Ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ Κράτους

Ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ Κράτους

 

Στίς τελευταῖες δεκαετίες ἔχει εἰσαχθεῖ στήν Ἑλληνική νοµική καί πολιτική ὁρολογία ἡ ἔννοια καί ἡ ἰδέα τοῦ «οὐδετερόθρησκου κράτους». Σύµφωνα µέ αὐτήν, τό Ἑλληνικό κράτος πρέπει νά ἀκολουθήσει τό παράδειγµα τῶν προηγµένων Δυτικῶν κρατῶν, πού ἀναγνωρίζουν καί σέβονται ἐµπράκτως τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα καί ἰδίως τό ἀτοµικό καί συλλογικό δικαίωµα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης καί τῆς ἀνεµπόδιστης ἄσκησης τῆς θρησκευτικῆς λατρείας. Στό πλαίσιο αὐτό, στά σχετικά δηµοσιευόµενα ἄρθρα ἐπισηµαίνονται, συνήθως, κάποια χαρακτηριστικά τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζεται ὅτι «ἐκ πρώτης ὄψεως» καί κατά τό «γράµµα» τους δέν εὐνοοῦν τόν ἰσχυρισµό ὅτι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ἔχει συνταχθεῖ ὡς ἕνα κοσµικό/οὐδετερόθρησκο κράτος, ὅπως ἡ ἐπίκληση στήν Ἁγία Τριάδα καί τό ἄρθρο 3 πού ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Κύριον ἡµῶν, Κύριο, δηλαδή, καί τῶν ὀργάνων τῆς Πολιτείας. Ὅµως, αὐτό πού προτείνεται ἐν συνεχείᾳ εἶναι, κατ’ οὐσίαν, νά παραγνωρισθεῖ ἡ γραµµατική διατύπωση τῶν στοιχείων αὐτῶν τοῦ Συντάγµατος καί νά µεθερµηνευθοῦν, ἤτοι ἐν τοῖς πράγµασι νά ἐξουδετερωθοῦν διά τῆς (παρ)ερµηνείας, προκειµένου νά µήν ὑπάρχει πλέον καµία ἀµφιβολία πώς ἡ Ἑλληνική Πολιτεία δέν ὑστερεῖ ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, συγκρινόµενη µέ τά ἐκσυγχρονισµένα καί ἐκκοσµικευµένα Δυτικά κράτη! Διαβάζουµε, γιά παράδειγµα, σέ ἕνα σχετικό ἄρθρο ἑνός σύγχρονου συνταγµατολόγου τίς ἑξῆς φράσεις πού καταγράφουν τή στάση αὐτή: «Δέν χρειάζεται γιά τό λόγο αὐτό νά γίνει ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγµατος. Ἀρκεῖ µιά σύγχρονη µέ βάση τίς θεµελιώδεις ἀρχές του ἑρµηνεία του. Τά Ἑλληνικά συντάγµατα καί ἡ συνταγµατική ὀργάνωση τοῦ κράτους δέν ὑστερεῖ θεσµικά σέ σχέση µέ τά ἄλλα συντάγµατα τῆς Εὐρώπης». Στίς λίγες αὐτές φράσεις συµπυκνώνεται, ὅπως νοµίζουµε, µιά νοοτροπία, ἡ ὁποία, στό ὄνοµα τῆς προστασίας ἀτοµικῶν δικαιωµάτων καί ἀρχῶν, προτείνει, στήν οὐσία, τήν καταστρατήγηση τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγµατος περί ἀναθεώρησης του, γιά τήν ὁποία, ὅµως, προβλέπονται ρητῶς συγκεκριµένα οὐσιαστικά καί διαδικαστικά ὅρια. (βλ. ἄρθρο 110 τοῦ Συντάγµατος). Προτείνει, δηλαδή, οὐσιαστικά τόν σφετερισµό τῆς ἀναθεωρητικῆς ἐξουσίας ἀπό τά προβλεπόµενα κατεστηµένα ὄργανα καί, µάλιστα, ἀπό τό ἐκλογικό σῶµα καί τήν ἀνάθεσή της σέ ἀναρµόδιους, ἀλλά ‘‘φωτισµένους’’ εἰδικούς! Διότι ποιοί θά εἶναι αὐτοί πού θά ἀναλάβουν τήν ἰδιότυπη αὐτή ‘‘ἑρµηνεία’’ τῶν ‘‘ἐνοχλητικῶν’’ καί ‘‘ἀνοικονόµητων’’ ἄρθρων τοῦ Συντάγµατος, ἄν ὄχι κάποιοι εἰδικοί συνταγµατολόγοι ἤ ἴσως καί δικαστές µέ ἀκτιβιστική νοοτροπία; Δέν εἶναι, ἀκόµη, τυχαία ἡ προσθήκη τοῦ ἰσχυρισµοῦ ὅτι «τά Ἑλληνικά συντάγµατα καί ἡ συνταγµατική ὀργάνωση τοῦ κράτους δέν ὑστερεῖ θεσµικά σέ σχέση µέ τά ἄλλα συντάγµατα τῆς Εὐρώπης», ἀλλά, ὅπως νοµίζουµε, ἐκφράζει τήν ἀγωνία τοῦ συγγραφέα νά ἀποδείξει ὅτι ἡ Ἑλληνική πολιτεία δέν εἶναι «καθυστερηµένη» καί «παραδοσιοκρατική», ἀλλά ὅτι «κατά βάθος» καί «κατ’ οὐσίαν» εἶναι ἤδη ἐκσυγχρονισµένη καί ἐκκοσµικευµένη, ὅπως τά «πρότυπα» Δυτικά κράτη.

Θά µποροῦσαν, ἴσως, νά παρατηρηθοῦν πολλά καί ἀπό διάφορες πλευρές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, λογικές κλ.π., γιά τή νοοτροπία αὐτή. Ἐδῶ, ὅµως, θά σταθοῦµε σέ µιά βασική πτυχή τοῦ ὅλου ζητήµατος τῆς προσαρµογῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους στό Δυτικό πρότυπο κρατικῆς ὀργάνωσης, ἡ ὁποία µάλιστα ἐκλαµβάνεται ἀδιερώτητα ὡς δεδοµένη καί αὐτονόητη, χωρίς καθόλου νά εἶναι τέτοια.

Συνήθως, δηλαδή, ὅσοι ἀσχολοῦνται µέ τό ζήτηµα αὐτό θεωροῦν δεδοµένο ὅτι τά προηγµένα Δυτικά κράτη εἶναι ἐκκοσµικευµένα, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἔχουν ἐπιτύχει νά ἐπιβάλλουν στή συνείδηση τῶν ὑπηκόων τους ἕναν ἐννοιολογικό ὁρισµό –καί ἄρα πραγµατικό περιορισµό- τῆς θρησκείας καί τοῦ θρησκευτικοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος τά παραµερίζει στήν λεγόµενη «ἰδιωτική σφαῖρα» καί τά ἀποκλείει ἀπό τή «δηµόσια». Ὁ θρησκευτικός Λόγος θεωρεῖται «ἐξ ὁρισµοῦ» µερικός καί µεροληπτικός, ἐµπαθής, συναισθηµατικός καί ἐπικίνδυνος (!), ἐνῶ, ἐξ ἀντιδιαστολῆς, ὁ ἐκκοσµικευµένος ἤ κοσµικός Λόγος (Secular Reason) ἐκτιµᾶται ὡς ἀµερόληπτος, νηφάλιος, ἐπιστηµονικός καί µετριοπαθής, ὡς λόγος πού φθάνει ὡς τό βάθος τῆς ἀντικειµενικῆς πραγµατικότητας καί δικαιοῦται ἀπό τό βάθρο του νά ὁρίζει -ἄρα νά περι-ὁρίζει, «νά βάζει στή θέση τους»- ὅλους τούς ἄλλους λόγους καί πρακτικές –ἄρα καί τόν θρησκευτικό λόγο καί τή θρησκευτική πρακτική. Ὡς ἐκ τούτου, τό ἐκκοσµικευµένο κράτος καί τά κρατικά ὄργανα ἐκλαµβάνεται ὅτι ἐνσαρκώνουν τή σοφή καί ἀλάνθαστη τεχνοκρατική ὀρθολογικότητα καί περιβάλλονται µέ τήν αἴγλη τῆς νηφάλιας, ἀντικειµενικῆς καί ὥριµης ἐπιστηµοσύνης, ἐνῷ οἱ θρησκευτικές ὀργανώσεις καί οἱ λειτουργοί τους ἀντιµετωπίζονται ὡς σηµαδεµένες ἀπό τήν ἐµπάθεια, τίς διαστρεβλώσεις τῆς λογικῆς ἀπό τήν µυθολογική τους πίστη, τή µεροληψία καί τή βία.

Ὅµως, εἶναι ἀκριβῶς ἡ νηφάλια καί κριτική ἐξέταση τῶν ζητηµάτων αὐτῶν ἀπό τούς ἱστορικούς καί τούς φιλοσόφους πού καταδεικνύει ὅτι τό ἐκκοσµικευµένο Δυτικό κράτος καί ὁ Secular Reason, πού φαίνεται νά διαπνέει τήν ὀργάνωσή του, εἶναι παραπλανητικά ἰδεολογικά προπετάσµατα πού ὑποκρύπτουν µιά τελείως διαφορετική πραγµατικότητα, τήν πραγµατικότητα τῆς εἰδωλοποίησης τοῦ κράτους! Εἶναι ἀλήθεια ὅτι γιά νά διαβλέψει κανείς τήν πραγµατικότητα αὐτή, πρέπει νά ἔχει ἐξοικειωθεῖ µέ τήν ἱστορία τῆς ἀνάδυσης τοῦ ἀπολυταρχικοῦ κράτους τῶν Νεωτέρων Χρόνων. Ὡς ἐκ τούτου, ὅσοι ἔχουν ἀνατραφεῖ καί ζήσει στή Δύση εἶναι πολύ καλύτερα προετοιµασµένοι νά ἀναγνωρίσουν καί νά χαρακτηρίσουν σωστά καί διεισδυτικά τά σχετικά ἱστορικά φαινόµενα καί ἐξελίξεις, τά ὁποῖα, ἀντιθέτως, εἶναι ἀναµενόµενο νά διαλάθουν τῆς προσοχῆς ἀνθρώπων πού ζοῦν σέ µιά χώρα ἡ ὁποία λόγῳ τῆς µακραίωνης Τουρκοκρατίας εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό τίς ἐξελίξεις, πού ἔλαβαν χώρα στή Δύση, ἐνῷ µετά τήν ἀπελευθέρωσή της παρακολούθησε αὐτές τίς ἐξελίξεις µέ τρόπο παραµορφωτικό καί ἀναφοµοίωτο.

Ὁ ἱστορικός John Bossy, γιά παράδειγµα, στό βιβλίο τοῦ «Christianity in the West, 1400-1700» (Ὀxford University Press, 1985) δίνει ἕναν ἀποκαλυπτικό, κατά τή γνώµη µας, χαρακτηρισµό στό Νεώτερο αὐτό ἱστορικό φαινόµενο τῆς βαθµιαίας ἀνάδυσης τοῦ Ἀπολυταρχικοῦ Κυρίαρχου Κράτους. Τό χαρακτηρίζει ὡς τό φαινόµενο τῆς «Μετατόπισης τοῦ Ἱεροῦ», «the Migration of the Holy», καί τό περιγράφει ὡς τήν ἱστορική διαδικασία τῆς µετατόπισης τοῦ ἱεροῦ χαρακτῆρα ἀπό τήν Ἐκκλησία στό Κράτος καί τῆς συνακόλουθης «ἁγιοποίησης (canonization) τοῦ κράτους»,πού ἔλαβε χώρα στή Δύση ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί µετά, παρά τίς ἀντιστάσεις κάποιων Ρωµαιοκαθολικῶν. Γιά τόν John Bossy «τό δόγµα τοῦ Λουθήρου γιά τά δύο βασίλεια δηµιούργησε τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ κοινωνικός κόσµος ὑπαγόταν σέ κάθε περίπτωση στή δικαιοδοσία τοῦ διαβόλου καί ὅτι ἐάν ὁ διάβολος ἐπέλεγε, ὅπως θά ἦταν πολύ πιθανόν, νά τόν ἐκπροσωπήσουν (διαβόητοι βασιλεῖς ὅπως) ὁ Ριχάρδος ὁ Γ’ ἢ ὁ Ἑρρῖκος ὁ Η’, οἱ Χριστιανοί θά πρέπει νά τούς ὑποφέρουν µέ ἕνα ἔστω βεβιασµένο χαµόγελο».

Ὅµως, ἀποφασιστική γιά τήν ἱεροποίηση τῆς κρατικῆς κυριαρχίας ἦταν ἡ συµβολή τοῦ Γάλλου πολιτειολόγου J. Bodin (1530-1596), κατά τόν ὁποῖο στήν κεφαλή τοῦ κοινωνικοῦ σώµατος ἵσταται «µιά Κυρίαρχη µεγαλοπρέπεια, ἀπόλυτη, αἰώνια καί ἀπαραβίαστη πού ἐκδίδει ἐξαναγκαστικά διατάγµατα» καί εἶναι στήν πραγµατικότητα «ἱερή», ἐνῷ γίνεται ἀναφορά καί στό βιβλίο «Λεβιάθαν» τοῦ Τ. Hobbes (1588-1679), ὅπου τό κράτος παροµοιάζεται µέ ἕναν «θνητό θεό».

Ὁ θεωρητικός W. Cavanaugh δηµοσίευσε µέ τή σειρά του ἕνα διεισδυτικό καί ἐπίκαιρο βιβλίο µέ τόν τίτλο «Migrations of the Holy» («Migrations of the Holy, God, State and the Political Meaning of the Church», Michigan/Cambridge, U.K. 2011) γιά νά περιγράψει αὐτή τήν ἱστορική διαδικασία τῆς ἱεροποίησης τοῦ κράτους, πού ἔχει ἤδη προχωρήσει πολύ στόν Δυτικό κόσµο καί µάλιστα στίς Η.Π.Α., ὅπου τό πραγµατικό πρόβληµα δέν εἶναι ἡ «ἀπουσία τοῦ Θεοῦ», ἀλλά «ἡ παρουσία τῆς εἰδωλολατρείας, ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Θεοῦ τῆς Βίβλου ἀπό τόν θεό τῆς ἀµερικανικῆς κρατικῆς θρησκείας». Γιά τόν Cavanaugh τό ἔθνος-κράτος ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς εἶναι µιά γελοῖα ἀποµίµηση, µιά παρωδία τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι µᾶς λυτρώνει ἀπό τό κακό τῆς διαίρεσης καί τῆς διχόνοιας µέ τήν ἐπινόηση ἑνός κοινοῦ ἐχθροῦ.

Ὁ Cavanaugh, µεταξύ πολλῶν ἄλλων πού ἀναφέρει, ἐπισηµαίνει κάτι πού πρέπει ἰδιαιτέρως νά προσεχθεῖ. Εἶναι γεγονός, βέβαια, θά µᾶς πεῖ, ὅτι ὁ καθένας ξέρει καί ἀναγνωρίζει µέ τή λογική καί τή συνείδησή του ὅτι τό κράτος δέν εἶναι θεός. Ἐπισηµαίνει, ὅµως, περαιτέρω, µέ ψυχολογική διεισδυτικότητα ὅτι αὐτό πού ἔχει ἀληθινή σηµασία εἶναι ἡ πραγµατική συµπεριφορά ἀπέναντι στό κράτος καί ὄχι οἱ ἐκλογικεύσεις καί οἱ ἐξηγήσεις πού δίνει κανείς στόν ἑαυτό του γιά τήν ἐν τοῖς πράγµασι λατρευτική συµπεριφορά δέους πού ἐπιδεικνύει ἀπέναντι στό κράτος καί στά «θέσφατα» τῶν ἀξιωµατούχων του. Διότι, δέν ὑπάρχει µέν –ἴσως ὄχι ἀκόµη- ἐπίσηµη καί πανηγυρική ἀναγνώριση τοῦ ἱεροῦ χαρακτῆρα τοῦ κράτους, ὅµως, αὐτό εἶναι σύµφωνο µέ τήν ἀρχαία πρακτική, κατά τήν ὁποία ὁ,τιδήποτε ἱερό πρέπει νά µένει ἄρρητο. Μόνο ἔτσι ὁ ἱερός χαρακτῆρας τοῦ κράτους διαφεύγει τῆς συνειδητῆς προσοχῆς τῶν περισσοτέρων καί, συνεπῶς, τά σύµβολα καί τό εἰδικό περιεχόµενο τῆς κρατικῆς θεολογίας δέν γίνονται θέµα ἀντιπαράθεσης, ἀλλά µένουν ἀσυνειδητοποίητα καί ἄρα ἀναµφισβήτητα.

Ὁ Cavanaugh ὑποδεικνύει µέ τά γραπτά του στήν Ἐκκλησία νά ἀναλάβει τό ἐπεῖγον ἔργο τῆς «ἀπο-µυστικοποίησης» (demystification) αὐτοῦ τοῦ τύπου κράτους, τό ὁποῖο ἐπιδιώκει νά ἐµφανίζεται ὡς οὐδετερόθρησκο γιά νά δικαιώσει τήν ἀξίωσή του νά ρυθµίζει τό ἴδιο, ὡς ἄλλος ὑπέρτερος, ἀλλά κρυµµένος «θεός», κάθε ἄλλη πίστη ἢ ἰδεολογία.

Ἔχουµε, ἐξ’ ἄλλου, ἤδη ἀναφερθεῖ στόν John Milbank καί στό πολύ σηµαντικό βιβλίο του µέ τόν τίτλο «Theology and Social Theory» (βλ. τό τεῦχος τοῦ µηνός Μαρτίου 2023 τῆς «Ἐνοριακῆς Εὐλογίας»). Ἐκεῖ ὁ Milbank εἶναι περισσότερο ἀναλυτικός καί προγραµµατικός, ὅσον ἀφορᾶ σ’αὐτό τό ἐπεῖγον ἔργο: ὁ Χριστιανικός Λόγος τῆς θεολογίας πρέπει, κατά τή γνώµη του, νά ἀνακτήσει τήν χαµένη του αὐτοπεποίθηση καί νά διεκδικήσει ξανά τό πρωτεῖο ἀπό τόν νέο «θεό», τόν Secular Reason καί τήν «ἐνσάρκωσή» του στό νέο κράτος. «Τό νά παραιτηθεῖ ἡ θεολογία ἀπό τήν ἀξίωσή της αὐτή, -θά γράψει- τό νά ἐπιτρέπει σέ ἄλλες «λογικές» (discources), ὅπως στίς κοινωνιολογικές ἐπιστῆµες, νά «διαβάσουν» καί νά ἑρµηνεύσουν βαθύτερα τήν πραγµατικότητα («to carry out yet more fundamental readings») θά ἰσοδυναµοῦσε µέ τήν ἀπάρνηση τῆς ἀλήθειας τῆς Θεολογίας. Ἡ λογική τῆς Χριστιανοσύνης περιλαµβάνει ἀναγκαῖα τόν ἰσχυρισµό ὅτι ἡ παρέµβαση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Νύµφης Του, τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἱστορική πορεία εἶναι τό πιό θεµελιακό καί ἀντικειµενικό ἀπό ὅλα τά γεγονότα, τό γεγονός ἐκεῖνο πού θά καταστήσει δυνατή τήν ἑρµηνεία καί τήν ἐξήγηση ὅλων τῶν ἄλλων γεγονότων».

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 254

Ὀκτώβριος 2023