Μνήμη Φώτη Κόντογλου

Μνήμη Φώτη Κόντογλου

(1895 – 1965)

Συμπληρώθηκαν φέτος 50 χρόνια ἀπό τόν θάνατο καί 120 χρό­νι­α ἀπό τή γέννηση τοῦ Φώτη Κόντογλου. Στό Ἀϊβαλί τῆς Μ. Ἀσίας, τίς ἀρχαῖες Κυδωνίες, τήν 8η Νοεμβρίου τοῦ 1895, γεν­νή­θη­κε ὁ Φώτης Κόντογλου. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ὁ Νικόλαος Ἀπο­στο­λέλλης καί ἡ Δέσποινα Κόντογλου καί τά ἀδέλφια του ὁ Ἰω­άν­νης, ἡ Ἀναστασία καί ὁ Ἀντώνης.

Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του τόν ἑπόμενο χρόνο, τήν φρον­τίδα τῶν παιδιῶν ἀνέλαβε ὁ ἀδελφός τῆς μητέρας του π. Στέ­φανος Κόντογλου, ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίας Παρασκευῆς Κυ­δω­νιῶν. Δέν ἐπρόκειτο γιά μοναστήρι μέ τή γνωστή μας ἔννοια, ἀλ­λά γιά ἕνα ὑποστατικό, μέ βουνά, ἐλαιῶνες, χωράφια, περιβόλια, βοσκοτόπους, ἁλυκές, θάλασσα, ζωντανά, ὅπου διέμενε κατά διαστήματα ὁ Φώτης καί εἶχε τήν εὐκαιρία νά γνωρίση πολλούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του1.

Ἀπό πολύ μικρός ὁ Φώτης ἔδειξε τήν ἐξαιρετική του εὐχέρεια στή ζωγραφική. «Ἔπιασα πολύ μικρός νά ζωγραφίζω, καλά κι ὄχι παιδιακίσια. Σέ ἡλικία ἑφτά-ὀχτώ χρονῶν ἀποτύπωνα φυσιογνωμίες μέ μεγάλη φυσικότητα. Ζωγράφιζα ἁγίους, γέρους, γριές, τσοπάνηδες, γίδια, πρόβατα, ψάρια καί τοπία» σημείωσε ὁ ἴδιος2. Σέ ἡλικία μόλις 16 ἐτῶν μέ τήν συνεργασία συμμαθητῶν του ἐξέδωσε τό πολυγραφημένο περιοδικό «Μέλισσα» κοσμημένο μέ δικά του σχέδια.

 

 

Μετά τό τέλος τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν στό Ἀϊβαλί (1912) ἦλθε τό 1913 στήν Ἀθήνα, ὅπου ἔγινε ἀμέσως δεκτός στό τρίτο ἔτος τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν γιά νά σπουδάση ζωγραφική. Τό ἑπόμενο ἔτος 1914 ταξίδεψε στήν Ἱσπανία καί τήν Γαλλία, ὅπου, χωρίς νά κάνη συστηματικές σπουδές, γνώρισε τά διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, ἐπηρεάσθηκε μᾶλλον ἀπό τόν ἐξπρεσσιονισμό καί ἀνακάλυψε τό ἔργο τῶν μεγάλων δασκάλων τῆς Εὐρωπαϊκῆς ζωγραφικῆς, θαυμάζοντας ἰδιαίτερα τό ἔργο τοῦ Δ. Θεοτοκόπουλου. Ταὐτόχρονα συνεργάσθηκε ὡς ζωγράφος μέ τό Γαλλικό περιοδικό «Illustration» καί βραβεύθηκε γιά τήν εἰκονογράφηση τῆς «Πείνας» τοῦ Κνούτ Χαμσούν.

Ἐπέστρεψε τό 1919 στό Ἀϊβαλί, ὅπου τό 1920 διορίσθηκε καθηγητής τῆς Γαλλικῆς γλώσσας καί τῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης στό ἐκεῖ Παρθεναγωγεῖο. Σ’ αὐτό ἀρχικά ἐργάσθηκε γιά δύο χρόνια. Στό Ἀϊβαλί τυπώθηκε σέ βιβλίο τό πρῶτο ἔργο του, ὁ «Πέδρο Καζᾶς», βιβλίο πού εἰσήγαγε ἕνα νέο στύλ στή νεοελληνική λογοτεχνία καί ἐξέφραζε τό «ἄνοιγμα» τοῦ Κόντογλου πρός τίς συναρπαστικές ἱστορίες, μέ κυρίαρχο τό ἐξωτικό καί περιπετειῶδες στοιχεῖο.

Κατά τήν Μικρασιατική ἐκστρατεία ἐπιστρατεύθηκε (1921). Ἐπανῆλθε στή θέση του στό Παρθεναγωγεῖο τοῦ Ἀϊβαλιοῦ, μετά τήν ἀποστράτευσή του. Τό 1922 ἔγινε στήν Μυτιλήνη ἡ πρώτη ἔκθεση ἔργων του. Ἀκολούθησε ἡ Μικρασιατική Καταστροφή καί ἡ ἐγκατάστασή του στήν Ἀθήνα.

Τό 1923 ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ αἰσθάνθηκε νά «διανοίγονται οἱ ὀφθαλμοί του», καθώς «δέν περίμενε νά εὕρη μιά τέχνη τόσο τέλεια μέσα στίς ἐκκλησίες τῶν Μοναστηριῶν»3. Ταυτόχρονα ἔγραφε τά πρῶτα κείμενα τῆς «Βασάντας».

Μέ τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀθήνα τό 1924, μαζί μέ τόν Κωστῆ Μπαστιᾶ καί μέ συνεργάτες τόν Στρ. Δούκα, τόν Βάρναλη, τόν Δασκαλάκη καί τόν Πικιώνη ἐξέδωσε τό Περιοδικό Τέχνης καί ἐλέγχου «Φιλική Ἑταιρία».

Τό 1926 νυμφεύθηκε τήν Μαρία Χατζηκαμπούρη. Ἀπό τό γάμο τους ἀπέκτησαν μιά κόρη, τήν μετέπειτα κυρία Δέσπω Ἰω. Μαρτίνου.

Ἀπό τό 1928 ἕως τό 1934 ἐξέδωσε τά «Ταξίδια», ἐργάσθηκε ὡς συντηρητής τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τῆς Ἀθήνας (1930-31), ἐξέδωσε τό βιβλίο «Icones et fresques d’ Art byzantin» καί ἄρχισε νά ζωγραφίζη τίς τοιχογραφίες τοῦ σπιτιοῦ του, μέ θέματα κοσμικά, ἀλλά κατά τήν διάταξη τῶν μεταβυζαντινῶν ἐκκλησιαστικῶν τοιχογραφιῶν. Ἐργάσθηκε ὡς καθηγητής ζωγραφικῆς καί Ἱστορίας τῆς Τέχνης στό Ἀμερικανικό Κολλέγιο. Ἐξέδωσε τόν «Ἀστρολόγο» (1934), γνωστὸ ὡς «Ἀστρολάβο».

            Ἀπό τό 1935 καί ἐν συνεχεία γιά ἀρκετά ἔτη, μόνος του ἤ μέ συνεργεῖα βοηθῶν του, ἱστόρησε μέ τοιχογραφίες/ἁγιογραφίες Ἱ. Ναούς καί Παρεκκλήσια, ὅπως τῆς Ἁγίας Λουκίας στό Ρίο Πατρῶν, τῆς Ἁγ. Εἰρήνης στήν Κηφισιά, τοῦ Ὀρφανοτροφείου Καΐρου, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Παιανίας, τό τέμπλο τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ Νοσοκομείου τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, τῆς Καπνικαρέας Ἀθηνῶν, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα Πατησίων, τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Ἄρεως καί τοῦ Ἁγ. Νικολάου Κ. Πατησίων. Παράλληλα διακοσμοῦσε διάφορα ἐκδιδόμενα βιβλία καί ζωγράφιζε πορτραῖτα δημοσίων προσώπων. Συγκρότησε καί διοργάνωσε τό βυζαντινό τμῆμα τοῦ Μουσείου τῆς Κέρκυρας.

Τό 1938, μέ τό ἐπιτελεῖο τῶν βοηθῶν του, δημιούργησε τό μεγαλύτερο μή ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς ἔργο του, τίς τοιχογραφίες τοῦ Δημαρχείου Ἀθηνῶν, ὅπου ἱστόρησε τήν πορεία τῶν Ἑλλήνων ἀπό τά μυθικά χρόνια μέχρι τό 1821.

Μετά τό τέλος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἀφοσιώθηκε κυρίως στήν Ἐκκλησιαστική ζωγραφική, τοιχογραφῶντας ναούς ἤ ἁγιογραφῶντας φορητές εἰκόνες γιά τούς Ὀρθοδόξους σέ ὅλον τόν κόσμο, εἰκόνες μέ τήν ὑπογραφή «Χείρ Φ. Κόντογλου», πού, στή συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων «εἶναι ἡ αὐθεντική καί ἀνόθευτη δογματική ἔκφραση τῆς πίστης τῆς Ἀνατ. Ἐκκλησίας»4.

Ἀπό τό 1950 δημοσίευε σέ ἑβδομαδιαία βάση ἄρθρα ἐξαιρετικοῦ περιεχομένου καί χριστιανικῆς πνευματικότητας στήν ἐφημερίδα «Ἐλευθερία». 1951-52 ἐκδίδει μαζί μέ τόν Βασίλη Μουστάκη τό περιοδικό «Κιβωτός». Τό 1960 ἔλαβε τό Βραβεῖο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (Ταξιάρχης τοῦ Φοίνικος) γιά τό ἔργο του «Ἔφρασις». Τό 1961 ἐξέδωσε τό βιβλίο «Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου στή ζωγραφική τῆς Δύσης», τό 1962 τό «Σημεῖον μέγα» καί τά «Ἅπαντά» του, τό 1963 ἔλαβε τό βραβεῖο Πουρφίνα γιά τό βιβλίο του «Τό Ἀϊβαλί, ἡ πατρίδα μου», ἐνῶ τό 1964 ἐκδόθηκαν διάφορα βιβλία του.

Τό 1965 τοῦ ἀπενεμήθη τό «Ἐθνικό Ἀριστεῖο Γραμμάτων καί Τεχνῶν» τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Στίς 13 Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, σέ ἡλικία 70 ἐτῶν.

Ὁ Φώτης Κόντογλου ὑπῆρξε μιά μοναδική προσωπικότητα στό χῶρο τῆς Τέχνης καί τῶν Γραμμάτων τῆς νεώτερης Ἑλλάδος, μέ ἀκατάβλητη ἐργατικότητα καί ἀστείρευτο πάθος νά ἐξωτερικεύση καί νά μεταδώση στούς συμπατριῶτες του – καί ὄχι μόνο – τόν ἐσωτερικό του πλοῦτο. Μέ τήν πένα καί τόν χρωστῆρα του συνέβαλε καθοριστικά στήν ἀναζωογόνηση τῆς λογοτεχνίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς, μέσω τῆς ἐπιστροφῆς στίς ρίζες τῆς Ὀρθόδοξης Ρωμιοσύνης, φέρνοντας στόν τόπο μας «ἕναν ἄλλον ἀέρα ὑγείας καί ἐλευθερίας»5.

Εἶναι τεράστιος ὁ ὄγκος τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου καί μεγάλη ἡ ποικιλία τῶν εἰδῶν στά ὁποῖα ἐκτείνεται: μυθιστορήματα, βίοι ἁγίων, βίοι παλαιῶν ἡρώων ὑπό τύπον συναξαρίου, περιγραφές, ταξιδιωτικά κείμενα, ἠθογραφικές διηγήσεις, δοκίμια ἀρχαιολογικά, αἰσθητικά, φιλολογικά, θεολογικά, ἱστορικές ἀφηγήσεις ἀλλά καί κείμενα προσωπικοῦ στοχασμοῦ. Ὅλα περιστρέφονται γύρω ἀπό τόν ἄξονα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί προσφέρουν πλουσιότατο ὑλικό γιά μελέτη καί προσέγγιση ἀπό διάφορες πλευρές.

Ἀπό τούς μελετητές τοῦ Κόντογλου, ἄλλοι ἐξετάζουν τό ἐντελῶς ξεχωριστό καί πρωτότυπο προσωπικό του ὕφος, πού ἀποπνέει εἰλικρίνεια, γνησιότητα, ἁπλότητα, πολλές φορές παιδικότητα, ἀλλά καί γνώση, ἔντονα βιώματα καί πλούσιο ψυχικό περιεχόμενο. Ἄλλοι ἐπισημαίνουν τήν δύναμη τοῦ ἁπλοῦ, ἄμεσου, ταπεινοῦ καί ἀνεπιτήδευτου λόγου του. Ἄλλοι ἀναλύουν τά χαρακτηριστικά τῆς ἀφηγηματικῆς του τέχνης. Ἄλλοι διερευνοῦν τήν ἐπιλογή τῶν θεμάτων καί τῶν χαρακτήρων στά ἔργα του. Ἄλλοι, τέλος, τονίζουν τήν βαθύτατη ἐπίδραση πού εἶχε στή διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του καί στήν λογοτεχνική (καί ζωγραφική) δημιουργία του ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ Ἐκκλησιαστική Παράδοση, ἡ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας καί ἡ καταγωγή τοῦ Φ.Κόντογλου ἀπό τά ἅγια χώματα τῶν ἀλησμόνητων πατρίδων τῆς Ἀνατολῆς, πού διατήρησαν γιά πολλούς αἰῶνες τήν Παράδοσή μας ζωντανή.

Ὁ περιορισμένος χῶρος καί ὁ προσανατολισμός ἑνός ἐνοριακοῦ περιοδικοῦ δέν προσφέρονται ἰδιαίτερα γιά φιλολογικές ἀναλύσεις. Δέν εἶναι ἄλλωστε αὐτός ὁ σκοπός μας. Ἁπλῶς αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά ἐκθέσουμε κάποιες ἀπό τίς σκέψεις καί τά συμπεράσματά μας γιά τήν προσωπικότητα τοῦ Φ.Κόντογλου, ὅπως προέκυψαν ἀπό τή μελέτη μέρους τοῦ ἐκδεδομένου συγγραφικοῦ ἔργου του, καθώς, ὅσο γνωρίζουμε, ἀρκετά κείμενά του παραμένουν ἀνέκδοτα ἤ βρίσκονται διάσπαρτα σέ ἐφημερίδες καί περιοδικά τῆς ἐποχῆς του.

Ὁπωσδήποτε, ὅποιος διαβάζει κείμενα τοῦ Κόντογλου παρατηρεῖ ἀμέσως τήν μεγάλη ἀγάπη του γιά τήν φύση, μέ τήν ὁποία φαίνεται νά τόν συνδέη ἕνας βαθύς ἐσωτερικός, μυστικός δεσμός. Μιά πέτρα, ἕνα ἔντομο, τό φεγγάρι, τά ταξιδιάρικα σύννεφα, οἱ μυρωδιές τῆς γῆς, τά κοχύλια καί - ἰδίως - ἡ θάλασσα, γίνονται ἀφορμή νά γράψη ὑπέροχες σελίδες, ὅπου ἀπό τήν περιγραφή περνάει στόν στοχασμό, γιά νά ἀναχθῆ τελικά στόν Θεό, Δημιουργό τοῦ παντός, πού μέ ἀγάπη, σοφία καί ὀμορφιά ἔπλασε τήν κτίση. «Ὅποιος δέν ἔζησε ὁλομόναχος μέσα στή φύση, δέν μπορεῖ νά πῆ πώς τήν ἀγάπησε ἀληθινά, γιατί δέν τήν κατάλαβε ἀληθινά», γράφει στήν Ἀθόλωτη εὐτυχία, τῆς συλλογῆς «Τό Ἀϊβαλί, ἡ πατρίδα μου», ἐκδ. Ἀστέρος, ε΄, 1988, σελ. 276.

Ὁ Κόντογλου, ὅμως τήν εἶχε καταλάβει ἀληθινά τήν φύση, γιατί στά παιδικά καί ἐφηβικά του χρόνια πέρασε πολλά μερόνυχτα μόνος του στά ἐρημονήσια τῆς πατρίδας του, κοιμώμενος μέσα σέ σπηλιές ἤ στή βάρκα του, περπατώντας στίς ἀκρογιαλιές, μαζεύοντας διάφορα ὀστρακόδερμα ἤ ψαρεύοντας, σχίζοντας γιά ὧρες τήν θάλασσα σάν τόν «δέλφινα», παλεύοντας μέ τ’ἀγριεμένα κύματα, κουμαντάροντας τήν βάρκα του ἤ τό τρεχαντήρι, πού εἶχε κατασκευάσει μόνος του μέ τήν βοήθεια ἑνός καραβομαραγκοῦ. «Μονάχα μιά φορά κλείστηκα ἀπ’ τή φουρτούνα καί τά ‘φερα σκοῦρα. Σέ τέτοια περίπτωση βρίσκεσαι ἀληθινά μέ τόν ἑαυτό σου, κι ἄν ἔχεις πίστη κρεμάζεις τήν ἐλπίδα σου στό Θεό» (ἐ.ἀ. σ. 278).

Οἱ φυσικές ὀμορφιές τῆς πατρίδας του ἐπανέρχονται ξανά καί ξανά στά κείμενά του καί ζωντανεύουν μέ τίς περιγραφές καί τίς ἀφηγήσεις του. Σάν νά βλέπουμε καί μεῖς μπροστά μας μαγευτικά ἀκρογιάλια, θεόρατους βράχους, ἐρημονήσια, λόφους καί βουνά, μέ τόν θαλάσσιο πλοῦτο, τή χλωρίδα καί τήν πανίδα τους, ἀλλά καί μέ τά κατανυκτικά ἐρημοκκλήσια ἤ μοναστήρια τους, τόπους καταφυγῆς, ἀνάτασης καί προσευχῆς τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς.

Τό κάλλος, ἡ ὀμορφιά, ἡ ὡραιότητα τόν θαμπώνουν: «καί ποθῶ ὅλο ὡραῖα νά βλέπω καί νά ψηλαφῶ καί νά τραγουδῶ» ἔγραψε σ’ ἕνα ποίημά του, τό 1913.

Ἡ ἄλλη μεγάλη ἀγάπη τοῦ Φ. Κόντογλου εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Πολύ συχνά ἀναφέρεται στούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους τοῦ Ἀϊβαλιοῦ ἀλλά καί ἄλλων τόπων, πού ζοῦσαν τήν ἁπλῆ καθημερινή ζωή τους, μακρυά ἀπό ψεύτικα στολίδια καί φτιασιδώματα. Βοσκοί, ψαράδες, ταβερνιάρηδες, μικροεπαγγελματίες, καπετάνιοι, παλληκάρια ρωμαλέα, ὄμορφες καί δυνατές γυναῖκες τῆς ἐποχῆς του ἔχουν κατακτήσει στήν καρδιά του μιά θέση γεμάτη ἀγάπη καί κατανόηση. «Οἱ ἁπλοῖ κι οἱ καταφρονεμένοι μᾶς μαθαίνουνε κάποια πράγματα, πού δέ θά μᾶς τά μάθουνε ποτές οἱ σοφοί μέ τή σοφία τους. Τά πολύπλοκα καί μπερδεμένα ταράζουνε κι ἀγριεύουνε τήν ψυχή μας, τά ἁπλᾶ τήν εἰρηνεύουνε. Ὁ Χριστός μᾶς παράγγειλε νά ’μαστε ἁπλοῖ, καί νά ’ναι τά λόγια μας ναί ναί, καί ὄχι ὄχι, «τό δέ περισσόν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν». (Τό Ἀϊβαλί, ἐ.ἀ. σ. 220)

Χάρη στήν γνήσια πίστη του στήν ἀλήθεια καί στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Κόντογλου ἀγάπησε βαθειά τόν ἄνθρωπο στήν ἀρχετυπική του εἰκόνα. Ἔτσι, παράλληλα πρός τίς ἀγαθές φυσιογνωμίες τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, παρουσίασε στά κείμενά του καί ληστές, κουρσάρους, τυχοδιῶκτες, ἐγκληματίες, πού ἔτυχε νά γνωρίση προσωπικά, καί μέ μερικούς ἀπ’ αὐτούς νά ζήση μαζί γιά κάποιο χρονικό διάστημα, σέ κάποιο ἐρημοκκλήσι ἤ στήν Ἁγία Παρασκευή Κυδωνιῶν. Στά ἔργα του παρουσίασε αὐτούς τούς ἀνθρώπους ὅπως ἦσαν στήν πραγματικότητα. Παρά τό ὅτι δέν τούς ὡραιοποιεῖ, κάνει τόν ἀναγνώστη νά τούς παρακολουθῆ διακριτικά, ἀκόμη καί μέ συμπόνια, ποθῶντας νά βρῆ ὁ καθένας ἀπό αὐτούς τούς δυστυχεῖς, ἔστω καί στό τέλος τῆς ζωῆς του, τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καί τή λύτρωση. Ὁ Κόντογλου ἀποφεύγει νά τούς κατακρίνη, ἀποφεύγει τήν ἀπόρριψη καί τήν καταδίκη τους ὅπως καί τήν πρός αὐτούς ἀφ’ ὑψηλοῦ διδαχή, ὅσο διάστημα εἶναι κοντά τους καί συζητεῖ μαζί τους. Φτάνει μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο ἀγάπης καί εὐσπλαχνίας, ὥστε νά ἀποκαλῆ κάποιους ἀπ΄ αὐτούς «ἀθώους φονιάδες», διότι κατανοεῖ τόν παροξυσμό τῆς στιγμῆς, πού τούς ὁδήγησε νά διαπράξουν τό κακό, χωρίς κατά βάθος νά εἶναι ἐγκληματικές φύσεις.

Παρ’ ὅτι κοσμογυρισμένος καί πολύ μελετημένος, ἡ σκέψη καί ἡ καρδιά τοῦ Κόντογλου γύριζαν πάντα στόν τόπο του, τήν ἄλλη μεγάλη ἀγάπη του, τό Ἀϊβαλί. Ἀναπολοῦσε, συχνά μέ πόνο ψυχῆς, τά ὄμορφα χρόνια τῆς ἁπλῆς καί ξέγνοιαστης ζωῆς του κοντά στή φύση, ἀλλά – κυρίως – μέσα στήν ὁλοζώντανη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σέ καιρό πού ἡ Παράδοση αὐτή εἶχε ὑποτιμηθῆ στόν Ἑλλαδικό χῶρο. Οἱ εὐαίσθητες καί καθαρές πνευματικές του κεραῖες, πού συνελάμβαναν τά μυστικά τῆς φύσης ἀλλά καί τά μυστήρια τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἀντιλαμβάνονταν ὅτι στήν νέα πατρίδα, ὅπου ζοῦσε ἀναγκαστικά μετά τό 1922, οἱ Ἕλληνες δέν ἦταν σάν τούς Ἕλληνες πού ἐκεῖνος γνώριζε. Δέν στοιχοῦσαν πρός τό ἰδεῶδες τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ Ἕλληνα, ἰδεῶδες πού ὁ ἴδιος διατηροῦσε ὡς πολύτιμο θησαυρό μέσα στήν ψυχή του. Τόν πονοῦσε ψυχικά ἡ ξενομανία, πού χαρακτήριζε τούς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του στήν Ἑλλάδα, ὄχι ἐπειδή δέν ἀγαποῦσε τούς ξένους, ἀλλά ἐπειδή ἔβλεπε νά ἀπεμπολοῦνται τά «τζιβαϊρικά» τοῦ γένους μας μέ τήν ἀκατάλυτη καί διαχρονική πνευματική ἀξία τους.

Ὁ Κόντογλου σέ κάθε τι ἔβλεπε τήν φανερή ἤ κρυμμένη γιά τούς πολλούς πνευματική διάσταση. Σάν ποιητής ἔδινε πνευματικό περιεχόμενο ἀκόμη καί στά πιό ἁπλᾶ καί ἄψυχα πράγματα, ὅπως εἶναι λ.χ. μιά πέτρα, πού τοῦ θυμίζει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ταπείνωση, ἤ τό πανί μιᾶς βάρκας, πού σιγά σιγά χάνεται στόν ὁρίζοντα καί τόν φέρνει σέ μυστική ἐπικοινωνία ἀγάπης καί φιλίας μέ τόν ἄνθρωπο πού βρίσκεται μέσα στή βάρκα. Γι’ αὐτό πολλές φορές ὁ κόσμος δέν καταλάβαινε τόν Κόντογλου, ὅπως κι ὁ ἴδιος διεπίστωνε καί παραδεχόταν. Γιά νά τόν καταλάβη κανείς θά πρέπει νά ἔχη τήν ἁγνή πνευματική διάθεση καί τά εὐαίσθητα πνευματικά αἰσθητήρια ἑνός παιδιοῦ.

Ὁ Φ. Κόντογλου εἶναι ἀπό κείνους τούς λογοτέχνες πού ἔχουν κάτι οὐσιῶδες νά ποῦν, πού μιλᾶνε κατ’ εὐθεῖαν στήν ψυχή μας, ψυχή μέ ψυχή, μακρυά ἀπό τούς διαδαλώδεις συλλογισμούς τῆς κουλτουριάρικης διανόησης τοῦ τότε καί τοῦ τώρα. Μακρυά ἀπό τά ψιμμύθια μιᾶς στείρας καί ματαιόδοξης ἐπίδειξης σοφίας, ἐπιστημοσύνης καί παντογνωσίας. Ὁ Κόντογλου ἁπλά «εἶναι ἐδῶ» καί μᾶς βοηθεῖ νά δοῦμε κι ἐμεῖς μέσα ἀπό τά δικά του μάτια. Νά δοῦμε αὐτή τήν ἄλλη διάσταση τῶν πραγμάτων, τήν ἀληθινή, τήν ὄμορφη, τήν πνευματική καί τήν ἁγιασμένη ἀκόμα, τήν ἐξαγνιστική καί λυτρωτική. Πόσο λείπει αὐτό στήν ἐποχή μας! …

Ὁ Κόντογλου, κοντά στίς ἄλλες του ἀγάπες, τῆς φύσης, τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης, τῆς βυζαντινῆς τέχνης κλπ., ἀγαποῦσε καί κάτι ἄλλο: τήν ἡσυχία! «Ἡσυχία! Σιωπή! Ὦ βλογημένη σιωπή, πού μέσα σέ σένα ἀκούγω τίς μυριάδες μυστικές φωνές τοῦ παντός! Κι ὦ ταραχή καί βουή τῆς πολιτείας, πού μέ ἐμποδίζεις ν’ ἀκούσω τήν ὑπερκόσμια αὐτή καί πολύηχη σιωπή, πού τήν ἀκούω σέ τούτη τήν ἔρημο! Τώρα καταλαβαίνω καλά, γιατί στήν ἔρημο ἀκούγανε οἱ ἀσκητές τή φωνή τοῦ Θεοῦ καί καταλαβαίνανε τά μυστήρια», ἔγραφε6.

Αὐτή του ἡ ἀγάπη τῆς ἡσυχίας συμβαδίζει μέ τήν ἀγάπη του στά κείμενα τῶν μεγάλων Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τά ὁποῖα μελετοῦσε συνεχῶς. Ἀποσπάσματα τῶν Ἁγίων Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου καθώς καί ἁγιογραφικά χωρία παρατίθενται συχνά στά ἔργα του. Ἤθελε πολύ νά διαδοθοῦν τά ἔργα τῶν Πατέρων στήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς του καί ἐργαζόταν πρός τό σκοπό αὐτό, μεταφράζοντας τά κείμενά τους.

Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔζησε πολύ φτωχικά, ταπεινά, ἀσκητικά, μέ τήν οἰκογένειά του, στή συνοικία Κυπριάδου τῶν Πατησίων, στήν ὁδό Γαβριηλίδου 39. Θά μποροῦσε καί πλοῦτο νά ἔχη καί δόξα καί καλοπέραση, ἄν ἤθελε, ἀρκεῖ ν’ ἀκολουθοῦσε τόν συρμό τῆς ἐποχῆς. Προτίμησε ὅμως τήν συντροφιά μέ τούς Ἁγίους, πού ζωγράφιζε προσευχόμενος καί ψάλλοντας ὕμνους σχεδόν ἀδιαλείπτως. Προτίμησε τήν καθημερινή μέ ἱερό ζῆλο μελέτη καί ἐνασχόληση μέ τά κείμενα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ζῶντας μέσα στόν κόσμο καί ἐπικοινωνῶντας μέ πάρα πολλούς ἀνθρώπους στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, ζοῦσε ταὐτόχρονα, ἐκτός τοῦ κόσμου, μέ τήν συντροφιά τοῦ Θεοῦ καί μέ μυστικές ἐμπειρίες τῆς παρουσίας Του.

«Τό καλύβι μας εἶναι φτωχό στά μάτια τοῦ κόσμου, καί μολαταῦτα στ’ ἀληθινά εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡλιοστάλακτος θρόνος, γιατί μέσα σκήνωσε ἡ πίστη καί ἡ εὐλάβεια. Κι ἐμεῖς πού καθόμαστε μέσα, εἴμαστε οἱ πιό φτωχοί ἀπ’ τούς φτωχούς, πλήν μᾶς πλουτίζει μέ τά πλούτη Του Ἐκεῖνος, πού εἶπε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ»7.

Πολλοί τόν ἐκτίμησαν καί τόν ἀγάπησαν μά καί πολλοί τόν περιφρόνησαν. Δοσμένοι στό κυνήγι τοῦ χρήματος δέν ἦταν σέ θέση νά κατανοήσουν οὔτε τό ἔργο του οὔτε τόν τρόπο ζωῆς του. Τόν χαρακτήρισαν φανατικό, ὀπισθοδρομικό, χασομέρη, ἀνόητο, ἴσως καί βλαμμένο. «Ὡστόσο ἐμένα δέν μέ φοβερίζουνε αὐτές οἱ προσβλητικές ὀνομασίες, γιατί τίς συνήθισα καί γιατί τίς ἀκούσανε κι ἄλλοι, πιό σπουδαῖοι ἀπό μένα, ἀλλά καί γιατί δέν ἔχω πολλή ἐκτίμηση σέ ὅσα ἐκτιμοῦν οἱ σημερινοί ἄνθρωποι. Καί γι’ αὐτό, ὅπως πάντα, φανερώνω τί ἔχω μέσα στήν καρδιά μου, κι ὅποιος θέλει ἄς τ’ ἀκούσει»8.

Στερεωμένος ἀσάλευτα στήν πίστη ἀντιμετώπιζε μέ χριστιανική καρτερία τούς ἐπικριτές του καί κάθε κακόβουλο ἄνθρωπο. Πονοῦσε ὅμως καί πληγωνόταν ἡ εὐαίσθητη ψυχή του, ὄχι τόσο γιά τίς ἐπιθέσεις πρός τό πρόσωπό του καί τό ἔργο του, ὅσο γιά τήν καταφρόνηση πού ἐπεδείκνυαν οἱ Νεοέλληνες στούς θησαυρούς τῆς Ὀρθόδοξης καί Ἑλληνικῆς Παράδοσης, αὐτῆς, πού ἀγωνιζόταν σκληρά κι ἐπίμονα νά μεταλαμπαδεύση στίς ἑπόμενες γενιές.

Κλείνοντας αὐτήν τήν περιορισμένη καί φτωχή ἀναφορά στό πρόσωπό του καί στό ἔργο του, θά λέγαμε ὅτι ὁ Φώτης Κόντογλου ἦταν ἕνας ἄνθρωπος:

          με βαθιά ψυχή, μέ διεισδυτικό βλέμμα, μέ ἄδολη ἀγάπη γιά ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, μέ ἁγνή φιλοπατρία, μακριά ἀπό ἔχθρες καί μισαλλοδοξίες.

Ὁ Φώτης Κόντογλου ἦταν:

          ἕνας ταλαντοῦχος ζωγράφος καί ἁγιογράφος, ἕνας χαρισματικός ποιητής – συγγραφέας, ἕνας γνήσιος ἐκφραστής τῆς Ὀρθόδοξης Ρωμιοσύνης, ἕνας ἀτόφιος Χριστιανός καί Ἕλληνας, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Τί θά εἶχε νά μᾶς πῆ σήμερα; Ἄς τόν ἀκούσουμε:

«Ἀνοῖξτε τίς καρδιές σας στό φῶς, ὅσοι ποθεῖτε νά χαρεῖτε ἀληθινά, ἀφήσετε τήν καλοσύνη νά μπεῖ μέσα της καί νά τή φαρδύνει, ὥστε ἀπό στενή φυλακή, νά γίνει περιβόλι ἁπλόχωρο καί μοσκοβολημένο! Ποτῖστε τη μέ τό δροσερό νερό τῆς ἀγάπης, θρέψτε τη μέ ἁγνότητα καί μέ εἰρήνη γιά νά νιώσετε ἀληθινά πώς ζεῖτε καί πώς δέν εἴσαστε πεθαμένοι: «Νά, μέσα σου εἶναι ὁ οὐρανός, ἄν εἶναι καθαρά τά φυλλοκάρδια σου. Εἰρήνεψε μέσα στόν ἑαυτό σου, καί θά εἰρηνέψει ὁ οὐρανός κι ἡ γῆ. Ἔμπα στό θαλάμι πού βρίσκεται μέσα σου, καί θά δεῖς τό παλάτι τ’ οὐρανοῦ, γιατί ἕνα εἶναι καί τοῦτο καί κεῖνο κι ἀπό τήν ἴδια θύρα τά θωρεῖς καί τά δυό». Μή φοβᾶσαι τή φτώχεια τοῦ κορμιοῦ παρά νά τρέμεις τή φτώχεια τῆς ψυχῆς, γιατί ὅποιος ἔχει τούτη τή δεύτερη φτώχεια θαρρεῖ πώς ζεῖ, μά ἀληθινά εἶναι πεθαμένος. Λυπήσου τόν ἑαυτό σου καί μή θυμώνεις καί θαρρεῖς πώς ἔτσι εἶσαι γενναῖος. Ἀγάπησε τήν πραότητα καί τήν ὑπομονή, καί θά δεῖς πώς θά βρεῖς ξεκούραση καί θά ἀπογευτεῖς κάποια θροφή ἀθάνατη. Ὁ ὑπομονητικός ἄνθρωπος νιώθει πώς βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κάστρο πού δέν μπορεῖ νά τό πατήσει κανένας ὀχτρός, κι εἶναι ἀτάραχος στίς ἀνεμοζάλες πού τόν κροῦνε. Διῶξε ἀπό μέσα σου τά πονηρά νοήματα, καί σέ λίγο θά νιώσεις τή βρῶμα πού ἔκλεινες μέσα σου καί πού τήν εἶχες πρωτύτερα γιά εὐωδία. Ἔβγα λίγο ἀπό τή νύχτα τῆς περηφάνιας πού σέ σκεπάζει καί θά λάμψει μπροστά σου τό γλυκό φῶς τῆς ταπείνωσης· καί θά νιώσεις χαρά μεγάλη κι ἡσυχία βλογημένη. Πόθησε νά κλάψεις καί νά πικραθεῖς, καί τότε θά καταλάβεις ἀπό ποῦ βγαίνει ἡ ἀληθινή χαρά. Μή φυλάγεσαι ὁλοένα ἀπό τά λυπηρά γιατί δέ θά νιώσεις ἀληθινή παρηγοριά. Ἔχε παντοτινά στόν νοῦ σου πώς σήμερα εἶσαι καί αὔριο δέν εἶσαι σ’ αὐτόν τόν κόσμο, καί θά ταπεινωθεῖς· κι ἅμα ταπεινωθεῖς, θά φτάξεις κοντά στόν Θεό, καί τό ἔλεός Του θά σέ κάνει ν’ ἀνοίξεις τά μάτια σου σέ κεῖνον τόν κόσμο πού ἀνατέλλει ὁ ἀβασίλευτος ἥλιος τῆς ἐλπίδας.

Μή φοβᾶσαι ν’ ἀπομείνεις μοναχός στόν ἑαυτό σου, καί καταγίνεσαι ὁλοένα μέ χίλια πράγματα γιά νά τόν ξεχάσεις· γιατί ὅποιος ἔχασε τόν ἑαυτό του, κάθεται μέ ἴσκιους καί μέ φαντάσματα μέσα στήν ἔρημο τοῦ θανάτου. Ἀγάπησε τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο περισσότερο ἀπό τίς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων καί περισσότερο ἀπό κάθε ἀρχοντιά κι ἀπό κάθε δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου, καί τότε μοναχά θά χαίρεσαι σέ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου και θά νιώθεις τήν πνευματική ὄρεξη. Κανένας δρόμος δέν βγάζει στήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρά μονάχα ὁ Χριστός, πού σέ καλεῖ πονετικά καί πού σοῦ λέγει: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός». Κι ὅποιος δέν ἔχει μέσα του εἰρήνη, μήν περιμένει νά βρεῖ χαρά. Αὐτά γράψε τα στήν καρδιά σου, κι ὄχι στόν νοῦ σου»9.

                                            Θεοδώρα Ζύγουρα

                                             Φιλόλογος

Παραπομπές

1. Πρωτοχρονιά στήν Ἁγιά-Παρασκευή. Φ. Κόντογλου, Τό Ἀϊβαλί, ἡ πατρίδα μου,
            ἔκδοση ε΄, «Ἀστήρ», 1988, σελ. 125

2. Αὐτόγραφο τοῦ Φ. Κόντογλου, ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ Π. Πρεβελάκη, εἰς Μνημονάριον
            τοῦ Φώτη Κόντογλου, Τετράδια «Εὐθύνης» 23, Ἀθήνα, 1985, σελ. 205.

3. Ν. Ζία, Ὁ ζωγράφος Φώτης Κόντογλου – Μερικά χαρακτηριστικά τοῦ ἔργου του,
            εἰς Μνημονάριον … ἔ.ἀ. σ. 112.

4. Ν. Ζία, ἐ.ἀ., σ. 114

5. Π. Πάσχου, Ἡ ζωντανή καί ἡ νεκρή παράδοση, Προλεγόμενα στό «Εὐλογημένο
            Καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἐκδ. Ἄγκυρα, Δεκ. 2010, σ. 13.

6. Φ. Κόντογλου, Εὐλογημένο Καταφύγιο, ἐ.ἀ., σ. 73-74

7. Φ. Κόντογλου, Καρδία συντετριμμένη, εἰς Εὐλογημένο Καταφύγιο, ἐ.ἀ., σ. 277.

8. Φ. Κόντογλου, Τό βασίλεμα τοῦ ἥλιου, εἰς Εὐλογημένο Καταφύγιο, ἐ.ἀ., σ. 145.

9. Φ. Κόντογλου, Ἡ βλογημένη καλοσύνη, εἰς Εὐλογημένο Καταφύγιο, ἐ.ἀ.,σ. 288-289.