰς πολλά κλάσµατα».

Ἀνάλογα περιστατικά ἀναµέτρησης τῆς ἀκαταµάχητης δύναµης τοῦ Σταυροῦ µέ τά σαθρά καί ἀσθενῆ εἴδωλα ἀπαντῶνται καί σέ ἄλλους βίους Ἁγίων, πού ἔζησαν τούς πρώτους αἰῶνες µετά Χριστόν, ὅταν ἡ πίστη στούς ἀρχαίους θεούς καί στή δύναµη τῶν εἰδώλων ἦταν ἀκόµη ἀκµαία, ἔστω καί ἄν βαθµιαῖα ἐξασθενοῦσε. Κοινό χαρακτηριστικό τῶν σχετικῶν διηγήσεων εἶναι ὅτι παρουσιάζουν τήν ἀναµέτρηση αὐτή ὡς σύγκρουση µεταξύ ζωντανῶν καί ἐνεργῶν, ἔστω καί ἀσυγκρίτως ἀνίσων, δυνάµεων: Ἀπό τή µιά πλευρά τῆς ἀντιπαράθεσης εὑρισκόταν ἡ δύναµις τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀσθενής µέν, ἀλλά πάντως πραγµατική, δύναµη τῶν ἀρχαίων θεῶν καί τῶν δαιµόνων. Οἱ τελευταῖοι, χαρακτηριστικά, παρουσιάζονται νά ἐνοικοῦν εἴτε σέ ὑλικά ὁµοιώµατα, ὅπως ἐν προκειµένῳ στή µαρµάρινη ἀποτύπωση τῆς µορφῆς τῆς Ἀφροδίτης, εἴτε σέ εἰδωλολατρικούς ναούς, εἴτε καί σέ ἄλλους εἰδικούς τόπους (π.χ. πηγές), ὑπαγοµένους τρόπον τινά στήν τοπική δικαιοδοσία τους ἤ ἀκόµη καί σέ «ἐνθουσιῶντες» ἀνθρώπους.

Ἡ πυκνοκατοίκηση αὐτή τοῦ κόσµου ἀπό θεούς καί δαίµονες προβάλλεται στίς διηγήσεις αὐτές ὡς ἕνα αὐταπόδεικτο πραγµατικό γεγονός, γιά τό ὁποῖο, συνεπῶς, δέν δίδονται καθόλου ἐξηγήσεις. Ὁ παράδοξος γιά ἐµᾶς τούς συγχρόνους ἰσχυρισµός αὐτός παρουσιάζεται, δηλαδή, ὡς ἕνα φαινόµενο, πού γιά τήν ἐποχή ἐκείνη ἐθεωρεῖτο κάτι τό δεδοµένο καί πανθοµολογούµενο. Γιά παράδειγµα, ὁ διάκονος Μάρκος, ἐνῷ παρεκβαίνει σκοπίµως ἀπό τή διήγηση γιά νά ἐπιστήσει τήν προσοχή τῶν ἀναγνωστῶν του εἰδικῶς στό ὅτι οἱ δαίµονες δέν λένε τήν ἀλήθεια, ἀλλά ἐξαπατοῦν, δέν θεωρεῖ καθόλου ἀναγκαῖο νά προβάλει κάποιο ἐπιχείρηµα γιά νά τούς πείσει γιά τήν ὕπαρξή τους. Αὐτό δέ πού, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς σχετικές διηγήσεις, ἦταν τό πραγµατικά ἄξιο ἰδιαίτερης καί µάλιστα θριαµβολογικῆς προβολῆς ἦταν τό «καινόν» γεγονός τῆς ἐµφάνισης µιᾶς νέας διαφορετικῆς δυνάµεως µπροστά στήν θέα -καί µόνο- τῆς ὁποίας τά εἴδωλα, µέ τήν ὅποια δύναµίν τους, συντρίβονταν. Ἡ δέ αὐτοσυντριβή αὐτή τῶν εἰδώλων µπροστά στήν ὑπέρτερη δύναµη τοῦ Σταυροῦ ἤ τῆς προσευχῆς ἑνός Ἁγίου ἦταν τόσο πρωτόγνωρη καί ἀναµφισβήτητη, ὥστε ἀποκτοῦσε στά µάτια τῶν αὐτοπτῶν µαρτύρων τῶν συµβάντων αὐτῶν ἀκαταµάχητη ἀποδεικτική ἰσχύ γιά τήν ἀλήθεια τῆς νέας θρησκείας. Ὁ διάκονος Μάρκος θά µᾶς πληροφορήσει, στό πλαίσιο τῆς ἐν λόγῳ ἀφήγησής του, ὅτι «πολλοί τῶν Ἑλλήνων θεασάµενοι τό σηµεῖον τό γενόµενον ἐπίστευσαν καί συµµιγέντες τοῖς λαϊκοῖς συνεισῆλθον αὐτοῖς εἰς τήν ἐκκλησίαν τήν ἐπώνυµον Εἰρήνην».

Εἶναι ἀληθές ὅτι ὅσο πανταχοῦ παροῦσα καί ἀναντίρρητη ἦταν γιά τούς ἀνθρώπους τῶν αἰώνων τῆς εἰδωλολατρείας ἡ δύναµη τῶν εἰδώλων, ἄλλο τόσο ξενίζει καί προξενεῖ τή δυσπιστία τῶν ἀνθρώπων τῶν νεώτερων χρόνων, πού ἐπωφελήθηκαν, χωρίς νά ἔχουν ἐπίγνωση τῆς εὐεργεσίας πού δέχθηκαν, ἀπό τήν «ἀπο-µάγευση τοῦ κόσµου», τήν ὁποία ἐπετέλεσε ἡ «ὡς κόκκος σινάπεως πίστις» πού ἔχει τή δύναµιν νά «ἐκβάλλει τά δαιµόνια» (Κατά Ματθαῖον, ιζ, 14-23). Σέ αὐτό συνέβαλε ὄχι µόνο ἡ ἁπλή ἄγνοια τῶν προσώπων καί τῶν πραγµάτων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά, ἀκόµη περισσότερο, ἡ ἐπιλεκτική σέ βαθµό διαστρέβλωσης  παρουσίαση τῶν αἰώνων τῆς εἰδωλολατρίας ἀπό τούς νεώτερους στοχαστές καί ἱστορικούς καί µάλιστα, ὅσον ἀφορᾶ εἰδικῶς ἐµᾶς τούς Ἕλληνες, τῆς Ἑλληνικῆς εἰδωλολατρίας. Ἔτσι, ἡ ἰδέα πού ἀποκτᾶ ὁ µέσος Ἕλληνας ἀπό τή φοίτησή του στό σχολεῖο εἶναι ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐπινόησαν τή δηµοκρατία καί τή φιλοσοφία καί ἔθεσαν τίς ἀρχές τῆς ἐπιστήµης µέ τήν ἀνεξάρτητη χρήση τῆς λογικῆς. Στό πλαίσιο τῆς παρουσίασης αὐτῆς δίδεται ἰδιαίτερη ἔµφαση στό γεγονός ὅτι ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ἐπιχείρησαν νά δώσουν µιά φυσιοκρατική/ὀρθολογική ἐξήγηση τῆς δηµιουργίας τοῦ κόσµου, ἀνάγοντάς την σέ ἕνα πρωταρχικό φυσικό στοιχεῖο, ὅπως τό νερό ἤ τά ἄτοµα. Ὅµως ἀποσιωπῶνται πλήρως, ἤ δέν ἀξιολογοῦνται κατά τήν ἀληθῆ σηµασία τους, φιλοσοφικοί ἰσχυρισµοί, περιστατικά καί διηγήσεις πού ἀποτελοῦσαν, ὅµως, κοινούς τόπους τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ὅπως ὅτι φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πυθαγόρας, ὁ Πλάτων καί ὁ Δηµόκριτος εἶχαν µυηθεῖ σέ µακρόχρονα ταξίδια τους στήν Αἴγυπτο στά (δῆθεν) «ἱερά γράµµατα» καί ὅτι γενικότερα «ἡ Αἴγυπτος» µέ τήν «ἀρχαία» καί «ἱερή» σοφία της ἀποτελοῦσε τόν γνώµονα, τόν ὁποῖο ἀναγνώριζαν γενικῶς πώς ὤφειλαν νά ἀκολουθοῦν οἱ Ἕλληνες σοφοί, παρά τίς κατά καιρούς καινοτοµίες καί ἀποκλίσεις τους ἀπό αὐτόν. Τό ἀποτέλεσµα εἶναι νά µήν ἀποκτοῦµε πιστή γνώση τῆς φυσιογνωµίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σέ ὅλες της τίς διαστάσεις, ἀλλά νά δηµιουργοῦµε µιά εἰκόνα τῆς ἀρχαιότητας καί τῆς «κατειδώλου» ἀρχαίας Ἑλλάδας εἰδικότερα, πού ἀποτελεῖ, στήν πραγµατικότητα, προβολή τοῦ ἐλευθεριάζοντος καί ἐκκοσµικευµένου ἑαυτοῦ µας ἐπάνω στούς ἀρχαίους.

Ὅπως, ὅµως, ἐπισηµαίνουν οἱ εἰδικοί, κατά τούς πρώτους αἰῶνες µετά τόν Χριστό ὁλοκληρώθηκε, στό πλαίσιο τῆς νεοπλατωνικῆς παράδοσης, ἡ ἀφοµοίωση τῆς φιλοσοφίας ἀπό τή «θεουργία» καί τή «γοητεία» ἤ «µαγεία», ἀκολουθώντας τήν βαθύτερη τάση τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐκδηλώθηκε ὁ ἐγγενής θεολογικός χαρακτήρας τῆς φιλοσοφίας, καί µάλιστα µέ τρόπο ἀπαραγνώριστο, ὥστε νά µήν εἶναι δυνατόν πλέον νά προβάλλεται ὁ σαθρός ἰσχυρισµός ὅτι δῆθεν ἡ φιλοσοφία ἔχει ὁδηγό της τόν Λόγο, σέ ἀντίθεση µέ τή θρησκεία πού –δῆθεν– ἀκολουθεῖ τόν Μύθο.

Δέν εἶναι βέβαιο ποιά εἶναι ἡ ἀκριβής σηµασία τοῦ ὅρου «θεουργία», ἑνός ὅρου, πού εἶναι πιά σχεδόν ἄγνωστος σήµερα, ἐνῷ τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν πασίγνωστος. Γιά κάποιους ὁ ὅρος πρέπει νά  ἑρµηνευθεῖ ὡς τό ἔργο τῶν θεῶν (γενική ὑποκειµενική). Γιά ἄλλους, ἡ θεουργία εἶναι ἡ τελετουργία ἐκείνη πού ἔχει ὡς σκοπό της νά χειραγωγήσει καί τρόπον τινά νά ὑποτάξει, νά «δέσει» τούς θεούς στό θέληµα τοῦ θεουργοῦ. Κατά τήν ἑρµηνεία αὐτή, ἡ λέξη θεουργία ἀναλύεται στή φράση «ἔργον ἐπί τῶν θεῶν» καί ἀποκτᾶ, ἔτσι, τήν δυσώνυµη ἔννοια τῆς γοητείας καί τῆς µαγείας. Χρήσιµες εἶναι οἱ διακρίσεις, πού κάνει σχετικά στό ἔργο του «Ἡ Πολιτεία τοῦ Θεοῦ» ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστόν, εἶχε γνωρίσει «ἀπό µέσα» τόν Νεοπλατωνισµό καί, ἑποµένως, ἡ µαρτυρία του ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία («Πολιτεία τοῦ Θεοῦ», Βιβλίο I,θ κ.ε.).

Ὅπως θά ὑποστηρίξει ὁ κατ’ ἐξοχήν ἀπολογητής τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρείας «θεῖος» καί «µέγας» Ἰάµβλιχος (245-325 µ.Χ.), πού κατά τούς πολυάριθµους θαυµαστές του, µεταξύ τῶν ὁποίων ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, σχεδόν ὑπερέβη κατά τή σοφία τόν ἴδιον τόν Πλάτωνα, οἱ τελετές τῆς θεουργίας χορηγοῦν στόν θεουργό τήν «ἔξωθεν» (=ἄνωθεν, ἀπό τούς θεούς) ἐπερχοµένη δύναµη νά ἑνώνεται µέ τούς θεούς µέσῳ τῆς προφορᾶς «ἀσήµων ὀνοµάτων» (=συµβολικῶν λέξεων χωρίς φανερή σηµασία) καί τῆς τελετουργικῆς χρήσης ὑλικῶν ἀντικειµένων, ὅπως ἀγαλµάτων ἤ ἀκόµη µελωδιῶν, ἤχων ἤ ἀριθµῶν, τά ὁποῖα εἶναι ἔµπλεα θεῶν («συνθήµατα»), ἀφοῦ, κατ’ αὐτόν, οἱ θεοί δέν κατοικοῦν µόνο στόν οὐρανό, ἀλλά σέ ὅλον τόν «µαγευµένο» κόσµο πού συνιστᾶ σέ κάθε του διάσταση «θεοφάνεια». Ἡ λατρευτική αὐτή µέθοδος, ἀφοῦ πρῶτα «συνάψει» τήν ψυχή χωριστά µέ «τάς µοίρας τοῦ παντός» (=ἐπιµέρους πράγµατα τοῦ κόσµου), τελικῶς, θά τήν «προσαγάγη» καί θά τήν «παρακαταθέσει» στόν «ὅλον δηµιουργόν», τοποθετώντας την «ἐκτός πάσης ὕλης» καί συνενώνοντάς την ἀποκλειστικά µέ τόν «ἀΐδιον λόγον»  (Ἰαµβλίχου, «Περί τῶν Αἰγυπτίων µυστηρίων», Χ, 6). Γιά τήν ἄνοδο αὐτή τῆς ψυχῆς µέσῳ τῆς χρήσης τῶν  µερῶν τοῦ κόσµου, πού ἔχουν οἰκειότητα καί συγγένεια («συµπάθειαν») µέ τούς ἀντιστοιχοῦντες σέ αὐτά «θεούς» καί «δαίµονες» (οἱ τελευταῖοι θεωρεῖται ὅτι συνενώνουν τήν ψυχή µέ τό σῶµα της καί τόν τόπο του καί ἐκλαµβάνονται ὡς εὐεργετικές δυνάµεις), εἶναι ἀπαραίτητη ἡ βοήθεια τῶν τελευταίων, ἀφοῦ ἡ ψυχή µόνη της καί ἀφηµένη στίς δικές της δυνάµεις δέν µπορεῖ νά ἐπιτύχει σταδιακά τήν ἐπιζητουµένη «κάθαρσιν», «ἀπόλυσιν» (=ἀπελευθέρωση) καί «σωτηρίαν» της. Ὁ Ἰάµβλιχος, στό προαναφερθέν βιβλίο του ἀναφέρεται, µεταξύ ἄλλων, καί στά εἴδη τῆς «θείας κατοκωχῆς» (=τῆς καταληψίας ἀπό τούς θεούς) καί ἰσχυρίζεται ὅτι τό «κατιόν πνεῦµα» (=τό κατερχόµενο πνεῦµα) γίνεται ἀντιληπτό µέ τά µάτια τοῦ θεαγωγοῦντος (=ἐκείνου πού τό καλεῖ) κατά τό µέγεθός του καί κατά τό χαρακτήρα του («ὅσον τε ἐστι καί οἷον τε ἐστι»), ἐνῶ τό βλέπει ὡς πῦρ καί ἐκεῖνος πού τό δέχεται µέσα του, κατά τήν λεγόµενη «εἴσκρισιν». Ὡς µέγιστο δέ τεκµήριό του ὅτι ὁ δεχόµενος αὐτό τό πνεῦµα δέν ζεῖ πλέον µέ τίς δικές του, ἀνθρώπινες καί µόνο, δυνάµεις, ἀναφέρει τό γεγονός ὅτι πολλοί, ὄντες σέ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς κατοκωχῆς, δέν καίγονται ἀπό τή φωτιά, ἐνῶ ἄλλοι δέν τήν αἰσθάνονται καθόλου.

Πρέπει νά σηµειωθεῖ ὅτι γιά τόν Ἰάµβλιχο, ἄν καί τελικός σκοπός εἶναι ἡ ἄνοδος τῆς ψυχῆς «ἐκτός πάσης ὕλης», εἶναι, ὅµως, ἐπιτρεπτή ἡ χρήση «οἰκείας πρός τούς θεούς» ὕλης κατά τίς τελετές τῆς θεουργίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ὕλη αὐτή εἶναι κατάλληλη γιά τίς «ἱερουργίες τῶν θυσιῶν», τήν «οἰκοδόµηση θεῶν» (=ἀνέγερση ναῶν, ὅπου κατοικοῦν οἱ θεοί) καί γιά τήν «καθίδρυσιν ἀγαλµάτων». Ἡ τελευταία αὐτή «τελεστική» τέχνη ἀποτελοῦσε µιά καθολικῶς καθιερωµένη πρακτική τῆς θεουργίας, συνισταµένη ἀπό τελετές, πού ἀποσκοποῦσαν στό νά καταστήσουν τό ἄγαλµα τῆς κάθε θεότητας, καί ἰδίως ἐκεῖνο τῆς θεᾶς Ἑκάτης, ἱκανό νά δεχθεῖ τό θεῖο φῶς, νά τό ζωοποιήσουν καί νά τοῦ προσδώσουν τήν ἱκανότητα νά ἀνακοινώνει χρησµούς. Στήν τέχνη αὐτή, µάλιστα,  ἰδιαιτέρως διακρίθηκε ὁ διδάσκαλος καί µυσταγωγός τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, Μάξιµος ὁ Ἐφέσιος, ὁ ὁποῖος ἦταν µαθητής ἑνός µαθητή τοῦ Ἰαµβλίχου. Γενικῶς δέ, ἡ θεουργία ἀναζητοῦσε τίς «προσφόρους ὑποδοχάς» γιά κάθε θεόν καί συνέπλεκε «λίθους, βοτάνας, ζῶα, ἀρώµατα καί ἄλλα τοιαῦτα ἱερά καί τέλεια», προκειµένου νά ἀπεργασθεῖ µέ αὐτά «ὁλοτελῆ καί καθαράν ὑποδοχήν» γιά τούς θεούς (Περί Αἰγυπτίων µυστηρίων, V, 2-3).

Ὅσα προαναφέραµε, συνιστοῦν περιορισµένες ἱστορικές πληροφορίες καί νύξεις, πού ἔχουν σκοπό νά δώσουν µιά γενική εἰκόνα γιά τό ἱστορικό καί ἰδεολογικό πλαίσιο µιᾶς ἐποχῆς, κατά τήν ὁποία διεξήχθη ἡ πρώτη φάση τῆς µάχης µεταξύ τῆς παλαιᾶς καί τῆς νέας θρησκείας. Ἴσως, ὅµως, µιά πληροφορία, πού µᾶς δίδει γιά τόν Ἰάµβλιχο ὁ βιογράφος του Εὐνάπιος νά εἶναι ἐξίσου ἀποκαλυπτική. Ὁ Εὐνάπιος, λοιπόν, διηγεῖται ὅτι ὁ Ἰάµβλιχος, ὅταν εὑρέθηκε στήν πόλη τῶν Γαδάρων, ἀνέλκυσε ἀπό δύο πηγές τῆς περιοχῆς δύο «ὄµορφους νέους», τόν Ἔρωτα καί τόν Ἀντέρωτα, πού τόν ἀγκάλιασαν «σάν τόν πραγµατικό τους πατέρα». Ἡ ἀκριβής σηµασία του δέν εἶναι γνωστή, ὅµως, δέν µπορεῖ κανείς νά µήν ἐπισηµάνει τό γεγονός ὅτι τό ‘‘θαῦµα’’ αὐτό ἔλαβε χώρα στήν πόλη ἐκείνη, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας εἶχαν ζητήσει ἀπό τόν Χριστό  –δύο αἰῶνες περίπου πιό πρίν– νά ἀποχωρήσει ἀπό τήν πόλη τους (Κατά Λουκᾶν, 8, 26-39)!...

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 252-253

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2023