ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ (Δ΄)

174.5.Nomomathis

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ

Μιά ἀπόπειρα ἀντιπαραβολῆς

(Δ΄)

Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ

ΝΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ

ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗΣ & ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

«Ὕπαγε καί διοίκει οὐχί ὡς κριτής, ἀλλ’ ὡς ἐπίσκοπος»!

Διατάξεις περί ἀτοµικῶν δικαιωµάτων

στό πλαίσιο τῆς ποινικῆς καταστολῆς:

 Στά προηγούµενα τεύχη (Νοέµβριος καί Δεκέµβριος 2016, Ἰανουάριος 2017) ἔγινε ἀναφορά στό ὅτι τό Εὐαγγέλιο ἀναγνωριζόταν ὡς θεµελιώδης νόµος στό Βυζαντινό κράτος(πρβλ καί Ἀποκ.5, 12: «ἄξιον ἐστίν τό ἀρνίον τό ἐσφαγµένον λαβεῖν τήν δύναµιν …καί ἰσχύν..»). Λαµβάνοντας δέ ὑπ’ ὄψη παραδείγµατα, ὅπως αὐτό τοῦ Ἀκακίου, ἐπισκόπου Ἀµίδης, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ συσκέφθηκε µέ τούς κληρικούς του, πώλησε ἐκκλησιαστικά σκεύη (:διότι «…ὁ Θεός ἡµῶν οὔτε δίσκων, οὔτε ποτηρίων χρήζει, οὔτε γάρ ἐσθίει, οὔτε πίνει…») γιά νά διαθρέψει καί ἀπολυτρώσει µέ τό τίµηµά τους 7.000 Πέρσες, αἰχµαλωτισθέντες σέ προηγούµενο πόλεµό τους κατά τῶν Βυζαντινῶν καί γιά νά τούς ἐπαναπατρίσει στήν πατρίδα τους Περσία ἐλεύθερους (Σωκράτους, Ἱστορία) καί παραµερίζοντας µιά δῆθεν ρεαλιστική κυνική στάση,ἴσως νά διστάσουµε νά συµφωνήσουµε µέ τό ρηθέν ὅτι «τό Βυζάντιο ἦταν ἕνα ἀποτυχηµένο πείραµα». Ἐν συνεχεία, θά ἀναφέρουµε κάποιες διατάξεις σχετικές µέ τήν ἀντιµετώπιση τῶν ἐσωτερικῶν, αὐτή τή φορά, ἐχθρῶν, τῶν ἐγκληµατιῶν:

–Πεῖρα 51, 22:

–«Ὅτι ὁ µάγιστρος ἔλεγε … καί ἕτερος νόµος ἐστίν ἵνα τάς ὡρισµένας ποινάς ἀπό τοῦ νόµου µή παραβαίνωσιν οἱ δικασταί…».

Ἀντίστοιχο εἶναι τό ἄρθρο 7 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος τό ὁποῖο ἀποτυπώνει τή σχετική θεµελιώδη ἀρχή τοῦ ποινικοῦ δικαίου «nullum crimen nulla poena sine lege» (:«1. Ἔγκληµα δέν ὑπάρχει οὔτε ποινή ἐπιβάλλεται χωρίς νόµο πού νά ἰσχύει πρίν ἀπό τήν τέλεση τῆς πράξης καί νά ὁρίζει τά στοιχεῖα της. Ποτέ δέν ἐπιβάλλεται ποινή βαρύτερη ἀπό ἐκείνη πού προβλεπόταν κατά τήν τέλεση τῆς πράξης..»,πρβλ καί: «οὐ γάρ οὐκ ἔστι νόµος, οὐκ ἔστι παράβασις» Πρός Ρωµαίους 4, 16). Μέ τήν εἰδικότερη αὐτή ἀρχή ἐκδηλώνονται στόν χῶρο τῆς ποινικῆς καταστολῆς, ὅπου ἡ κρατική ἐξουσία µεταχειρίζεται τά πιό αὐστηρά καί «ἐπεµβατικά» µέτρα, ἐκεῖ δηλαδή ὅπου εἶναι κατεξοχήν εὐεργετικές, οἱ ἀρχές τοῦ κράτους δικαίου καί τῆς νοµιµότητας, στίς ὁποῖες ἤδη ἔγινε ἀναφορά.

–Ἰουστινιανός βασιλεύς Μηνᾶ Ἐπάρχῳ Πραιτωρίων:

«Ἐπιθυµοῦµε κανείς νά µήν φυλακίζεται στήν εὐδαίµονα πόλη ἤ στίς ἐπαρχίες, χωρίς τήν προσταγή τῶν λαµπροτάτων, ἐνδόξων καί περιβλέπτων ἀρχόντων ἤ τῶν ἐκδίκων τῆς πόλης.

(Ὁρίζουµε) µιά ἡµέρα τῆς ἑβδοµάδας, τήν Τετάρτη ἤ τήν Παρασκευή οἱ θεοφιλέστατοι κατά τόπους ἐπίσκοποι νά διερευνοῦν τούς φυλακισµένους καί νά µαθαίνουν µέ ἀκρίβεια τήν αἰτία τῆς κράτησής τους εἴτε εἶναι ἐλεύθεροι εἴτε δοῦλοι, εἴτε κρατοῦνται γιά χρηµατική ὑπόθεση ἤ γιά διάπραξη ἐγκλήµατος ἤ γιά φόνο».

«Ἀπαγορεύουµε τήν ἵδρυση µέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἰδιωτικῶν φυλακῶν σέ πόλη ἤ σέ κώµη καί ἀναθέτουµε στή φροντίδα τῶν κατά τόπον θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων νά ἀπελευθερώνουν τούς κρατουµένους».

Μέ τίς ἄνω διατάξεις ἐπιβεβαιώνεται ὅτι τά θέµατα ἀσφαλείας καί ἡ σωφρονιστική πολιτική ἀνήκουν στόν πυρήνα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί δέν ἐπιτρέπεται νά ἀσκοῦνται ἀπό ἰδιῶτες. Ἀντίστοιχη εἶναι ἡ ἀντίληψη πού διαπνέει τό Ἑλληνικό Σύνταγµα πού ἀναγνωρίζει ὅτι ὑπάρχει ἕνας «σκληρός πυρήνας» ἁρµοδιοτήτων, στόν ὁποῖο ἐµπίπτει ἡ τήρηση τῆς δηµόσιας τάξης καί ἀσφάλειας, οἱ ὁποῖες δέν ἐπιτρέπεται νά παραχωροῦνται σέ ἰδιῶτες καί νά ἀσκοῦνται ἀπό αὐτούς. Σηµειώνεται ὅτι σήµερα πολλές χῶρες διατηροῦν ἰδιωτικές φυλακές καί µάλιστα ὑπάρχει γενικότερη τάση πρός ἐπέκτασή τους. Τονίζεται δέ ὅτι µέ τίς παρατεθεῖσες διατάξεις ἀναγνωρίζεται στούς κατά τόπους ἐπισκόπους ἡ ἁρµοδιότητα νά ἐποπτεύουν σέ τακτική βάση τήν  ἄσκηση τῆς σωφρονιστικῆς πολιτικῆς τοῦ κράτους. Ἐπισηµαίνεται ἀκόµη ἡ βούληση τοῦ νοµοθέτη ἡ φυλάκιση νά γίνεται µόνο µετά ἀπό διαταγή συγκεκριµένων κρατικῶν ὀργάνων, στά ὁποῖα δίδεται αὐτή ἡ ἁρµοδιότητα, µεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ ἔκδικοι τῆς πόλης. Τονίζεται δέ ὅτι οἱ ἔκδικοι τῆς πόλης ἦταν κατώτεροι δικαστές καί ἐκλέγονταν µέ διετῆ θητεία ἀπό τούς πολίτες ἑκάστης πόλης, ὁ δέ Ἰουστινιανός εἶχε µεριµνήσει µέ τήν Νεαρά 15 γιά τήν ἀνεξαρτησία τοῦ θεσµοῦ αὐτοῦ ἔναντι τῶν κυβερνητῶν (DenisFeissel, Βυζαντινός Κόσµος Ι, ἔκδ. Πόλις). Ἡ πολύ µεταγενέστερη ρύθµιση τῶν ὅρων τῆς στέρησης τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας (ἀρχή «habeascorpus», ἡ δυνατότητα νά «ἔχεις», νά ὁρίζεις τό σῶµα σου καί νά µή σοῦ στεροῦν κατά αὐθαίρετη βούληση τή δυνατότητα τῆς φυσικῆς κίνησης) στήν Ἀγγλία τοῦ 13ου αἰώνα θεωρεῖται ἱστορικός σταθµός στήν κατοχύρωση τῶν ἀτοµικῶν δικαιωµάτων.

Τό κυριώτερο, ὅµως, πού πρέπει νά τονισθεῖ εἶναι ἡ δικαιοδοσία πού ἀναγνωρίζεται στούς Ἐπισκόπους, τά ὄργανα τῆς Τάξης τῆς Χάριτος, νά ἐπιβλέπουν τήν ἄσκηση τῆς κατασταλτικῆς καί σωφρονιστικῆς πολιτικῆς τῶν ὀργάνων τοῦ Νόµου. Πρόκειται γιά ἕνα ἀκόµη παράδειγµα τῆς «αὐθυπέρβασης» τοῦ κράτους, ἡ ὁποία ἐπιχειρήθηκε στό πλαίσιο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας,στήν ὁποία ἔγινε ἤδη ἀναφορά σέ προηγούµενο κεφάλαιο. Χαρακτηριστικό τῆς νοοτροπίας αὐτῆς εἶναι καί αὐτό πού ἀναφέρεται γιά τόν ἅγιο Ἀµβρόσιο Μεδιολάνων, στόν ὁποῖο ὁ ἔπαρχος τῆς Ἰταλίας Ἀνίκιος Πρόβος, ὅταν τόν διόρισε, πρίν ἀκόµη χειροτονηθεῖ, πολιτικό διοικητή τῆς ἐπαρχίας Λιγυρίας καί Αἰµιλίας, παρήγγειλε: «ὕπαγε καί διοίκει οὐχί ὡς κριτής, ἀλλ’ ὡς ἐπίσκοπος». Ἀλλά καί ὁ αὐτοκράτωρ Βαλεντινιανός, ὅταν ὁ ἅγιος Ἀµβρόσιος εἶχε πιά  χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, τοῦ εἶπε, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ εἶχε ἐπισηµάνει κάποιες κρατικές καταχρήσεις: «καί πάλαι ἤδειν τήν παρρησίαν…ἰάτρευε οὔν ὡς ὁ θεῖος ὑπαγορεύει νόµος τά τῶν ἡµετέρων ψυχῶν πληµµελήµµατα». Ἀλλά καί ὁ Μέγας Θεοδόσιος εἶπε τελικά γιά τόν ἴδιο ἅγιο ἐπίσκοπο: «µόγις βασιλέως καί ἱερέως ἐδιδάχθην διαφοράν, µόγις  εὗρον ἀληθείας διδάσκαλον..».

 

–Οἱ αὐτοκράτορες Ὀνώριος καί Θεοδόσιος Αὔγουστοι πρός Καικιλιανόν, τόν Ἔπαρχον Πραιτωρίων:

«Οἱ ἄρχοντες κάθε Κυριακή νά ἐλέγχουν καί νά ἐξετάζουν τούς φυλακισµένους πού προσάγονται ἀπό τά δεσµωτήρια, ὥστε νά µήν ἀποκλείεται ἡ φιλάνθρωπη µεταχείρισή τους ἀπό διεφθαρµένους δεσµοφύλακες καί νά µεριµνοῦν ὥστε νά παρέχονται τά ἀναγκαῖα πρός τροφή … εἶναι πρέπον ἐπίσης νά ὁδηγοῦνται στό λουτρό ὑπό ἀσφαλῆ φρούρηση»

Σύµφωνα µέ ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωµάτων πού ἐλήφθη τό 2009: «Τά στερητικά τῆς ἐλευθερίας µέτρα συνοδεύονται ἀναπόφευκτα ἀπό ταλαιπωρία καί ταπείνωση. Ἄν καί πρόκειται γιά µία ἀναπόδραστη πραγµατική κατάσταση, ἡ ὁποία, ὡς τέτοια καί ἀφ’ ἑαυτῆς, δέν ἐπιφέρει παραβίαση τοῦ ἄρθρου 3, ἡ διάταξη αὐτή ἐπιβάλλει ἐν τούτοις στό Κράτος νά ἐξασφαλίσει τό νά κρατεῖται ὁποιοδήποτε στερηθέν τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄτοµο ὑπό συνθῆκες συµβατές µέ τόν σεβασµό τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, οἱ τρόποι ἐκτέλεσης τῶν µέτρων νά µήν τό ὑποβάλλουν σέ ἀγωνία ἤ δοκιµασία ἐντάσεως ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τό ἀναπόφευκτο ἐπίπεδο πόνου τό ὁποῖο συνεπάγεται ἕνα τέτοιο µέτρο καί, λαµβανοµένων ὑπόψη τῶν πρακτικῶν ἀπαιτήσεων τῆς φυλάκισης, νά διασφαλίζονται κατά τρόπο ἐπαρκῆ ἡ ὑγεία καί ἡ καλή κατάστασή του».

Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισηµανθεῖ ὅτι ἡ φράση «φιλάνθρωπη µεταχείριση» πού ἀπαντᾶται στήν παρατεθεῖσα διάταξη πρέπει νά ἐννοηθεῖ µέ τό ἀρχικό θερµό καί εἰλικρινές νόηµά της καί ὄχι σύµφωνα µέ τήν τρέχουσα παρανόηση τῆς λέξης «φιλανθρωπία» πού ἔχει σχεδόν ἀντιστρέψει τή σηµασία της, ὥστε νά καταντήσει νά σηµαίνει ἐπίδειξη περιφρονητικοῦ δῆθεν οἴκτου. Ἑποµένως, ὡς ἔννοια πού σηµαίνει τή ζωντανή φιλία πρός τούς ἀνθρώπους, ὑπερέχει καί εἶναι γονιµότερη τοῦ «σεβασµοῦ τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας», γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος στίς σύγχρονες νοµοθεσίες, µιᾶς ἔννοιας, ὁπωσδήποτε εὐγενοῦς, ἐµπνευσµένης, ὅµως, ἀπό τήν καντιανή ἀξιολογία, πού τονίζει περισσότερο τό καθῆκον καί λιγότερο τό αἴσθηµα.

Ἀκόµη, σύµφωνα µέ τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου (Βυζαντινή Ἱστορία Α’, ἐκδ. Βάνια), ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος κατήργησε τόν διά σταυροῦ θάνατο, ἀπαγόρευσε τόν στιγµατισµό στό πρόσωπο καί θέσπισε οἱ κρατούµενοι στίς φυλακές νά βλέπουν τό φῶς τοῦ ἥλιου καθηµερινά.

Ἡ Ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας:

-Νεαρά 61 Λέοντος τοῦ Σοφοῦ:

-«Τῆς κρίσεως γάρ ἀπαντώσης κατά λόγον τοῦ ἁµαρτήµατος τοῖς ἐξηµαρτηκόσι, δίκης ὡς ἀληθῶς ἐστί ψῆφος καί δίκαιόν το ἐπί τούτοις ἐπιτιθέµενον τίµηµα, βαρυτέρας δέ κολάσεως ἤ ἐφ’ ὅσον Ῥδεικολασθειναί το πταῖσµα προϊούσης, οὐκέτι δίκης ἔργον, ἀδικίας δέ µᾶλλον εἴη τό γινόµενον...».

Ἀντίστοιχη εἶναι ἡ θεµελιώδης ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας (βλ. ἄρθρο 25 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος: «...Οἱ κάθε εἴδους περιορισµοί πού µποροῦν κατά τό Σύνταγµα νά ἐπιβληθοῦν στά δικαιώµατα αὐτά πρέπει νά προβλέπονται εἴτε ἀπευθείας ἀπό τό Σύνταγµα εἴτε ἀπό τό νόµο, ἐφόσον ὑπάρχει ἐπιφύλαξη ὑπέρ αὐτοῦ καί νά σέβονται τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας»), ἡ ὁποία σήµερα ἔχει εὐρύτατη ἐφαρµογή στό πλαίσιο τοῦ ἐλέγχου τῆς συνταγµατικότητας τῶν νόµων καί τῆς προστασίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωµάτων. Κατά τήν ἐν λόγω ἀρχή κάθε κρατικό µέτρο πρέπει νά εἶναι ὄντως πρόσφορο γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ ἐπιδιωκόµενου µέ τό κρινόµενο µέτρο σκοποῦ, νά µήν ὑπάρχουν ἄλλα µέτρα ἠπιότερα γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ αὐτοῦ σκοποῦ καί τελικῶς ἡ ζηµία πού θά ἐπιφέρει ἡ ἐφαρµογή τοῦ µέτρου νά µήν εἶναι δυσανάλογη πρός τήν ἀξία τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ὁποίου ἐπιδιώκεται ἡ προστασία.

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 174

 Φεβρουάριος 2017