ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Σᾶς ὑπενθυμίζουμε καί στό τεῦχος αὐτό τά προλογικά, πού ἔχουμε γράψει σέ προηγούμενα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ μας,  ὅτι ἀπό τόν σεβαστόν καί ἀγαπητόν μας π. Νεκτάριον Μπουραζερίτην ἐλάβαμε (βλ.τεῦχος ἀρ. 246) Λειτουργικά καί Τελετουργικά ἐρωτήματα, ἄλλα ἀπό αὐτά σύντομα καί ἄλλα μακροσκελῆ. Ἤδη σέ προηγούμενα τεύχη ἀπαντήσαμε σέ 10 ἐρωτήματά του καί στό τεῦχος αὐτό ἐπιχειροῦμε νά ἀπαντήσουμε στά ἑπόμενα δύο (11 καί 12), ὁλοκληρώνοντας αὐτή τήν σειρά τῶν ἐρωτημάτων του. Ὡστόσο, ὁ π. Νεκτάριος ἐν τῷ μεταξύ μᾶς ἔστειλε καί ἄλλα ἐρωτήματα, ὁπότε ἀπό τό προσεχές τεῦχος θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε καί σ’ αὐτά. Ζητῶ καί πάλι τήν κατανόηση τοῦ π. Νεκταρίου ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀναγνωστῶν μας γιά τήν καθυστέρηση ὁλοκληρώσεως ὅλων τῶν ἐρωτημάτων, δεδομένου ὅτι ἀφ’ ἑνός οἱ ὑποχρεώσεις μᾶς ὁδηγοῦν στά τρέχοντα, πού ἀπαιτοῦν ἄμεση διεκπεραίωση, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἡ ἐπικαιρότητα ἀπαιτεῖ καί ἐκείνη τήν προτεραιότητά της.

Γράφει ὁ π. Νεκτάριος:

 

ΕΡΩΤΗΜΑ 11ο: ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΘΕΣΕ

 Ἡ ἀπορία μου τώρα αὐτή, εἶναι κάτι πού ἄνθρωπος ποτέ δέν σκέφθηκε. Τό πιστεύω ἀκράδαντα καί ἀπόλυτα: Μετά ἀπό δυό-τρεῖς ἐκφωνήσεις, μετά τήν τελείωση τοῦ Καθαγιασμοῦ τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκοῦμε: «Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετά πάντων ὑμῶν». Φυσικά, γιά νά ὑπάρχει τέτοιος λόγος καθιερωμένος, ἐδῶ καί αἰῶνες, στό συγκεκριμένο μάλιστα μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας – στήν τέλεση τῆς ὁποίας τίποτε τό περιττό δέν ὑπάρχει ἐξ ὁρισμοῦ– θά πεῖ ὅτι ἔχει τό δίκιο του.  Ἐγώ ὅμως δέν μπορῶ νά τό καταλάβω. Πρό τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς προηγήθηκε ἡ μεγαλειώδης ἐκφώνηση: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἴη μετά πάντων ὑμῶν». Νομίζω, αὐτή ἡ ἐκφώνηση τά λέει ὅλα, πρό τοῦ Καθαγιασμοῦ μάλιστα. Δέν καταλαβαίνω, γιατί μετά τόν Καθαγιασμό πρέπει νά ξαναπροφερθεῖ αὐτή ἡ ἐκφώνηση καί μάλιστα μέ μία διατύπωση σαφῶς ὑποδεέστερη καί ἀσθενέστερη τῆς πρώτης; Πράγματι, ἡ ἐκφώνηση «καί ἔσται τά ἐλέη…» ἐμπεριέχεται ὁλόκληρη – καί ἐπί τριαδολογικῆς μάλιστα βάσεως – καί μέ πιό πλούσιο περιεχόμενο στήν προηγηθεῖσα ἐκφώνηση «Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…». Πρός τί λοιπόν αὐτή ἡ δευτέρωσις, πιό ἀδυνατισμένη λεκτικῶς καί ἐννοιολογικῶς; Ποῦ, τέλος πάντων, καί πῶς «κολλάει» καί «δένει» μέ τό ἤδη βαρύ, φορτισμένο κλῖμα, τό μετά τόν Καθαγιασμό; Τό νόημα αὐτῆς τῆς ἐκφωνήσεως, εἶναι ἕνα νόημα παντός καιροῦ, θά λέγαμε· κάτι πού, ἄνετα, μποροῦμε νά τό συναντήσουμε σέ ὁποιαδήποτε Ἀκολουθία ἐκτός Θείας Λειτουργίας. Δέν καταλαβαίνω, τί προσθέτει σέ κείνη τή στιγμή τῆς Θείας Λειτουργίας; Τέλος, ὁ ἐπιθετικός προσδιορισμός, τοῦ «μεγάλου» (Θεοῦ), δηλ., λέει ἤ προσθέτει κάτι;

 

ΕΡΩΤΗΜΑ 12ο: ΨΑΛΜΙΚΕΣ & ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΤΑΣΘΑΛΙΕΣ

 Ἄφησα ὡς τελευταία ἐπερώτησή μου, κάτι πού πολύ μέ ἐνοχλεῖ καί μέ μπερδεύει, ὡς ψάλτη κυρίως. Πρόκειται περί ψαλτικῆς καί τυπολογικῆς ἀτασθαλίας – ὅπως τολμῶ νά τήν χαρακτηρίσω – κάτι πού δέν ἔχει ἀπαντηθεῖ μέχρι στιγμῆς ἀπό κανέναν τυπικολόγο ἤ μουσικόν ἤ ἱεροψάλτη. Γι’ αὐτό καί ἐκ προοιμίου, δέν θά ξενισθῶ, ἄν καί ἐσεῖς πάλι δηλώσετε ἀδυναμία ἀπαντήσεως ὅπως καί ὅσοι ἤδη δέν μπόρεσαν νά μοῦ ἀπαντήσουν. Πρόκειται γιά τό περιβόητο θέμα τῶν Καταβασιῶν Ὄρθρων τινων (ὄχι δηλαδή ὅλων τῶν Ὄρθρων, ἀλλά μερικῶν ἐπισήμων). Καί γιά νά μή μακρηγορῶ:  Ἔρχεται ἡ Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ. Βασιλεύει ἀκόμη τό «Χριστός Ἀνέστη». Ἡ ἀπόδοση τοῦ Πάσχα, δέν ἔγινε ἀκόμη. Καί ψάλλουμε Καταβασίες «Τῷ Σωτῆρι Θεῷ», δηλαδή τῆς Ἀναλήψεως. Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ; Στήν Θεία Λειτουργία μάλιστα, στό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας» θά ψάλλουμε κανονικά «Φωτίζου, φωτίζου». Τί γίνεται λοιπόν; Λέγουν κάποιοι:  Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως, ἄν καί Δεσποτική δέν ἔχει οὔτε μία προεόρτιο ἡμέρα (εἰκότως, ἀφοῦ ἡ παραμονή τῆς Ἀναλήψεως, εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ Πάσχα). Ἐλλείψει λοιπόν προεορτίου ἡμέρας, (λέγουν), ἐπιστρατεύονται τρόπον τινά, ὡς προεόρτιο χρῶμα, οἱ Καταβασίες τῆς Ἀναλήψεως· ὄχι μόνο τήν Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ, ἀλλά καί τίς ἑπόμενες δύο ἡμέρες (Δευτέρα καί Τρίτη), ἄν χρειασθεῖ σ’αὐτές νά ψαλλοῦν Καταβασίες, λόγῳ μνήμης μεγάλου-ἑορταζομένου Ἁγίου. Σύμφωνοι! Καί ἀπαντῶ κι ἐγώ, ἀπορῶν: Τότε, γιατί κατ’ αὐτήν ταύτην τήν κυρίαν ἡμέραν, τῆς Πέμπτης τῆς Ἀναλήψεως, δέν ψάλλονται, κατά μείζονα λόγον, οἱ Καταβασίες αὐτές τῆς Ἀναλήψεως; Πράγματι, ὡς γνωστόν, ψάλλονται οἱ Καταβασίες «Θείῳ καλυφθείς», πού ἀναφέρονται στήν – πόρρω ἀκόμη ἀπέχουσαν - ἑορτήν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐνῶ μάλιστα στό «Ἐξαιρέτως» τῆς κυρίας ἡμέρας τῆς Ἀναλήψεως ψάλλεται ἡ Καταβασία «Σέ τήν ὑπέρ νοῦν», ἡ ὁποία ὀργανικῶς καί κανονικῶς ἀνήκει (ὡς ἐννάτη Ὠδή) στίς μή ψαλεῖσες Καταβασίες «Τῷ Σωτῆρι Θεῷ»! Καί ὄχι μόνο στήν κυρία ἡμέρα (Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως), ἀλλά καί στίς ὑπόλοιπες μεθεόρτιες τῆς Ἀναλήψεως ἡμέρες, ὡς καί εἰς τήν ἀπόδοσιν αὐτῆς, πάλι ψάλλονται, ἐάν χρειασθεῖ, καταβασίες «Θείῳ καλυφθείς», δηλ. τῆς Πεντηκοστῆς.

Ἡ ἀνωτέρω ἀτασθαλία, κατά τήν Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως, συνοδεύεται καί ἀπό ἄλλην: Μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ὀρθρινοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀναλήψεως, πρό τῆς χῦμα ἀναγνώσεως τοῦ 50ου (Ν) Ψαλμοῦ, λέμε τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι». Ἔκνοον!  Ἡ ἀπόδοσις τοῦ Πάσχα ἔγινε. Τί δουλειά ἔχει τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ»; Μόνο στούς Ὄρθρους τῶν Κυριακῶν, ἀπό κεῖ καί πέρα, θά λέγεται. Φαντασθεῖτε μάλιστα, ὅτι στίς δύο ἑπόμενες ἡμέρες (Παρασκευή καί Σάββατο) μετά τήν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως δέν ὑπάρχει πλέον τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ»· οὔτε πάλι στήν ἀπόδοση αὐτῆς. Καί ὑπάρχει στήν κύρια ἡμέρα;  Ἔλεος!

Καί, ἑνός κακοῦ δοθέντος, ἕπονται κι ἄλλα: Ἀπό τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων – γενομένης δηλαδή καί τῆς ἀποδόσεως τῆς Πεντηκοστῆς (καί παρεθόντος ἤ καί τοῦ Ψυχοσαββάτου) – ψάλλονται πάλιν, μετά διακοπῆς πολλοῦ χρόνου, οἱ γνωστές Καταβασίες «Ἀνοίξω τό στόμα μου». Στίς 27 Ἰουλίου, ἡμέρα μνήμης τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος (τοῦ «ὡραιοτάτου» κατά τόν μακαριστόν Γέροντα π. Σίμωνα Ἀρβανίτην), οἱ Καταβασίες τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως «Χοροί Ἰσραήλ»· καί στό τελευταῖο Κοντάκιο τῆς Θείας Λειτουργίας, πρό τοῦ Τρισαγίου  Ὕμνου, τό Κοντάκιο τῆς Μεταμορφώσεως, «Ἐπί τοῦ Ὄρους µετεµορφώθης». Καί ἐνῶ ξεκινήσαμε οὕτω προεορτίως τίς Καταβασίες τῆς Μεταμορφώσεως, καί ἐνῶ παρεμβάλλεται ἡ 1η Αὐγούστου, κατά τόν Ὄρθρο τῆς ὁποίας ψάλλουμε εἰκότως τίς σταυρικές Καταβασίες «Σταυρόν χαράξας» (λόγῳ τῆς κατ’ αὐτήν τήν ἡμέραν Προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ), ἔρχεται ἡ κυρία ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως (6η Αὐγούστου)· καί ἀντί νά ψαλλοῦν κατά μείζονα λόγον οἱ Καταβασίες αὐτῆς, «Χοροί Ἰσραήλ», ψάλλουμε πάλι (ὅπως καί στήν 1η Αὐγούστου) «Σταυρόν χαράξας». Γιατί; Καί, προχωρώντας στήν Θεία Λειτουργία, στό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας», ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ψαλεῖ ὁ Εἱρμός «Ὁ τόκος σου ἄφθορος ἐδείχθη», ὁ ὁποῖος –ἄν μή τι ἄλλο– θά ταίριαζε, ὡς ὀργανικῶς συνδεδεμένος μέ τήν νόμιμη τῆς ἡμέρας Καταβασία «Χοροί Ἰσραήλ», ψάλλεται (-ἄκουσον-ἄκουσον!) ἕνα ἁπλό τροπάριο τῆς ἑβδόμης Ὠδῆς τοῦ Κανόνος τῆς ἑορτῆς, τό λέγον «Νῦν τά ἀνήκουστα ἠκούσθη». Ἔκνοον! Πράγματι, νῦν τά ἀνήκουστα ἠκούσθησαν! Καί τί θά ἀκούσουμε ἀκόμα; Τό σλαβικό Τυπικό ἐν προκειμένῳ, ὀρθοπρακτώντας προβλέπει τήν ψαλμώδηση τοῦ ἀνωτέρω σωστοῦ Εἱρμοῦ «Ὁ τόκος σου ἄφθορος ἐδείχθη».

Ἀνατειλάσης τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγούστου), ἕως καί τῆς ἀποδόσεως αὐτῆς, βασιλεύουν οἱ Θεομητορικές Καταβασίες «Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ». Καί ξαναεπανέρχονται μετά πάλιν οἱ Καταβασίες «Σταυρόν χαράξας», μέ μία μόνο ἡμερήσια διακοπή, στίς 31 Αὐγούστου, ὁπότε ψάλλονται – λόγῳ τῆς Ἁγίας Ζώνης – οἱ θεομητορικές γνωστές Καταβασίες «Ἀνοίξω τό στόμα μου», ἐπανερχομένων καί αὖθις, τήν 1η Σεπτεμβρίου καί ἑξῆς, τῶν σταυρικῶν Καταβασιῶν «Σταυρόν χαράξας», οἱ ὁποῖες διαρκοῦν μέχρι τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.   Ἔ, λοιπόν, ὅπως συνέβη μέ τήν περίπτωση τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν, Κοιμήσεως καί Ἁγίας Ζώνης, ὅτε διεκόπησαν οἱ σταυρικές Καταβασίες, διά νά ψαλλοῦν οἱ Θεομητορικές, δέν θά ἔπρεπε νά συμβεῖ τό ἴδιο καί μέ τήν θεομητορική ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου); Γιατί νά ψαλλοῦν οἱ σταυρικές καί ὄχι οἱ θεομητορικές Καταβασίες; Καί μετά τήν ἀπόδοση τοῦ Γενεθλίου, ἄς ἐπανέλθουν πάλιν οἱ σταυρικές Καταβασίες, νομίμως πλέον, μέχρι τήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ. Μπορεῖ μέν, ἡ ἱστορική ἐξέταση τοῦ πράγματος νά δικαιολογεῖ τήν τόσο μακρά διάρκεια τῆς ψαλμωδήσεως τῶν σταυρικῶν Καταβασιῶν (ἀπό 1ης Αὐγούστου), ἀφοῦ ἀπό 1ης Αὐγούστου ἕως 14ης Σεπτεμβρίου διαρκοῦσε ἡ ἀνά τήν Κωνσταντινούπολιν λιτάνευσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, βλέπουμε ὅμως, ὅτι στίς Θεομητορικές ἑορτές (ὅπως προέγραψα) Κοιμήσεως καί Ἁγίας Ζώνης, ψάλλονται Θεομητορικές Καταβασίες. Γιατί ὄχι καί στό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου;

Καί ἐρχόμαστε στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου). Ἀπό τῆς 8ης Νοεμβρίου, ἀρχίζουν οἱ προεόρτιοι ὕμνοι τῶν Εἰσοδίων, μέ τήν Θεομητορική Καταβασία «Ἀνοίξω τό στόμα μου» (μέ τίς γνωστές λεκτικές τροποποιήσεις, πού ταιριάζουν μέ τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων). Καί ὅταν ἀνατείλει ὁ Ὄρθρος τῆς Κυρίας αὐτῆς ἡμέρας, χαιρόμαστε ὅλοι, ἀκούοντες γιά πρώτη φορά τήν Χριστουγεννιάτικη Καταβασία «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε». Γιατί ἄραγε τόσο νωρίς; Δεδομένου μάλιστα ὅτι μέχρι τῆς ἀποδόσεως τῶν Εἰσοδίων βασιλεύει, Ἀπολυτίκιον-Κοντάκιον καί Εἱρμός τοῦ «Ἐξαιρέτως» (στήν κυρία ἡμέρα καί στήν ἀπόδοση) τά τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων καί μόνον ἡ Καταβασία εἶναι Χριστουγεννιάτικη; Θά πρέπει νά παρέλθει ἡ ἀπόδοση τῶν Εἰσοδίων, γιά νά πρωτοακουσθεῖ τό προεόρτιο Χριστουγεννιάτικο Κοντάκιο  «Ἡ Παρθένος σήμερον».

Μέ συγχωρεῖτε πού, μέ ὅλα αὐτά, σᾶς ζάλισα. Ὑπάρχουν, σύμφωνα μέ τίς γνῶμες τῶν Τυπικολόγων κάποιες δικαιολογίες γιά ὅλα αὐτά τά σκαμπανεβάσματα καί ἀνακατώματα τῶν Καταβασιῶν. Τό πιό σπουδαῖο ἐπιχείρημα εἶναι τό ἑξῆς: ὅτι οἱ ὕμνοι αὐτοί πού, ὡς Καταβασίες, δέν ψάλλονται στίς κύριες ἡμέρες τους, ὑπάρχουν ὅμως ὡς Εἱρμοί στούς Κανόνες τῶν Ὄρθρων αὐτῶν τῶν  Ἑορτῶν. Σύμφωνοι. Ἀλλ’ αὐτό τό ἐπιχείρημα, νομίζω, ὅτι δικαιολογεῖ ἴσως αὐτό τό ἀνακάτωμα τῶν Καταβασιῶν, ἀλλά δέν τό δικαιώνει. Καί τοῦτο, διότι ἡ πλειονότητα καί βαρύτητα τῶν Δεσποτικο-Θεομητορικῶν ἑορτῶν: δηλαδή Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ - Χριστουγέννων – Θεοφανείων - Ὑπαπαντῆς – Εὐαγγελισμοῦ - Κυριακῆς Σταυροπροσκυνήσεως – Σαββάτου τοῦ Ἀκαθίστου – Σαββάτου τοῦ Λαζάρου – Κυριακῆς Βαΐων – Πάσχα καί Πεντηκοστῆς καί (τέλος) Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἔχουν νά μᾶς ἐπιδείξουν τούς ἴδιους ὕμνους καί ὡς Εἱρμούς Κανόνων Ὄρθρου καί ὡς Καταβασίες. Γιατί ὄχι καί οἱ ἄλλες ἑορτές, δηλαδή Ἀναλήψεως – Μεταμορφώσεως – Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου καί Εἰσοδίων Αὐτῆς, στίς ὁποῖες, ἄλλοι εἶναι οἱ Εἱρμοί τῶν Κανόνων Ὄρθρου καί ἄλλες οἱ Καταβασίες; Μέχρι στιγμῆς, κανείς δέν μοῦ ἀπήντησε. Καί, ὡς ψάλτης, θἄθελα νά ’χα μιά ἀπάντηση. Μακάρι νά βγάζατε ἐσεῖς, πάτερ, κάποια ἄκρη. Ἴσως θά ἦταν καί γιά σᾶς ἐνδιαφέρον. Ἐκεῖ ἄλλωστε «ποντάρω». Δεδομένου μάλιστα, ὅτι προτίθεσθε νά συνεχίσετε τήν καλή προσπάθεια πού ἀρχίσατε, μέ τήν πρό ἐτῶν ἔκδοση τοῦ τελετουργικοῦ σας πονήματος. Γι’ αὐτό καί γιά ὅλα, σᾶς εὐχαριστῶ· ἐκ τῶν προτέρων. Ἐς ἀεί εὐγνώμων!

 

Μετά σεβασμοῦ φιλῶ τό χέρι σας καί ζητῶ τῆν εὐχή σας

 

Μοναχός Νεκτάριος

 Χιλανδαρινόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη

Καρυαί – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ στό 11ο Ἐρώτημα:

 

Πράγματι τό ἐρώτημα αὐτό τοῦ π. Νεκταρίου δέν εἶναι μέν καθόλου συνηθισμένο, ἀλλά δέν εἶναι καί δικαιολογημένο διότι στήν  ἀπάντησή του κρύβεται ἕνα βαθύ Θεολογικό νόημα. Βέβαια, ὁ π. Νεκτάριος παραδέχεται ὅτι δέν κάνει λάθη ἡ Ἐκκλησία διατηρῶντας τόσους αἰῶνες αὐτήν τήν ἐκφώνηση τῆς Θ. Λειτουργίας, ὡστόσο δέν ἐμποδίζεται νά ἐκφράσῃ τήν ἔντονη ἀντίδρασή του στό ἀκατανόητο γι’ αὐτόν νόημά της.

Ὅπως καί νά ἔχῃ, ὅμως, τό πρᾶγμα, ἐμεῖς ὠφελούμεθα ἀπό τό ἐρώτημα αὐτό, γιατί μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία νά διευκρινήσουμε τήν Θεολογική σημασία τῆς ἐκφωνήσεως «Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ µετά πάντων ὑµῶν», ἡ ὁποία –ὅσο τοὐλάχιστον γνωρίζω– δέν ἔχει ὑπομνηματισθεῖ.

Ἡ Θεία Λειτουργία ἀπαρτίζεται, ὡς γνωστόν ἀπό Θεολογικές ἑνότητες, πέραν τοῦ χωρισμοῦ της σέ Θ. Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων καί Θ. Λειτουργία τῶν Πιστῶν. Ἔτσι καί μετά τόν Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων γίνεται μία συνοπτική ὑπενθύμιση τοῦ πῶς Θεοπρεπῶς πρέπει νά προσφέρεται ἡ Θυσία, γιά νά ἀφυπνισθοῦμε πνευματικά καί, κατόπιν, μᾶς προσφέρεται ἡ «Δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος».

Αὐτή ἡ σύνοψη περιέχει: α) Τό «Ἐν πρώτοις µνήσθητι Κύριε τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡµῶν (δεῖνος), ὅν χάρισαι τῆ Ἁγίᾳ Σου Ἐκκλησίᾳ ἐν εἰρήνῃ...», β) τό «Καί δός ἡµῖν Δέσποτα ἐν ἑνί στόµατι καί µιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν καί ἀνυµνεῖν τό πάντιµον καί µεγαλοπρεπές Ὄνοµά Σου...» καί γ) τό «Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ µετά πάντων ὑµῶν». Δηλαδή, ἡ Θυσία μας πρέπει νά προσφέρεται μέ ἑνότητα τῶν Πιστῶν, πού ἐξασφαλίζεται ἀπό τόν ἕνα καί μοναδικό Ἐπίσκοπο κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας, μέ ὁμόνοια ψυχῶν καί Πίστεως γιά νά λάβουμε τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ μας, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς κάθε ἄλλο παρά ‘‘ξεκάρφωτη’’ εἶναι ἡ τελευταία αὐτή ἐκφώνηση, οὔτε περιττή εἶναι. Εἶναι καταληκτική καί μᾶς ἑρμηνεύει μέ τήν ἐπισήμανση-διευκρίνηση «τοῦ Μεγάλου Θεοῦ» ὅτι ἡ Σταυρική Θυσία τοῦ Χριστοῦ μας δέν εἶναι μιά θυσία ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου, ἔστω «κατά χάριν θεοῦ», ἀλλά Θυσία τοῦ «Μεγάλου Θεοῦ», τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπισήμανση «τοῦ Μεγάλου Θεοῦ», πιστεύω ὅτι ἔρχεται σέ ἀντιδιαστολή μέ τό Ἁγιογραφικό «ἐγώ εἶπα θεοί ἐστέ καί υἱοί Ὑψίστου πάντες», τό ἀναφερόμενο σέ ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, τούς μικρούς θεούς, πού ὁ Θεός μας μᾶς ἔχει καταστήσει, κατά τόν Μέγα Βασίλειον, «θεούς κεκελευσµένους»!

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ στό 12ο Ἐρώτημα:

Εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ προσοχή τοῦ ἀγαπητοῦ μας π. Νεκταρίου στά λόγια τῆς Θ. Λατρείας καί ἡ λεπτολόγηση πού κάνει στίς διακυμάνσεις τοῦ Τυπικοῦ, λεπτολογήσεις, πού μᾶς ὑποχρεώνουν νά προβληματισθοῦμε Θεολογικά, δεδομένου ὅτι ἡ Θ. Λατρεία εἶναι Λογική Λατρεία, ἀλλά Λογική, «Θεοπνεύστῳ Λογικῇ», ἄρα εἶναι Θεολογική Λατρεία.

Στήν Θεολογία, λοιπόν, πρέπει νά καταφύγουμε γιά νά λάβουμε ἀπάντηση στά Λειτουργικά καί Τελετουργικά μας ἐρωτήματα, ἀφοῦ ἡ Θεολογία εἶναι ἐκείνη πού καθορίζει τά πάντα, ὅσα σχετίζονται μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πολλῷ δέ μᾶλλον τά τῆς Θ. Λατρείας, δηλαδή τό «πῶς δεῖ προσεύχεσθαι».

Θά ἀρχίσω τήν ἀπάντησή μου μέ τόν Ἱεροψαλτικό συσχετισμό τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ μέ τήν ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας.

Ἄν προσέξουμε τίς Ἀκολουθίες πού περιλαμβάνονται στήν ἑβδομάδα πού ἀρχίζει ἀπό τό Σάββατο πρό τῆς τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ, θά διαπιστώσουμε ὅτι, συμπλέκονται τά Θεολογικά νοήματα τοῦ θαύματος τοῦ ἐκ γενετῆς Τυφλοῦ μέ τά τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Ἀναλήψεως. Αὐτό τό διαπιστώνουμε ἀπό ὅσα προέβαλε ὁ π. Νεκτάριος ὡς ἀπορία του, κυρίως, ὅμως, ἀπό τήν Ἀκολουθία τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα. Ἐνῶ, δηλαδή, στίς Ἀποδόσεις Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν ἐπαναλαμβάνονται αὐτούσιες οἱ Ἀκολουθίες τῶν κυριωνύμων ἡμερῶν, στόν Ἑσπερινό τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα, πού εἶναι τήν Τρίτη Ἑσπέρας μετά τήν Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ, συμπλέκονται στόν Ἑσπερινό αὐτόν τά τοῦ Πάσχα ἄσματα μετά τῶν τοῦ Τυφλοῦ, γιά νά μᾶς δοθῇ τό μήνυμα ὅτι γιά νά μετάσχουμε οὐσιαστικά στό Πάσχα καί στήν ὁλοκλήρωσή του, πού ἔγινε μέ τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, πρέπει νά πάψουν «τῆς ψυχῆς  (μας) τά ὄµµατα (νά εἶναι) πεπηρωµένα». Ταὐτοχρόνως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας ὅτι μέ τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, κατά τήν ὁποία «ἐθεώθη τό τῆς σαρκός πρόσληµµα», ἐξασφαλίζεται ἡ Ἀνάσταση ὁλοκλήρου τοῦ πεπτωκότος ἀνθρωπίνου γένους, ἐφ’ ὅσον τά ἐπιτίμια τῆς Πτώσεώς μας ἔγιναν «ἀδιάβλητα», δηλαδή μή ἐμποδίζοντα τήν Θέωσή μας. Πρό τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ μας καί, βεβαίως, «ἐξ ἄκρας συλλήψεώς» Του, εἶχε Θεωθεῖ μόνο ἡ Ἀνθρωπίνη Φύσις τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ μέ τήν Ἀνάληψή Του, Θεώνεται ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος!

Μέ αὐτά πού προτάξαμε, νομίζω ὅτι δίδεται ἀπάντηση καί στήν ἄλλη διερώτηση τοῦ π. Νεκταρίου, τήν ὁποία θεωρεῖ ἐπί πλέον ὑμνολογική ‘‘ἀτασθαλία’’. Γράφει: «Ἡ ἀνωτέρω ἀτασθαλία, κατά τήν Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως, συνοδεύεται καί ἀπό ἄλλην: Μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ὀρθρινοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀναλήψεως, πρό τῆς χῦμα ἀναγνώσεως τοῦ 50ου (Ν) Ψαλμοῦ, λέμε τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι». Ἔκνοον!  Ἡ ἀπόδοσις τοῦ Πάσχα ἔγινε. Τί δουλειά ἔχει τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ;».  Ἔχει, λοιπόν, ‘‘δουλειά’’, διότι χωρίς τήν Ἀνάληψη θά παρέμενε ἀμέτοχο τῆς Ἀναστάσεως τό πεπτωκός ἀνθρώπινο γένος!

Ταὐτοχρόνως, μέ τήν τριλογία αὐτήν τῶν ἑορτῶν συνδέεται ἄμεσα καί ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ διά τῆς Ἀναλήψεως ἐδόθη ἡ δυνατότητα στό ἀνθρώπινο γένος νά λάβῃ Πνεῦμα Ἅγιον μόνιμα ἐγκατεστημένον ἐπί τῆς γῆς, καθιστῶντας τούς Ἱ. Ναούς «Οὐρανούς πολυφώτους»! Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ συμπλοκή τῆς Καταβασίας  «Θείῳ καλυφθείς» στά μεθέορτα τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως.

Μέ τό ἴδιο θεολογικό μάτι πρέπει νά δοῦμε καί τήν διαπλοκή τῶν ὑμνολογικῶν ἀσμάτων καί στή σειρά τῶν ἄλλων ἑορτῶν, πού ἀναφέρει δυσανασχετῶντας ὁ καλός μας π. Νεκτάριος. Ἀναγκαῖο εἶναι νά τονίσουμε ὅτι ὅλη ἡ Ἔνσαρκος Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ μας συνδέεται ἄρρηκτα καί αὐτόν τόν ἄρρηκτον δεσμόν διακρίνουμε στήν διάρθρωση τῆς Ὑμνολογίας τῶν ἑορτῶν Της, ἀλλά καί τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν, γιατί συνδέονται ἄμεσα μέ τήν «Ἔνσαρκον Οἰκονομίαν». Παρατηροῦμε δέ, ὅτι αὐτός ὁ δεσμός γίνεται μερικές φορές πιό στενός, ὅπως στίς ἑορτές πού ἤδη ἀναφέραμε, ἀλλά καί στίς ἑορτές τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἡ Παναγία μας εἶναι τό Πρόσωπο, πού κατ’ ἐξοχήν ἐγεύθη τήν Μεταμόρφωση, ὅταν ἐκυοφόρησε «τό Πλήρωµα τῆς Θεότητος σωµατικῶς»! Εἶναι δέ ταὐτοχρόνως καί τό Πρόσωπο ἐκεῖνο, πού, μετά τόν Χριστόν, ἐγεύθη τόν Σταυρόν στό πλήρωμά Του, κατά τήν πρόρρηση τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου: «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ροµφαία, ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισµοί» (Λουκ. 2,35). Νά σημειωθῇ ὅτι ἡ ταὔτιση τῶν τριῶν αὐτῶν ἑορτῶν ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν Νηστεία πού ἴσχυε κατά τό παρελθόν, συνδέουσα τίς ἑορτές αὐτές, δηλαδή ἀπό 1ης Αὐγούστου ἕως καί τῆς 14ης Σεπτεμβρίου(!), ἡ ὁποία, «διά τήν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν», περιορίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στίς 15 ἡμέρες.

Συνεχίζει, ὅμως, ὁ π. Νεκτάριος ἀναφερόμενος καί σέ ἄλλες ἑορτές. Γράφει: «Καί ἐρχόμαστε στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου).  Ἀπό τῆς 8ης Νοεμβρίου, ἀρχίζουν οἱ προεόρτιοι ὕμνοι τῶν Εἰσοδίων, μέ τήν Θεομητορική Καταβασία «Ἀνοίξω τό στόμα μου» (μέ τίς γνωστές λεκτικές τροποποιήσεις, πού ταιριάζουν μέ τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων). Καί ὅταν ἀνατείλει ὁ Ὄρθρος τῆς Κυρίας αὐτῆς ἡμέρας, χαιρόμαστε ὅλοι, ἀκούοντες γιά πρώτη φορά τήν Χριστουγεννιάτικη Καταβασία «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε». Γιατί ἄραγε τόσο νωρίς;».

Ἡ Θεολογία εἶναι ἡ ἀπάντηση καί σ’ αὐτήν τήν τελευταία διερώτηση τοῦ π. Νεκταρίου. Θέλει, ἄραγε, ἐρώτημα τό γιατί κατά τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου ψάλλουμε Καταβασίες «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε»; Διότι, μέ τήν Εἴσοδο τῆς Παναγίας μας στά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἐξασφαλίσθηκε ἡ Ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μας! Τό θαῦμα τῆς Εἰσόδου ἀλλά καί τῆς παραμονῆς τῆς Θεοτόκου «ἔνδον τοῦ Ναοῦ», (σημ.:νά θυμηθοῦμε ὅτι ψάλλουμε «ἔνδον εἰσῆλθες ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ καθαρώτατος Ναός»), πρᾶγμα ἐπιτρεπόμενο μόνο στούς Ἀρχιερεῖς καί, μάλιστα, μόνο μία φορά τόν χρόνο, ἦταν ἡ σφραγῖδα τῆς βεβαιότητος τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ μας!

 

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 254

Ὀκτώμβριος 2023