Γίνονται καλοὶ ὅσοι πᾶνε στὴν Ἐκκλησία;

Γίνονται καλοὶ ὅσοι πᾶνε στὴν Ἐκκλησία;

 

Κάποια βραδυὰ πρὸς τὸ τέλος τῆς φετινῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων μπῆκα σὲ ἕνα ψητοπωλεῖο τῆς μικρῆς ἐπαρχιακῆς γενέθλιας πολιτείας μου γιὰ νὰ παραγγείλω κάτι νηστήσιμο καὶ στὴ σύντομη ἀναμονή μου ἡ συζήτηση μὲ τοὺς ἰδιοκτῆτες ἦλθε καὶ στὴν κατανάλωση νηστήσιμων ἐδεσμάτων.

Εἴχαμε παραγγελίες νηστήσιμου φαγητοῦ φέτος παιδιά;

Ὄχι ἰδιαίτερα φέτος, ὅπως ἄλλες χρονιές.

Φυσιολογικό, ἀφοῦ τὰ ἴδια βλέπεις καὶ στὶς ἐκκλησιές. Δὲν πάει ὁ κόσμος. Ἄλλωστε ἂς δοῦμε καὶ τί γίνεται παντοῦ στὴν κοινωνία. Ἐλάχιστοι ἄνθρωποι σήμερα εἶναι καλοί.

Γιατί δηλαδή, μόνο οἱ καλοὶ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία; Ἔχω νὰ σοῦ πῶ γιὰ πολλοὺς ποὺ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν εἶναι καθόλου καλοὶ ἄνθρωποι.

Σύμφωνοι, ἀλλὰ σκέφτομαι ὅτι αὐτοὶ ποὺ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία ξέρουν πὼς εἶναι «τομάρια» καὶ γι΄αὐτό πηγαίνουν. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ νομίζω εἶναι ὅτι, ὅσοι δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι.

Καὶ ἔτσι ἔκλεισε ἡ σύντομη συζήτηση γιατί μὲ περίμεναν ἔξω οἱ φίλοι μου καὶ ἔπρεπε νὰ φύγω, μὲ τὴ συμφωνία νὰ τὰ ξαναποῦμε κάποια στιγμή.

Γυρίζοντας στὸ σπίτι σκέφτηκα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο αὐθόρμητα βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη μου στὴ συζήτηση ποὺ εἶχα μὲ τοὺς εὐγενικοὺς ἰδιοκτῆτες τοῦ ψητοπωλείου. Ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου ὅτι ἴσως ἄδικα ἔκρινα γενικὰ ὅτι, ὅσοι δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι; Καὶ ἄρχισα νὰ συλλογίζομαι.

Καὶ ποιός εἶναι ὁ ὁρισμὸς τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου;

Γενικά, θὰ λέγαμε ὅτι καλὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν πειράζει κανέναν, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κάνει ἀγαθοεργίες, ποὺ εἶναι φιλόπονος, ποὺ εἶναι ἀνεξίκακος, ποὺ δὲν εἶναι ἐγωϊστής, ποὺ εἶναι συνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις του στὴ δουλειά του ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ Κράτος καὶ τὴν Πολιτεία, ποὺ δὲν ζηλεύει, ποὺ μόνον χαμογελάει, ποὺ δὲν κλέβει, ποὺ δὲν ἐκμεταλλεύεται τοὺς συνανθρώπους του, ποὺ δὲν κατακρίνει τοὺς ἄλλους καὶ ποὺ ἔχει ἕνα σωρὸ παρόμοια χαρίσματα. Εἶναι ἀλήθεια τόσα πολλὰ ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ κάνει καὶ ἄλλα τόσα ὅσα δὲν πρέπει νὰ κάνει κάποιος γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος.

Καὶ ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὅλα ὅσα πρέπει ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν κάνει ὅσα δὲν πρέπει, γιὰ νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι εἶναι ὄντως καλὸς ἄνθρωπος. Νομίζω ὅτι ἂν ψάξουμε μᾶλλον κανεὶς δὲν πληροῖ τὶς προϋποθέσεις.

Φαντάζει πράγματι δύσκολο νὰ βροῦμε κάποιον γύρω μας ποὺ κοινὰ θὰ ἀναγνωρίσουμε πὼς ἀξίζει νὰ τὸν χαρακτηρίσουμε καλὸ ἄνθρωπο. Ἂν τὸ κάνουμε γιὰ κάποιους, ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ξέρουν ἂν ὄντως τοὺς ἀξίζει τέτοια τιμὴ καὶ πιθανῶς θὰ ἀρνιόντουσαν τὸν τίτλο.

Ἑπομένως πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ὅσοι πᾶνε στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀπαραίτητα καλοὶ ἄνθρωποι ἀφοῦ τέτοιοι σπανίζουν σὲ ὅλη τὴν κοινωνία. Καὶ πιθανὸν δὲν εἶναι καὶ καλοὶ χριστιανοὶ γιατί ἂν θυμηθοῦμε ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο ποὺ λέει ὅτι, «τὸ νὰ μπαινοβγαίνεις στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ὅτι εἶσαι καλὸς χριστιανός, ὅπως τὸ ὅτι μπαινοβγαίνεις στὸ γκαρὰζ δὲν σημαίνει ὅτι εἶσαι αὐτοκίνητο», μᾶλλον θὰ ἐκπλαγοῦμε.

Ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μπορεῖ νὰ διεκδικεῖς τὴν ὑποψηφιότητα νὰ λέγεσαι καλὸς ἄνθρωπος ἐφ’ ὅσον δὲν πηγαίνεις στὴν Ἐκκλησία; Καὶ ὅταν λέμε νὰ πηγαίνεις δὲν ἐννοοῦμε νὰ πηγαίνεις τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ στὴν Ἀνάσταση, ἄντε λίγο καὶ τῶν Φώτων ἢ νὰ περνᾶς νὰ ἀνάβεις κανένα κερί, ποῦ καὶ ποῦ, ἢ νὰ σὲ φέρνει ἡ ὑποχρέωση καὶ σὲ κάποιο μνημόσυνο. Λέμε νὰ πηγαίνεις καὶ καμμιὰ Κυριακὴ στὴν λειτουργία.

Ὅσο συλλογιζόμουν, λοιπὸν, τὴν σκληρὴ ἀποστροφή μου ἐκείνη τὴ βραδυὰ καὶ προσπαθοῦσα νὰ βρῶ λόγους γιὰ νὰ μὲ διαψεύσω τόσο ἔβρισκα πὼς ἴσως εἶχα δίκιο.

Πῶς μποροῦμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας καλὸ ἄνθρωπο ἀφοῦ ἀρνούμαστε νὰ συμμετέχουμε στὴν εὐχαριστηριακὴ σύναξη τῶν πιστῶν, ἔστω μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ ὄχι καὶ τὶς 3 ὧρες ποὺ διαρκεῖ, περίπου, ἡ Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, ἐνῶ ἐκμεταλλευόμαστε στὸ ἀκέραιο καὶ τὶς 168 ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς κάθε ἑβδομάδα, παρ’ ὅτι Ἐκεῖνος μᾶς παρήγγειλε κατὰ τὴν Δημιουργία ὅτι, τὴν μία ἡμέρα ἀπὸ τὶς ἑπτὰ τὴν διεκδικεῖ ὁ Ἴδιος; Μᾶς νομίζω λοιπὸν τοὐλάχιστον ἀχάριστους, ἐφ’ ὅσον ἀπέχουμε καὶ μᾶλλον πλεονέκτες ἀφοῦ τὸν χρόνο κάθε ἑβδομάδας τῆς ζωῆς μας τὸν θέλουμε ὅλον δικό μας.

Καὶ ἐπιπλέον εἴμαστε καὶ ἀγνώμονες γιατί οὔτε κἂν ἀξιωνόμαστε νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα μᾶς χαρίζει, ἔστω μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα. Ἀφῆστε πού, ἂν δὲν πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησιά, οὔτε προσευχὴ κάνουμε. Τώρα ἂν κανεὶς λέει ὅτι δὲν πιστεύει, τότε εἶναι ποὺ σίγουρα δὲν πρέπει νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος ἀφοῦ, ἐφ’ ὅσον ἀδιαφορεῖ γι’ Αὐτόν ποὺ οἱ ἄλλοι νομίζουμε Δημιουργό, τότε προφανέστατα ἀδιαφορεῖ καὶ γιὰ τὰ δημιουργήματά Του.

Ἀναρωτηθήκαμε πάλι ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἀπόντες πῶς λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία ἂν δὲν συνεισφέρουμε τὸν ὀβολό μας, ἐφ’ ὅσον βέβαια λέμε πὼς θέλουμε νὰ ὑπάρχει; Πῶς βγάζει τὰ ἔξοδά του ὁ ἐνοριακὸς Ναός, ὁ ὁποῖος, μὲ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ἐμᾶς, ἀνακουφίζει κάποιους συνανθρώπους μας, ἀφοῦ, μέ τόν ἕνα ἤ μέ τόν ἄλλο τρόπο συντρέχει στὶς ἀνάγκες τους; Πῶς βοηθᾶμε τὴν κοινωνία, τῶν κατὰ τὰ εἰωθότα, πιστῶν ἀδελφῶν μας ἀπέχοντας;

Καὶ πῶς εἴμαστε φιλάνθρωποι, πῶς βοηθᾶμε τοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς μας ἂν δὲν πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, ποὺ χρειάζεται τὸ δικό μας ὑστέρημα γιά νά σιτίζει καὶ νά διακονεῖ τόσους ἀναξιοπαθοῦντες; Καὶ τὸν καημένο τὸν ζητιάνο, ποὺ μᾶς περιμένει στὰ σκαλιὰ τῆς ἐκκλησιᾶς ποιός θὰ τὸν ἐνισχύσει; Θὰ τὸ πράξουμε ἄραγε μὲ ἄλλον τρόπο; Θὰ περιμένουμε νὰ τὸν βροῦμε ἀλλοῦ; Δὲν τὸ πιστεύω!

Μὲ τοὺς συνανθρώπους μας πῶς κάνουμε κοινωνία, ποῦ θὰ συναντήσουμε τὸν γείτονα ἂν δὲν πᾶμε στὴν Ἐκκλησία; Ἐπικοινωνοῦμε μαζί τους ἀλλοῦ; Μήπως τοὺς μιλᾶμε στὸ δρόμο ἢ τοὺς ἐπισκεπτόμαστε στὸ σπίτι τους; Νομίζω πουθενά, ἀλλὰ δηλώνει ἄραγε καλωσύνη ἡ μοναχικότητα καὶ ἡ κοινωνική μας ἀποστασιοποίηση;

Ἀλλὰ οὔτε ταπεινοὶ εἴμαστε ἂν δὲν πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος ὅπου, ὅσοι αἰσθάνονται ὅτι κάπου ἔσφαλαν, ἀφήνουν τὰ «κρίματά» τους, ὄχι ἐξομολογούμενοι κατ’ ἀνάγκην, ἀλλὰ ἐξομολογούμενοι, ἔστω μέ κάποια συναίσθηση.

Ἀλλὰ καὶ ράθυμοι εἴμαστε ἀφοῦ δὲν κάνουμε τὸν κόπο νὰ ξυπνήσουμε ἕνα Κυριακάτικο πρωϊνὸ ἔστω νὰ προλάβουμε νὰ ἀνάψουμε ἕνα κερὶ πρὶν σχολάσει ὁ ἱερέας, γιατί κάποιοι ξέρετε ἀπέχουν γιατί βαριοῦνται νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ κρεβάτι τους ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ ποὺ θεωροῦν ὅτι τοὺς ἀνήκει.

Καὶ εἶπα νὰ μὴν ψάξω ἄλλο. Νομίζω φτάνει. Ἐφ’ ὅσον φαίνεται ὅτι, ὅλοι ὅσοι ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οὔτε ταπεινοί, οὔτε φιλάνθρωποι, οὔτε εὐγνώμονες στοὺς εὐεργέτες μας, οὔτε συνεπεῖς, οὔτε κοινωνικοί, οὔτε δραστήριοι, οὔτε ἐλεήμονες εἴμαστε, τότε μᾶλλον δὲν μπορεῖ νὰ θεωρούμαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἀφῆστε ὅσους πηγαίνουν, ἐκεῖνοι κρίνονται γιὰ ἄλλα πράγματα.

Δύσκολο νὰ ἀποδείξει κανεὶς πὼς εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει. Ὅμως, φοβᾶμαι ὅτι πράγματι ὅσοι ἀπέχουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μᾶλλον δὲν μποροῦν νὰ διεκδικοῦν τὸν τίτλο τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου. Συγχωρέστε με ἂν κάποιους ἀδικῶ ἀλλὰ ἔτσι καταλαβαίνω. Ἐφ’ ὅσον μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι δὲν μπορεῖ νὰ μένουμε μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Πόσο μᾶλλον, πού πρέπει νά μᾶς ἐνδιαφέρει νά «γίνουμε ἅγιοι», ἀφοῦ σ’ αὐτό μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός μας: «Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί»! Ἂς προσέχουμε λοιπόν.

 

Δημήτρης Κοσκινιώτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 257

Ἰανουάριος 2024