Ὁ ἅγιος Γέροντας π. Σίµων: Δίδασκε, θεράπευε, παρηγοροῦσε!

Ὁ ἅγιος Γέροντας π. Σίµων:
Δίδασκε, θεράπευε, παρηγοροῦσε!

 

γαπητέ µου π. Βασίλειε, αὐτή ἡ πρώτη παράγραφος εἶναι γιά σένα.Μέ τό γραφεῖο καί τόν γραπτό λόγο δέν ἔχω καλές σχέσεις. Ὅµως κάνω ὑπακοή καί σοῦ γράφω ὅσα θυµᾶµαι, ἀπό τή ζωή µου καί τή ζωή τῆς οἰκογενείας µου κοντά στόν ἅγιο Γέροντα π. Σίµωνα Ἀρβανίτη, πού ἔζησα κοντά του, ἀπό τότε πού µαζί τόν γνωρίσαµε καί µέχρι τῆς κοιµήσεώς του, πού µαζί πάλι τόν σαβανώσαµε καί τόν κηδεύσαµε.

Σκόρπια γεγονότα, πού χαρακτηρίζουν τήν προσωπικότητα τοῦ π. Σίµωνος καί τά χαρίσµατα πού στόλιζαν τήν ψυχή του.

Ἡ πρώτη µας συνάντηση - ἐξοµολόγηση κράτησε τρεῖς ὧρες, αὐτές πού ἔκριναν ὅτι θά γινόταν πνευµατικός µου καί ἀργότερα θά µοῦ ἔδινε συµµαρτυρία γιά τήν χειροτονία µου σέ Κληρικό. Ἡ αὐθεντικότητα τῆς προσωπικότητός του, µέ κέρδισαν µέ τήν πρώτη. Τά πρῶτα τρία χρόνια τῆς γνωριµίας µας (ἔβλεπε ἐλάχιστα τότε) ὅταν συναντιόµασταν γιά νά συνειδητοποιήσει ποιός ἤµουνα, ἔπρεπε νά τοῦ πῶ τό ὄνοµα τοῦ ἀδελφοῦ µου, (τόν ὁποῖον γνώριζε πρίν ἀπό µένα). Αὐτό κάποια στιγµή µέ πείραξε. Καί εἶπα: ἄν δέν µέ θυµηθεῖ τήν ἑπόµενη φορά πού θά συναντηθοῦµε, θά ἀλλάξω πνευµατικό. Καί πῆγα. Καί τότε, µέ ἕνα φωτεινό χαµόγελο, µέ καλωσόρισε, λέγοντας: «Καλῶς τόν Ἰωάννη». Καί πέρασε ὁ πειρασµός.

Κάποια ἄλλη φορά (νοµίζω εἴµασταν µαζί) τοῦ ζητήσαµε νά µᾶς πεῖ «λόγο ἀγαθό». Καί µᾶς διηγήθηκε µία ἐξοµολόγηση µέ κάποιο πρόσωπο γυναικεῖο, πού φοροῦσε «παντελονάκι» σάν τά παιδιά πού παίζουν στούς δρόµους. Τό ὁποῖο µετά ἀπό λίγη ὥρα, (χωρίς ὁ Γέροντας νά σχολιάσει τό ντύσιµο) ἔφυγε γιά λίγο ἀπό κοντά του καί ὅταν γύρισε φοροῦσε φούστα! Καί σχολίασε ὁ Γέροντας: «Εἴδατε παιδιά µου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος µπεῖ µέσα στήν ἀτµόσφαιρα τοῦ Θεοῦ, ὅλα ἀλλάζουν µέσα του».Μάθηµα µεγάλο γιά τούς Ἱερεῖς καί τούς Πνευµατικούς ἰδιαίτερα.

Ὁ Γέροντας δέν βίαζε κανένα. Σοῦ πρόσφερε τό περίσσευµα τῆς καρδιᾶς του καί σέ προσκαλοῦσε νά ζήσεις κοντά στό Χριστό καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του.

Χαρακτηριστικά ἔλεγε: «Παιδί µου, ὅποιος µελετάει τό Ἱερό Ευαγγέλιο καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστοµο εἶναι ὁ πιό σοφός ἄνθρωπος τοῦ κόσµου».

Μέ τά λίγα γράµµατα πού ἤξερε, ὅταν τόν ρωτοῦσες γιά κάποιο θέµα πνευµατικό, σοῦ ἀπαντοῦσε: «Λοιπόν, παιδί µου, τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο λέει αὐτό καί αὐτό κλπ. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τά αὐτά καί ἄλλα πολλά ὡραῖα».Ἔτσι µᾶς ὁδηγοῦσε νά ἀγαπήσουµε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πίστη τοῦ Γέροντα στόν Πανάγαθο Κύριό µας ἦταν ἀτελείωτη. Καί ἡ ἀγάπη του γιά τούς ἀνθρώπους καί ἡ προσφορά του ἐξίσου µεγάλη.

Κάποτε, στίς 10 µ.µ. τόν ρώτησα: «Γέροντα ἀπό ποιά ὥρα ἐξοµολογεῖς;» Καί ἡ ἀπάντησή του: «Ἀπό τίς 4 τό πρωΐ». Ρώτησα: «Γέροντα δέν κουράστηκες;» «Ὄχι παιδί µου. Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου µας µοῦ δίνει δύναµη γιά νά διακονῶ τούς ἀνθρώπους».

Σέ ἄλλη περίπτωση, κρατῶντας στά χέρια του τήν δεύτερη κόρη µας, γιά νά τήν εὐλογήσει, ἐκείνη, µικρό παιδάκι τόν ρώτησε: «Παπούλη γιατί ὁ Θεός σοῦ ἔβγαλε τά µάτια;» Ὁ Γέροντας, γελῶντας εἶπε: «Τό εὐλογηµένο, τί ἐρωτήσεις κάνει;» Καί συνέχισε: «Δέν µοῦ τά ἔβγαλε τά µάτια, µοῦ τά ἔκλεισε». Καί τό παιδάκι συνέχισε: «Καί γιατί σοῦ τά ἔκλεισε;» Κι ἐκεῖνος, λάµποντας τό πρόσωπό του, εἶπε: «Γιά νά βλέπω µόνο τά ὡραῖα» (ὁ νοῶν νοείτω).

Ὁ Γέροντας εἶχε µεγάλη ἐξουσία πρός τόν Θεό καί τούς Ἁγίους. Σέ ἐρώτησή µας, πρίν γεννηθεῖ τό πρῶτο µας παιδί, σέ ποιό γιατρό νά πᾶµε γιά τή γέννα, ἄν δηλαδή, σέ ἕνα Ἰδιωτικό γιατρό ἤ στό Δηµόσιο µαιευτήριο, ἡ ἀπάντησή του ἦταν τόσο χαρακτηριστική, πού ἔβλεπε βαθειά στό µέλλον. «Παιδί µου στό Δηµόσιο µαιευτήριο. Καί ὁ ἅγιος Παντελεήµων θά στείλει τόν καλύτερο γιατρό». Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ γιατρός πού βοήθησε στήν γέννα τήν γυναῖκα µου, βρέθηκε µέ θαυµαστό τρόπο καί στό δεύτερο παιδί καί ἐν συνεχεία (µέ δική του πρωτοβουλία) ἦρθε καί στά πέντε ἑπόµενα παιδιά µας καί στά πρῶτα δεκαοκτώ (18) ἐγγόνια!

Ρώτησα κάποτε τόν Γέροντα, µέ τί κεφάλαιο ξεκινοῦσε κάποιο ἔργο στό µοναστήρι. Ἡ ἀπάντηση ἦταν συγκλονιστική γιά τήν δική µου ὀλιγοπιστία. «Παιδί µου, µέ αὐτά θά ἀσχοληθεῖ ὁ Κύριός µας καί ὁ Ἅγιος Παντελεήµων. Ἄν θέλουν νά γίνει τό ἔργο, θά γίνει»!

Φεύγοντας γιά νά ὑπηρετήσω τήν θητεία µου στό στρατό, τοῦ ἐξέφρασα κάποιες ἀνησυχίες µου. Τότε µοῦ εἶπε: «Παιδί µου δέν θά πᾶς µόνος σου στό στρατό, ἀλλά µαζί µέ τό Χριστό µας. Ὁ στρατός θά φοβηθεῖ ἐσένα, ὄχι ἐσύ τόν στρατό»! Ἔτσι καί ἔγινε.

Ὅταν ἦταν νά χειροτονηθῶ, ὁ πατέρας µου πέρασε µεγάλο πειρασµό, πιστεύοντας ὅτι κάνω λάθος καί ὅτι ἔχω παρασυρθεῖ ἀπό κάποιους Κληρικούς. Ὁ Γέροντας µοῦ ἔδωσε κουράγιο λέγοντας: «Ὑποµονή καί στή χειροτονία σου θά κλαίει ἀπό τή χαρά του». Καί ἡ δική µου ἀπάντηση: «Εὐχαριστῶ Γέροντα, παρηγοριά στόν ἄρρωστο µέχρι νά βγεῖ ἡ ψυχή του». Καί ὅµως ἔτσι ἔγινε, ὅπως εἶχε προείδει ὁ Γέροντας.

Ὅταν γεννήθηκαν τά δίδυµα παιδιά µας, πήγαµε στό Μοναστήρι γιά νά σαραντίσουν. Ξέροντας ὅτι ὁ Γέροντας δέν θά δεχθεῖ χρήµατα, πῆρα ἕνα πεντακοσάρικο (δραχµές), τό τσάκισα µερικές φορές καί τό ἔριξα στό παγκάρι. Μετά τόν σαραντισµό τό βρῆκα (τό ἴδιο(!), µέσα στό πόρτ µπεµπέ τῶν παιδιῶν) καί τό εἶπα στό Γέροντα. Κι ἐκεῖνος σάν νά τοῦ ἔλεγα τό πιό φυσικό πρᾶγµα, σχολίασε: «Παιδί µου, ἦταν δυνατόν ὁ ἅγιος νά δεχτεῖ χρήµατα ἀπό σένα πού ἔχεις τόσες οἰκογενειακές ἀνάγκες;»

Ἦρθε καιρός, πού κάποιοι σκανδαλίστηκαν µέ τά γεγονότα τοῦ µοναστηριοῦ καί ἐγκατέλειψαν τόν Γέροντα. Ἐγώ πολύ ἐνοχλήθηκα µέ τή συµπεριφορά τους καί τό εἶπα στόν π. Σίµωνα. Κι ἐκεῖνος µοῦ ἀπάντησε: «Παιδί µου, ἔφυγαν ἀπό τήν Ἐκκλησία;»  «Ὄχι Γέροντα», τοῦ εἶπα. «Πῆγαν σέ ἄλλους πνευµατικούς». Καί εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ. Ἐµεῖς παιδί µου δέν µαζεύουµε ὀπαδούς. Μόνο τό Χριστό χρειαζόµαστε»!

Ἄλλοτε πάλι τόν ρώτησα τί νά κάνω µέ τόν παπά τῆς ἐνορίας µας, πού ἔκανε τό εὐχέλαιο τόσο γρήγορα ὥστε δέν καταλάβαινες λέξη. Καί τοῦ ζητοῦσα εὐλογία γιά νά καλέσω ἄλλο Ἱερέα. Καί µοῦ ἔβαλε τίς φωνές λέγοντας: «Παιδί µου, µή βλασφηµεῖς κατά τοῦ  Ἁγίου Πνεύµατος. Εἶναι Ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας µας; Αὐτό σοῦ ἀρκεῖ».

Αὐτά καί ἄλλα πολλά πού βεβαιώνουν τήν ψυχή µας, ὅτι ὁ π. Σίµων ἦταν ἕνας εὐλογηµένος ἅγιος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς µας, πού ἔδωσε τήν καλή µαρτυρία τῆς Πίστεως πρός τόν Θεό καί τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο. Ἀγαποῦσε ὅ,τι ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Στολισµένος µέ χαρίσµατα πολλά. Δίδασκε, θεράπευε, παρηγοροῦσε, ὁδηγοῦσε τούς ἀνθρώπους πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν ζητοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Ἔδινε-ἔδινε-ἔδινε. Ἡ φιλοξενία του παροιµιώδης, ὁ σοφός του λόγος θεράπευε, ἡ ὄψη του σέ γαλήνευε.Ἄνθρωπος προσευχῆς (τό στόµα του ἔλεγε τήν εὐχή καί ὅταν κοιµόταν).

Τό χέρι του, σέ εὐλογοῦσε, ἐνῶ ὁ ὕπνος τόν εἶχε πάρει.

Αὐστηρός µέ τόν ἑαυτό του. Ἐπιεικής µέ τούς ἀνθρώπους. Σεβόταν τήν προσωπικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Ἕνας χαριτωµένος ἄνθρωπος, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τήν εὐχή του νά ἔχουµε!

 

π. Ἰωάννης Χατζηθανάσης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 258

Φεβρουάριος 2024