ΠΟΙΟΣ ΜΑΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΘΕΣΜΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ;

Ἡ κατοχύρωσις τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν πλήττει τὸν Πατριαρχικὸν θεσμόν!

 

ΠΟΙΟΣ ΜΑΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΘΕΣΜΟΝ

ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ;

 

Εἶναι ἀδιανόητον νὰ ταυτίζεται ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης καὶ αἱ ἐνέργειαί του μὲ τὸν Πατριαρχικὸν θεσμόν.

Ὁ θεσμὸς οὐδέποτε κρίνεται, ἐπικρίνεται ἢ καθαιρεῖται.

Οἱ Πατριάρχαι κρίνονται, ἐπικρίνονται καὶ καθαιροῦνται!

 

Θὰ ἦταν περιττὸ τὸ κείμενο αὐτὸ ὡς ἐπεξήγηση τοῦ προσφάτου ἄρθρου μου «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ» ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἀναγνῶστες-θύματα διαστροφέως τῆς Ἀληθείας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ σειρὰ ἡμερῶν ἐκβιάζονται καὶ ἐξωθοῦνται μέσῳ τῆς ἱστοσελίδος του νὰ πεισθοῦν “σώνει καὶ καλὰ” ὅτι μὲ τὸ ὡς ἄνω ἄρθρο μου κάνω πολεμικὴ καὶ ἐκφράζω τὸ πάθος μου κατὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θεσμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως!

Γιὰ νὰ ἀκριβολογήσω, πρόκειται γιὰ ἕναν καὶ μοναδικὸ Κύπριο δημοσιογράφο, κατοικοεδρεύοντα ἐν Ἀμερικῆ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐντάξει στὴν “πνευματική” του ζωὴ –ὡς κύριο, μάλιστα, διακόνημα– τὴν κατασπίλωση καὶ κατασυκοφάντηση τῶν Κληρικῶν καὶ τῶν Λαϊκῶν, ποὺ δὲν συμφωνοῦν καὶ δὲν ὑπηρετοῦν τὶς ἐπιδιώξεις του! Καὶ θεωρεῖ ὅτι κάνει καὶ ἱερὸ ἔργο!

Μὲ ἀπίστευτο καὶ ἀνεξήγητο πάθος, ἐπὶ μία καὶ πλέον δεκαετία, ἐπιτίθεται συστηματικὰ κατὰ τοῦ προσώπου μου, κατασκευάζει φανταστικὲς ἐκδοχὲς τῶν γραπτῶν μου καὶ τῶν ἐνεργειῶν μου καὶ μὲ παρουσιάζει ὡς ρυθμιστή τῆς ἀρθρογραφίας τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» χωρὶς νὰ ἀναχαιτίζεται ἀπὸ τίποτε καὶ ἀπὸ κανένα. Οὔτε Θεὸ φοβεῖται, οὔτε ἀνθρώπους ἐντρέπεται καὶ γι’ αὐτὸ θὰ ἀντιμετωπίση προσεχῶς (μὲ δικάσιμον τὴν 3η Δεκεμβρίου 2015) τὴν Ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη, ὅπως οἱ πνευματικοὶ νόμοι ὁρίζουν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀρνοῦνται νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὶς ὁδηγίες τῆς Καινῆς Διαθήκης, νὰ κρίνονται, δηλαδή, μὲ τὴν Παλαιά Διαθήκη, μὲ τὸ Κριτήριο τῆς Πολιτικῆς Δικαιοσύνης.

Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι τὸ ἐπεξηγηματικὸ ἄρθρο μου αὐτὸ δὲν προορίζεται γιὰ τὸν ἐν λόγῳ δημοσιογράφο –ἀφοῦ ἐκεῖνος πρὸ πολλοῦ “ἐξέστραπται”– ἀλλὰ γιὰ τὰ ἀνυποψίαστα θύματα τῆς γραφίδος του, τὰ ὁποῖα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔχουν ἐλλειπῆ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ ἐνημέρωση καὶ ἔτσι δὲν ἀντιλαμβάνονται τὶς διαστρεβλώσεις του καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἀγνοοῦν τὴν μυθοπλαστική του ἐξειδίκευση καὶ τὴν παντελῆ ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τοῦ ἁγίου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, τοῦ ὁποίου τολμᾶ νὰ ἐμφανίζεται μαθητής! Ὡστόσο, στὶς ἐπεξηγήσεις μου θὰ ἀκολουθήσω τὴν σειρὰ τῶν αἰτιάσεων τοῦ Κυπρίου συκοφάντου μου πρὸς ἀποκατάσταση τῆς Ἀληθείας.

Πρὸ τῶν ἐπεξηγήσεων ἐπὶ τοῦ ἄρθρου μου ἐπιθυμῶ νὰ δηλώσω κατηγορηματικὰ ὅτι οὐδέποτε ἐπεδίωξα οὔτε ἔλαβα κάποια θέση στὸν «Ὀρθόδοξον Τύπον», πολὺ δὲ περισσότερο οὐδέποτε ἀνέλαβα τὴν καθοδήγησή του, παρ’ ὅτι καὶ προφορικῶς καὶ γραπτῶς εἶχε ἐκφρασθεῖ ὁ μακαριστὸς π. Μάρκος Μανώλης μὲ ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπό μου. Πάντοτε ἀρκέσθηκα νὰ ἀρθρογραφῶ ἐνυπογράφως, ὁσάκις αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω αὐτὸ τὸ χρέος, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπω σὲ κανένα νὰ μοῦ χρεώνη ἄρθρα ἢ τοποθετήσεις ἄλλων (μὲ ἀρχικὰ ἢ μὴ) ποὺ δημοσιεύονται στὸν «Ὀρθ. Τύπον», μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ συγκαταλέγομαι στοὺς περιστασιακοὺς ἀρθρογράφους του, οὔτε, βεβαίως, ἐπιτρέπω σὲ κανένα νὰ “χρεώνη’’ στὸν «Ὀρθ. Τύπον» τὶς δικές μου ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες ὡς ἐλεύθερος ἄνθρωπος δικαιοῦμαι νὰ ἔχω καὶ νὰ διατυπώνω.

Ὡς πρὸς τὸ ἐν ἀρχῇ μνημονευθὲν ἄρθρο μου ἔχω νὰ καταθέσω τὰ ἑξῆς:

1.Εἶμαι ὁ τελευταῖος ποὺ θὰ στραφῆ κατὰ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὡς θεσμοῦ ἢ ὑπὲρ τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἢ ὑπὲρ τῆς ἀλλαγῆς τῆς θέσεως ἀριθμήσεώς του μεταξύ των Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων ὡς Πρώτου, θέση ποὺ ἔλαβε μετὰ τὸ Σχίσμα τοῦ 1054.

2.Τὸ ἄρθρο μου σὲ καμμιὰ παράγραφό του δὲν ἀποδοκιμάζει ἢ ὑποτιμᾶ, οὔτε, βεβαίως, μάχεται τὸν θεσμὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐξ ἄλλου ἔχω ἀπὸ ἐτῶν γράψει ὅτι «εἶναι δεδομένος ὁ σεβασμός μου πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ποιμένες της καὶ ἰδιαιτέρως πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, προσωπικὰ δέ, σὲ κάθε Θ. Λειτουργία μνημονεύω τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στὴν Ἁγία Πρόθεση. Ὅμως, ἡ ἀλήθεια πρέπει νὰ λέγεται, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς πικραίνει στὴν ἀρχή, ἀλλὰ στὸ τέλος πάντοτε εἰρηνοποιει»(1). Τὸ ἄρθρο μου ἀποπειράθηκε νὰ κατοχυρώση τὰ Κανονικὰ δικαιώματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τίποτε ἄλλο! Ἂν κάποιοι προσπαθοῦν νὰ κάνουν τὸν δόλιο συσχετισμό, ὅτι ἡ ἀπόλυτη κατοχύρωση τῶν δικαιωμάτων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας πλήττει τὸν Πατριαρχικὸ θεσμό, εἶναι δικό τους θέμα ἀλλά, ταὐτοχρόνως, καὶ δικό μας δικαίωμα νὰ καταδικάσουμε τὴν σκοπιμότητά τους.

3.Εἶναι ἀδιανόητο ἀπὸ θεολογικῆς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λογικῆς θεωρήσεως τὸ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ὁποιονδήποτε θεσμό, τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο κατέχει τὸ ὕπατο ἀξίωμα αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ. Ἐν προκειμένω, εἶναι ἀδιανόητο νὰ ταυτίζεται ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης καὶ οἱ ἐνέργειές του μὲ τὸν Πατριαρχικὸ θεσμό. Ὁ θεσμὸς οὐδέποτε κρίνεται, ἐπικρίνεται ἢ καθαιρεῖται. Οἱ Πατριάρχαι κρίνονται, ἐπικρίνονται καὶ καθαιροῦνται. Ὑπάρχει πληθὺς Πατριαρχῶν ποὺ κατεκρίθησαν ὡς αἱρετικοὶ καὶ ἀναθεματίσθηκαν, ὁ θεσμός, ὅμως, τοῦ Πατριαρχείου μένει εἰς τὸν αἰώνα!

4.Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928 περὶ τῆς ὁμηρίας Μητροπόλεων τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι προσβολὴ τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πατριαρχείου ἀλλὰ ἀποδοκιμασία μιᾶς Πατριαρχικῆς Πράξεως–Κερκόπορτας γιὰ τὴν διεκδίκηση ἐδαφῶν τῆς Πατρίδος μας ἀπὸ ἀλλοεθνεῖς. Ἐπίσης, ἐτόνισα στὸ ἄρθρο μου ὅτι ἡ Πράξη αὐτὴ ἀντίκειται καὶ στὸν Συνοδικὸ Τόμο ἀλλὰ καὶ στὴν πάγια τακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας νὰ «συμμεταβάλλονται τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα μὲ τὶς πολιτειακὲς ἐξελίξεις». Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς Πράξεως τοῦ 1928 ἐκ μέρους μου εἶναι ἀμφισβήτηση παρανόμου καὶ Ἀντικανονικῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως καὶ ὄχι προσβολὴ τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πατριαρχείου. Ἡ ἀνατρεπτικὴ ἄποψη τοῦ Πατριάρχου μας «περὶ τῆς ἀναγκαιότητος καταργήσεως Ἱερῶν Κανόνων ἀκόμη καὶ Κανόνων Οἰκουμενικῶν Συνόδων»(!), ποὺ ὑποστηρίζει στὴν διδακτορική του διατριβὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ προσβάλλει «ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ὄχι ἡ δική μου ἀμφισβήτηση, ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ, ὁ συκοφάντης μου δὲν ἔγραψε οὔτε μιὰ λέξη.

Εἶναι, φαίνεται, ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβω αὐτὰ ποὺ ἔγραψα στὸ ἄρθρο μου «Ὁρατὸς ὁ κίνδυνος Βατικανοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸν «Ὀρθ. Τύπον» τῆς 27ης Ἰουλίου 2001 γιὰ νὰ φανῆ καθαρὰ τὸ πνεῦμα τῶν γραφομένων μου ἀλλὰ καὶ ὁ σκοπός τους:

«Βεβαίως, ἐξ ἀπόψεως ποιμαντικῆς, δηλαδὴ πνευματικῆς ὠφελείας τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας, δὲν θὰ μᾶς ἐνοχλοῦσε καθόλου ὁποιαδήποτε ἀπεμπόλησι διοικητικῶν δικαιωμάτων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ τοῦ Πατριαρχείου, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι ὑπάρχει γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι γιατί ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι εἶναι αὐτοσκοπός. Ὅταν, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀπεμπόλησι τῶν δικαιωμάτων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται μὲ σκοπὸ τὴν ὑπαγωγὴ τῶν Ἑλλήνων πιστῶν σὲ μιὰ πιὸ πνευματικὴ Ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι ἀλλὰ μὲ στόχο τὴν ἐκκοσμίκευσι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τότε τὸ πρᾶγμα γίνεται σοβαρὸ καὶ ἐπικίνδυνο καὶ ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς προδοσίας.

Δὲν συκοφαντοῦμε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως γράφοντας αὐτά, διότι στηριζόμαστε στὴν ὅλη εἰκόνα, ποὺ Αὐτὸ μᾶς ἔχει δώσει ἀλλὰ καὶ στὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου. Ὁ Πατριάρχης, πρόσφατα, ἀναφερόμενος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάνθη ὅτι Αὐτὴ μαστίζεται ἀπὸ ἐπαρχιωτισμό! Καὶ διερωτώμεθα: Ἀγνοεῖ, ἄραγε, ὁ Παναγιώτατος ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (παρ’ ὅλα μας τὰ χάλια) ἔχει τὸν ἠθικότερο καὶ ἱεροπρεπέστερο κλῆρο ἀπ’ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὴ μεγαλύτερη πνευματικότητα; Ποιὰ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Εὐρώπης ἔχει Αὐτὸς νὰ μᾶς ἐπιδείξη ὡς πρότυπο; Ποιὰ ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν τὸ μοντέλο, ποὺ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε, ὥστε νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε «ἐπαρχιῶτες»; Ἐάν, Παναγιώτατε, θεωρεῖτε ἐπαρχιωτισμὸ τὴν ἀσυμφωνία μας στὴν κατάργησι τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ στὴν υἱοθέτησι κοσμικῶν ἐκδηλώσεων καὶ συμπεριφορῶν, τότε, ναί, εἴμαστε καὶ θέλουμε νὰ παραμείνουμε «ἐπαρχιῶτες»!

Πρέπει κάποτε νὰ εἰποῦμε τὰ πράγματα μὲ τ’ ὄνομά τους. Δὲν εἶναι σεβασμός το νὰ καταπιέζουμε τὴν ἀγανάκτησί μας καὶ νὰ μὴν ἀρθρώνουμε λέξι, ἐκφράζοντες τὴν ἀντίθεσί μας πρὸς τοὺς πατέρες μας, ὅταν αὐτοὶ αὐθαιρετοῦν. Ὅταν αὐτοὶ καταπιέζουν, ὄχι μόνο τὴ θεολογία, ποὺ μᾶς δίδαξε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁπλ λογική μας.

Ἡ ἁπλῆ λογική μας διαμαρτύρεται, ὅταν ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ διαβάζουμε τὴν πρόσφατη δήλωσι τοῦ Πατριάρχου πὼς ἡ Συνοδικὴ Πρᾶξι τοῦ 1928 «εἶναι κείμενο ἱερὸ καὶ ἀμετάβλητο» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη διαβάζουμε τὰ λόγια τοῦ ἴδιου Πατριάρχου —μέσα ἀπὸ τὸ βιβλίο Του «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων»— νὰ διακηρύσσουν: «Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχη διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχὴν καθ’ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ ἐλπίδι»(!) καὶ γι’ αὐτὸ εἰσηγεῖται ὅτι «εἶναι ἀπαραίτητον καὶ ἐπιβεβλημένον νὰ ἐγκριθῇ καὶ ἐπικυρωθῇ ὑπὸ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Κῶδιξ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (σημ.: δηλαδὴ μιὰ κωδικοποίησι=παραποίησι τῶν Ἱ. Κανόνων), ἐφ’ ὅσον οὗτος διὰ νὰ ἀνταποκριθῆ εἰς τὸν προορισμὸν αὐτοῦ —ὅστις εἶναι νὰ ὑπρετήσῃ κυρίως πρακτικοὺς σκοποὺς— θὰ τροποποιήσῃ καὶ θὰ καταργήσῃ ἀναποφεύκτως κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»(!)

Διαμαρτύρεται ἡ λογική μας γιατὶ ταξινομῶντας ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ ἁπλοϊκὸ μυαλό μας διαπιστώνουμε ὅτι κατὰ τὸν Πατριάρχη μας εἶναι ὄχι ἁπλῶς φυσικὸ ἀλλὰ καὶ «ἐπιβεβλημένον» νὰ τροποποιήση ἡ Ἐκκλησία ἢ καὶ νὰ καταργήση Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο νὰ ἀκυρωθῇ μιὰ ἁπλῆ Πατριαρχικὴ Πρᾶξι, ἡ ὁποία οὔτε οἰκουμενικὸ κῦρος ἔχει, οὔτε πρακτικὴ ἀξία ἔχει σήμερα, μᾶλλον δὲ εἶναι καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱεραρχίας μας ἀλλὰ καὶ ὅπλο στὰ χέρια τῶν Τούρκων εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος. Ἂν εἶναι αὐτὴ λογική, τότε τί χρειάζεται νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἱστορία καὶ τὴ θεολογία;».

5.Κατηγοροῦμαι ἀπὸ τὸν κακόπιστο καὶ ἀδαῆ δημοσιογράφο ὅτι πολεμῶ τὸ αἰχμάλωτο Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸ νὰ θέλω νὰ τοῦ ἀφαιρεθοῦν οἱ «Νέες Χῶρες» (ἔτσι ἀνθελληνικὰ ὀνομάσθηκαν οἱ Βόρειες περιοχὲς τῆς Πατρίδος μας ὥστε εὔκολα νὰ γίνουν σύντομα καὶ “Ἄλλες Χῶρες”!») καὶ οἱ Χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖες –σημειωτέον– μέχρι τὸ 1922 ἦσαν στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Γιατί κατηγοροῦμαι ἀντὶ νὰ ἐπαινεθῶ; Πότε καὶ ποῦ ἀκούσθηκε στὴν παγκόσμια Ἱστορία ὅτι στοὺς αἰχμαλώτους πρέπει νὰ δίδονται ἐξουσίες; Γιὰ ποιόν, ἄραγε, λόγο τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων –παρ’ ὅτι εἶναι «ἡ Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν»– μετὰ τὴν αἰχμαλωσία του, ἀπὸ Πρῶτο τὴ τάξει ποὺ ἦταν ἔλαβε τὴν Πέμπτη θέση στὴ σειρὰ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν; Ἁπλούστατα, διότι κάθε νουνεχὴς ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ ἐξουσίες τῶν αἰχμαλώτων εἶναι κατ’ οὐσίαν ἐξουσίες τῶν ἐξουσιαστῶν τους, ἐξουσίες αὐτῶν ποὺ τοὺς αἰχμαλώτισαν! Ποιόν, λοιπόν, ἐξυπηρετοῦν οἱ ὑπερεξουσίες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Τουρκία καὶ τὴν Ἀμερική;

Ἀπτόητος, ὅμως, ὁ κατήγορός μου, συνεχίζει: «Δὲν βλέπετε ὅτι συρρικνώθηκε ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Πόλης σὲ 3.000 ἀνθρώπους καὶ ὅτι κλείνουν οἱ Ἐκκλησίες καὶ πληθαίνουν τὰ Τζαμιά;»

Βεβαίως καὶ τὰ βλέπουμε, ἀπαντοῦμε, ἀλλὰ βγάζουμε ἐντελῶς ἀντίθετα συμπεράσματα. Οἱ 3000 Ἕλληνες ἀπόμειναν στὴν Πόλη ἔχοντας ὁ Πατριάρχης ὑπερεξουσίες. Καὶ οἱ Ἐκκλησίες ἔκλεισαν καὶ τὰ Τζαμιὰ πληθαίνουν ἔχοντας ὁ Πατριάρχης ὑπερεξουσίες. Καὶ ἡ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἔκλεισε καὶ δὲν ξαναανοίγει, καὶ ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ ἀπειλεῖται νὰ ξαναγίνη Τζαμὶ (ὅπως καὶ κατὰ τὸ παρελθόν, ὅπως φανερώνουν οἱ Μιναρέδες της!), ἔχοντας ὁ Πατριάρχης ὑπερεξουσίες! Καὶ οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης ἔγιναν στὴν πλειοψηφία τους Φράγκικες, ὅπως καὶ οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Αὐστραλίας, ἔχοντας ὁ Πατριάρχης ὑπερεξουσίες!

Τί ἐρεῖ πρὸς ταῦτα; Ποιὸν ὠφέλησαν οἱ Πατριαρχικὲς ὑπερεξουσίες, παρεκτὸς τοὺς Τούρκους, τοὺς Ἀμερικανοὺς καὶ τοὺς Φραγκολατίνους; Δικαιολογεῖται, ἄραγε, τέτοια τύφλωση σὲ ἀνθρώπους ποὺ –ὑποτίθεται– μάχονται κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Παρὰ τὸ «φτωχό μου ἀντιοικουμενιστικὸ βιογραφικό», ὅπως κακεντρεχῶς μὲ εἰρωνεύεται –ἐνῶ ἀγνοεῖ, ποιὰ καὶ πόσα εἶναι τὰ δημοσιεύματά μου–, ἕως ἐκεῖ βλέπω. Αὐτός, μὲ τὸ πλούσιο ἀντιοικουμενιστικό του βιογραφικὸ βλέπει ὅτι ὁ θανάσιμος κίνδυνος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προέρχεται ἀπὸ κάποια …«σταγονίδια» οἰκουμενιστῶν τοῦ “γλυκοῦ νεροῦ” Ἑλλήνων Μητροπολιτῶν(ποὺ παριστάνουν τοὺς οἰκουμενιστὲς γιὰ νὰ ‘’ἀρέσουν’’ στὸ Πατριαρχεῖο), καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν φωληὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ εἶναι τὸ ἐπιτελεῖο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο ἐνορχηστρώνει ὅλη αὐτὴν τήν, κατὰ τὸν ἅγιον Ἰουστίνον Πόποβιτς, «νέαν προδοσίαν τοῦ Χριστοῦ, νέαν σταύρωσιν τοῦ Κυρίου, μόνον οὐχὶ ἐπὶ τοῦ ξυλίνου, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ σταυροῦ τοῦ παπικοῦ οὐμανισμοῦ»(2), ἀπειλεῖ ὅποιον Μητροπολίτη τῆς δικαιοδοσίας του δέχεται ἑτεροδόξους στὴν Ὀρθοδοξία καὶ κλωνοποιεῖται μὲ ἀπίστευτους ρυθμοὺς καὶ “νεοεκκλησιολογικές” ἐπινοήσεις, καταλαμβάνοντας τοὺς Ἐπισκοπικοὺς θρόνους ὅλης τῆς Οἰκουμένης;

6.Γιὰ λόγους ἱστορικῆς μνήμης καὶ προσδοκίας τῆς ἄρσεως τοῦ ἐπιτιμίου, ποὺ ἐπέβαλε ὁ Οὐρανὸς ἐπὶ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, εἶμαι ἀντίθετος σὲ ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ τῆς σειρᾶς τῶν Πατριαρχείων. Τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, παρὰ τὴν αἰχμαλωσία του, πρέπει νὰ μείνη στὴν μετὰ τὸ Σχίσμα Πρωτοκαθεδρία του. Πρωτοκαθεδρία τιμῆς καὶ ὄχι διοικητικῆς ὑπεροχῆς, ἀπηλλαγμένο ἀπὸ διοικητικὲς ἐξουσίες ἐπὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας, καθαρὸ ἀπὸ μολυσμοὺς συμπροσευχῶν μὲ ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, προσηλωμένο στὸν Σταυρὸν τῆς αἰχμαλωσίας του, ἐν προσευχὴ καὶ ἀδιακόπῳ Θ. Λειτουργία, δίδων τὴν καλὴν μαρτυρίαν, εὐωδιάζον καὶ ἀποπνέον τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Τότε καὶ μόνον τότε, ἀπερίσπαστη ἡ Ὀρθοδοξία θὰ ἀφεθῆ –ἐλευθέρα ἀπὸ τὶς πολιτικὲς σκοπιμότητες τῶν Πλανηταρχῶν καὶ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων– νὰ ἀναδείξη τὶς ἅγιες ἡγετικὲς Ὀρθόδοξες Ἐπισκοπικὲς προσωπικότητες, οἱ ὁποῖες πάντοτε ἦσαν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια, ἀνάταση καὶ σωτηρία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ!

Ὑποσημειώσεις:

  1. Ἡ Ἀλήθεια Φῶς (χωρὶς) Φανάρι , Περιοδικὸ «Ἐνοριακὴ Εὐλογία», τεῦχος 15, Ὀκτώβριος 2003.
  2. Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος , σελ.159, Ἀθῆναι 1969

                                                               Πρωτοπρ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

 

Ἐφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 5-6-2015