Τί λέει, ἄραγε, ὁ Ἅγιος Δηµήτριος γιά µᾶς;

Ταξίδια στό σήµερα κι’ ἕνα ταξίδι στό χθές...

 

Τί λέει, ἄραγε, ὁ Ἅγιος Δηµήτριος γιά µᾶς;

 

Τό φθινόπωρο ὡρίµασε πιά, ὅπως τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό ἐκτυφλωτικά λευκό, ἔφτασε στό ὁλόχρυσο ἀποκορύφωµα τῆς ὥριµης δόξας του. Ἄλλαξε τό φῶς, ἄλλαξε τό χρῶµα τοῦ οὐρανοῦ, ἄλλαξε τό χρῶµα τῆς θάλασσας. Ἄλλαξε τό χρῶµα τοῦ νεροῦ σέ λίµνες καί ποτάµια, ἄλλαξαν τά δέντρα, ἀπό πράσινα, σέ ὤχρα, σέ πορτοκαλί, ἤ στό βαθυκόκκινο τῆς σιέννας. Καί τά στίφη τῶν βαρβάρων ἐπιδροµέων τοῦ καλοκαιριοῦ, µάζεψαν τό θόρυβό τους καί τή ρύπανσή τους καί ἐπέστρεψαν στίς βάσεις τους. Τά ταξίδια τέλειωσαν. Ὁ χειµώνας δέν ἀργεῖ.

Ὡς ἐδῶ, τίποτα τό παράξενο. Τό παράξενο εἶναι ὅµως, ὅτι οἱ καλοκαιρινοί ταξιδιῶτες ἐπιστρέφουν τό ἴδιο ἀνικανοποίητοι, ὅπως ἔφυγαν. Ἔφυγαν γεµάτοι κούραση καί ἐκνευρισµό, κυνηγῶντας κάτι, µιά ἐπιθυµία, µιά προσδοκία, ἕνα στόχο, µιά ἐλπίδα νά γεµίσουν ἕνα κενό, πού τούς κρατοῦσε σέ διαρκῆ ἀνησυχία. Γύρισαν ἀκριβῶς στήν ἴδια κατάσταση, ἀλλά καί µέ µιά προσθήκη: Τήν ἔνταση τοῦ χρόνου πού χάθηκε σάν ὅσο κρατάει µιά ἀστραπή, χωρίς τήν πλησµονή καί τή γαλήνη τοῦ τέλους µιᾶς γεµάτης µέρας.

Κι ὅµως, οἱ ταξιδιῶτες τοῦ χρόνου µας, ἔχουν ὅλες τίς διευκολύνσεις. Γρήγορους δρόµους, γιά νά ἐκµεταλλευτοῦν τό χρόνο ὅσο γίνεται περισσότερο. Σήραγγες γιά νά γλιτώνουν χιλιόµετρα, περνῶντας µέσα ἀπό βουνά, ἤ τεράστιες κρεµαστές στόν ἀέρα γέφυρες, γιά νά γλιτώνουν τίς πολύωρες φιδογυριστές καταβάσεις σέ πεδιάδες. Δρόµους, πού περνοῦν στή µέση τοῦ πουθενά, δέν βλέπεις χωριά, δέν βλέπεις σπίτια, δέν βλέπεις τίποτα. Ἔχεις ὅµως σταθµούς νά βρεῖς καφέ καί -κυρίως- φαγητό καί νά ξεµουδιάσεις. Νά µήν ξεχάσω ὅτι βρίσκεις καί βιβλία! Λίγα µέν, ἀλλά τήν ἀφρόκρεµα τῆς φτηνιάρικης λαϊκῆς λογοτεχνίας, τῆς προτεινόµενης “γιά τήν παραλία”! Ἀγόρασα καί ἐγώ, µιά “περιπέτεια πού θά σέ ταξιδέψει ἀπό τή Σπάρτη στά Μετέωρα”, µέ τό βλέµµα, βέβαια, τοῦ Ἀµερικανοῦ παντογνώστη συγγραφέα, ὁ ὁποῖος βλέπει τά τρία τέταρτα τοῦ πληθυσµοῦ τῆς Ἑλλάδας ὑπανάπτυκτους καί ἡµιαγράµµατους ἠλίθιους γραφειοκράτες, πού χρειάζονται τόν προσεκτικό χειρισµό ἑνός σχεδόν ἡµίθεου (!) ἀµερικανοῦ ἐκπαιδευτή, γιά νά φτάσουν σέ ἕνα ἐπίπεδο σχεδόν ἴσο µέ αὐτό τοῦ ἐκπαιδευµένου σκύλου. Τό ἄλλο τέταρτο τοῦ πληθυσµοῦ τῆς Ἑλλάδας, µοιράζεται ἀνάµεσα σέ ἀποβλακωµένους ἀγριανθρώπους (τούς µοναχούς τῶν Μετεώρων καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους!) καί σέ αἱµοδιψεῖς ἀποβλακωµένους ἀγριανθρώπους, πού ζοῦν στήν ὀρεινή περιοχή τῆς Σπάρτης, χωρίς φῶς καί τηλέφωνο (σταθερό, βέβαια, γιά κινητό οὔτε λόγος) καί πολεµοῦν µέ σπαθί καί ἀσπίδες, σκοτώνοντας καί ληστεύοντας ἀκόµα καί τούς ἀστυνοµικούς, πού προσπαθοῦν (βλακωδῶς) νά τούς ἐλέγξουν! Καί, γιά νά σᾶς προλάβω, προτοῦ µοῦ δώσετε συγχαρητήρια γιά τήν ἐπιτυχηµένη ἐπιλογή στά βιβλία, σᾶς πληροφορῶ ὅτι τά ἔδινα ἐγώ στόν ἑαυτό µου, σέ ὅλο τό διάστηµα τῆς ἀνάγνωσης τῶν περίπου 500 (!) σελίδων, ἀλλά κυρίως, τή στιγµή πού ἄνοιγα τό καπάκι τοῦ κάδου τῶν σκουπιδιῶν (ὄχι τῆς ἀνακύκλωσης) καί τό πέταγα µέσα, θρηνῶντας τό χαµένο χρόνο µου, πού δέν ἔχω τή δυνατότητα νά τόν πάρω πίσω!

   Αὐτά σάν συµβολή στήν πνευµατική ἀνάταση τῶν ταξιδιωτῶν, ἀλλά καί σάν τήν αἰτία πού ἔφερε στό νοῦ µου ἕνα ἄλλο ταξίδι, µιᾶς ἴδιας καί ἄλλης χρονικῆς στιγµῆς τῆς ἀνθρωπότητας, ἕναν Ὀκτώβριο, περίπου δέκα αἰῶνες (δέν σᾶς λέω χίλια χρόνια, γιά νά µήν σᾶς φανοῦν πολλά) πρίν ἀπό τόν τωρινό!

Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ἦταν καί τότε, ὅπως εἶναι καί τώρα, ὁ ἴδιος πολεµιστής καί µάρτυρας, πού πέρασε ἅπαξ ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία καί ἀπό τόν χρόνο στήν αἰωνιότητα. Καί ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων γιά τό πρόσωπό του, πού τούς ὁδηγοῦσε στό νά προσκυνήσουν στό ναό του, τήν ἡµέρα τῆς γιορτῆς του, ἦταν ἴδια. Ἀλλά καί οἱ προσωπικές ἐπιδιώξεις τοῦ κάθε προσκυνητῆ, πάλι ἴδιες ἦσαν καί τότε καί τώρα. Ὅµως ὁ Ἅγιος, τούς δεχόταν ὅλους, ὅπως µᾶς δέχεται καί τώρα, µέ τήν ἴδια µεγαλόψυχη συγκατάβαση καί ἀνοχή. Καί τότε, λοιπόν, ἕνας ἄνθρωπος, πού ἀγαποῦσε καί τόν ἅγιο καί τά βιβλία, ξεκίνησε ἀπό τήν πόλη του, τήν Κωνσταντινούπολη, νά πάει στή Θεσσαλονίκη, νά προσκυνήσει στό ναό του1.  Καί, ὅταν ἐπέστρεψε πίσω στό σπίτι του, διηγήθηκε τό ταξίδι του στόν φίλο του, ἀκριβῶς ὅπως ἕνα σωρό σηµερινοί νεαροί, θά διηγήθηκαν στούς “κολλητούς” τους, πῶς πέρασαν στίς διακοπές τους. Ὅµως, ἡ διαφορά εἶναι στό «ἀκριβῶς». Γιά τό λόγο αὐτό διάλεξα νά σᾶς µεταφέρω κάποιες πληροφορίες, τόσο ἴδιες, ἀλλά καί τόσο ἀλλιώτικες ἀνάµεσα στίς ἐποχές µας. Διηγεῖται, λοιπόν, ὁ Τιµαρίων, στόν φίλο του Κυδίωνα2:

«Ἦταν δέ ἑορτή τά Δηµήτρια, ὅπως στήν Ἀθήνα τά Παναθήναια καί στούς Μιλησίους τά Πανιώνια* γίνεται δέ ἀπό τούς Μακεδόνες ἡ µέγιστη πανήγυρις. Γιατί συρρέει σέ αὐτήν πολύς λαός, ὄχι µόνο ἀπό κατοίκους τῆς περιοχῆς καί ντόπιους, ἀλλά ἀπό παντοῦ καί ἀπό ὅλες τίς φυλές, ὅσοι βρίσκονταν ἀπό τή Μυσία3, ἄλλα διάφορα γένη ἀπό τόν Δούναβη µέχρι τή  Σκυθία, Ἰταλοί ἀπό τήν Καµπανία, Ἴβηρες, Λυσιτανοί4  καί Κέλτες, πέρα ἀπό τίς Ἄλπεις* µέ λίγα λόγια, οἱ ἀκτές τοῦ ὠκεανοῦ στέλνουν ἱκέτες καί πρεσβευτές στόν µάρτυρα* τόσο πολύ εἶναι ξακουστή ἡ δόξα του στήν Εὐρώπη.

Ἐγώ δέ όντας καί ἀπό τήν µακρινή Καππαδοκία καί χωρίς να γνωρίζω καθόλου τό τί γίνεται, παρά µόνον ἐξ ἀκοῆς, ἤθελα νά δῶ µέ τά µάτια µου ὅλο τό θέαµα καί νά µή χάσω τίποτα, ἀνέβηκα σέ µιά κοντινή στό πανηγύρι βουνοκορφή καί κάθησα βλέποντας τά πάντα, µέ τήν ἡσυχία µου. Ὑπῆρχαν δέ τά ἑξῆς: Σκηνές τῶν ἐµπόρων, στοιχισµένες σέ δυό παράλληλες γραµµές,  µέ εὐρύχωρο κενό ἀνάµεσά τους, γιά νά µποροῦν νά περνοῦν τά πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, ἐνῷ ἦταν τακτοποιηµένες οἱ σκηνές, ἀπό ψηλά παρουσίαζαν ἕνα πολύπλοκο σχῆµα, µέ δροµάκια, πού ἔδειχναν σάν σαρανταποδαρούσα. Καί ἦταν γεµᾶτες αὐτές οἱ σκηνές µέ κάθε εἴδους ἐµπορεύµατα, µέ ὅλων τῶν εἰδῶν τά ὑφάσµατα καί τά νήµατα γιά ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀπό τήν Βοιωτία καί τήν Πελοπόννησο καί ὅσα φέρνουν τά ἑλληνικά πλοῖα ἀπό τήν Ἰταλία. Ἀλλά καί προϊόντα ἀπό τή Φοινίκη καί τήν Αἴγυπτο καί τήν Ἱσπανία καί τά καλύτερα ἔπιπλα ἀπό τίς Ἡράκλειες στῆλες5. Ἀλλά καί ὁ Εὔξεινος στέλνει στό Βυζάντιο6  τά δικά του, πού κοσµοῦν καί αὐτά τό πανηγύρι, ἔτσι ὅπως µεταφέρονται ἀπό ἐκεῖ µέ πολλά ἄλογα καί µουλάρια. Καί αὐτά µέν, κατέβηκα ἀργότερα καί τά εἶδα ἀπό κοντά,  γιά ὅσο διάστηµα δέ ἤµουν στή βουνοκορφή, µοῦ ἐρχόταν νά θαυµάζω τά γένη καί τό πλῆθος τῶν ζώων καί πῶς ἡ ἀνακατεµένη βοή τους ἔφτανε στά αὐτιά µου σάν κάτι τό ἐξαίσιο. Ἄλογα πού χλιµιντρίζουν, βόδια πού µουγκρίζουν, πρόβατα πού βελάζουν, χοῖροι πού γρυλλίζουν  καί σκυλιά πού γαυγίζουν, γιατί καί αὐτά ἀκολουθοῦν τούς κυρίους τους καί γίνονται ἐχθροί ἄλλοτε τῶν λύκων καί ἄλλοτε τῶν κλεπτῶν.

Ἐπειδή ὅλα αὐτά τά εἶδα καί τά θαύµασα καί τα χόρτασα, κατέβηκα πάλι στήν πόλη, σπρωγµένος ἀπό ἔρωτα γιά ἄλλα θεάµατα, δηλαδή τῆς Ἱερῆς Συνάξεως. Γίνεται δέ αὐτή σέ τρεῖς ὁλονύκτιες Ἀγρυπνίες πολλῶν Ἱερέων καί πολλῶν Ἱεροψαλτῶν, χωρισµένων σέ δύο χορούς, πού πληροῦν τήν ὑµνῳδία στόν µάρτυρα. Καί πάνω ἀπό ὅλους αὐτούς στέκεται ὁ Ἀρχιερέας καί ἐπιθεωρεῖ, ὅπως εἶναι πρέπον νά διευθύνει τήν ἑορτή καί νά δίνει ἐντολές γιά τό τί πρέπει νά γίνει. Καί ὅλα αὐτά πρέπει νύχτα µέ φῶς καί λαµπάδες νά τελοῦνται.

“Ἐφάν᾽ ἡ ῥοδοδάκτυλη Ἠώς, τοῦ ὄρθρου κόρη ”7, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Ὅµηρος, ὅταν καταφθάνει στο ναό ὁ ἡγεµόνας τῆς περιοχῆς, προχωρῶντας µέ µεγάλη λαµπρότητα, ἐνῶ πολλοί καβαλλάρηδες καί ὄχι λιγώτεροι πεζοί συγκροτοῦν τήν προσέλευση καί τήν συνοδεία του».

Καί συνεχίζει ὁ Τιµαρίων νά περιγράφει πῶς οἱ ἄνθρωποι ἔξω ἀπό τό ναό, περίµεναν µέ ἀδηµονία τήν ἄφιξη τοῦ ἡγεµόνα, ἐνῷ, µερικοί (τοῦ ἑαυτοῦ του συµπεριλαµβανοµένου), δέν εἶχαν τήν ὑποµονή νά περιµένουν νά πλησιάσει ἡ ἀκολουθία, ἀλλά ἔτρεξαν νά τήν προϋπαντήσουν καί νά ἑνωθοῦν µαζί της, µέ ὅλο τόν ἐνθουσιασµό καί τό παραλήρηµα πού εἶναι γνωστό καί στήν ἐποχή µας, ὅταν παρουσιάζονται οἱ ἀγαπηµένοι στάρ καί τραγουδιστές καί ἠθοποιοί, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία ἐκστασιάζει τούς ὄχλους!

Ἀλλά δέν ἦταν µόνον ὁ ἴδιος ὁ ἡγεµόνας. Ἦταν καί ἡ συνοδεία του, οἱ εὐγενεῖς του, αὐτοί πού προκαλοῦσαν παραλήρηµα θαυµασµοῦ. Ἄνδρες πάνω στήν ἀκµή τους, δυνατοί, ντυµένοι µέ βαρειά, κεντηµένα, µεταξωτά, γιά τήν περιγραφή τῶν ὁποίων δανείζεται καί πάλι ἕναν χαρακτηρισµό ἀπό τήν Ἰλιάδα: «Ἄνδρες µυσταγωγοί καί τρόφιµοι τοῦ Ἐνυάλιου Ἄρη» (ἄνδρες Ἄρεος(sic) Ἐνυαλίοιο µύσται καί τρόφιµοι)! Καί, µέσα σέ ὅλα, ἦσαν καί πανέµορφοι, κατάξανθοι, µέ σγουρά µαλλιά, ὅµοια µέ ὑακίνθους (“οὔλας ἧκε κόµας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁµοίας». Ὀδύσσεια).

Καί τά ἄλογά τους, ὅµως, δέν πήγαιναν πίσω, ἀλλά βάδιζαν γεµᾶτα περηφάνεια, καθαρόαιµα ἀραβικά, ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ θαυµασµοῦ πού προκαλοῦσαν καί, πολύ συχνά, σηκώνονταν στά πίσω τους πόδια, σάν νά ἤθελαν νά πετάξουν πάνω ἀπό τή γῆ!

Δέν θά συνεχίσω τήν ὑπόλοιπη περιγραφή. Μέχρις ἐδῶ εἶναι ἀρκετό γιά νά γίνουν ἀντιληπτές οἱ ἄχρονες ὁµοιότητες τῆς ἀνθρώπινης συµπεριφορᾶς. Ὁ ἐντυπωσιασµός ἀπό τόν πλοῦτο καί τό θέαµα, ὁ θαυµασµός τῆς ὀµορφιᾶς καί τῆς δύναµης, «ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», δέν ἔχουν ἀλλάξει σέ τίποτα. Ἔχει ἀλλάξει ὅµως ἡ ποιότητα. Τίς λογοτεχνικές καί ποιητικές ἀναφορές, ἔχει ἀντικαταστήσει ἡ ἀµάθεια καί ἡ χυδαιότητα!

Πέρα ὅµως, ἀπό τό κάθε τι, θά ἤθελα νά µάθω τί νόηµα ἔχουµε ὅλοι µας, οἱ γιορτές µας, τά πανηγύρια µας, τά πανάκριβα ἄλογα ἤ τά πανάκριβα αὐτοκίνητα καί ὅλη µας ἡ ἀλαζονεία; Τί σχέση ἔχουν τά κεριά µας καί οἱ λαµπάδες µας, οἱ δύο πολυάριθµοι χοροί τῶν ψαλτῶν πού ἀνταγωνίζονται ὁ ἕνας τόν ἄλλον σέ καλλιφωνία; Τί σχέση ἔχουν τά κεντητά καί µεταξωτά καί ἀστραφτερά, ἡ ἐπίδειξη, πού βαφτίζεται µεγαλοπρέπεια, τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά, χθές καί σήµερα τά ἴδια, µέ ἕναν στρατιώτη; Ἕναν στρατιώτη, πού ἔδωσε τήν τελευταία του µάχη ὄρθιος, ἄοπλος καί ἄφοβος, ἀπέναντι στούς ὁπλισµένους µέ λόγχες ἐχθρούς του; Ἕναν στρατιώτη, πού νίκησε ἡττώµενος καί ἔζησε πεθαίνοντας καί βρίσκεται ἀκόµα ἐκεῖ, στό σπίτι του, αἰῶνες καί αἰῶνες καί παρατηρεῖ τίς γενεές νά περνοῦν, µέ τήν ἴδια φασαρία, τήν ἴδια δορυφορία, τήν ἴδια ἔπαρση, τήν ἴδια χαρά καί τίς ἴδιες θλίψεις, τά ἴδια αἰτήµατα, τούς ἴδιους κόπους καί πόνους.

Ποιά νά εἶναι, ἄραγε, ἡ γνώµη τοῦ ἁγίου Δηµητρίου, γιά ὅλους ἐµᾶς;

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 

  1. ΤΙΜΑΡΙΩΝ: ἕνα ταξίδι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στή Θεσσαλονίκη…, Ἐκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ , Θεσσαλονίκη 2001.
  2. Ἡ ἐλεύθερη µετάφραση εἶναι τῆς ἀρθρογράφου ἀπό τό πρωτότυπο κείµενο τῆς ἐκδόσεως
  3. Μυσοί, ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς Μυσίας, χώρας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν, σύµφωνα µέ τον Στράβωνα, ἀπό τή Θράκη
  4. Ἴβηρες καί Λυσιτανοί, περίπου σηµερινοί Ἱσπανοί καί Πορτογάλοι
  5. Τό σηµερινό Γιβραλτάρ.
  6. Βυζάντιο ἦταν µιά ἀκόµη ἐπωνυµία τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀπό τό ὄνοµα τῆς ἀρχαίας πόλης, πού πῆρε τό ὄνοµα τοῦ ἱδρυτῆ της, τοῦ Βύζαντα. Δέν ἦταν τό ὄνοµα τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως δόθηκε περιφρονητικά ἀπό τούς Δυτικούς.
  7. Ἦµος δ᾽ ἡριγένεια Φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς: Ἰλιάς µετ. Ἰάκωβου Πολυλᾶ.

 

Νινέττα Βολουδάκη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 254

Ὀκτώβριος 2023