Παρεµβατικὴ πολιτικὴ τοῦ κράτους, ῥύθµιση τῆς ἀγορᾶς, τῆς ἐργασίας καὶ κοινωνικὴ δικαιοσύνη

EE176 Nomomathis

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ

Μιά ἀπόπειρα ἀντιπαραβολῆς
(ΣΤ΄)

Παρεµβατικὴ πολιτικὴ τοῦ κράτους,
ῥύθµιση τῆς ἀγορᾶς, τῆς ἐργασίας
καὶ κοινωνικὴ δικαιοσύνη

Στό προηγούµενο τεῦχος (τοῦ Μαρτίου 2017) παραθέσαµε τὸ Τυπικὸν τοῦ νοσοκοµείου τῆς Μονῆς Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη, ἐκδεδοµένο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Β’ Κοµνηνό. Ὅµως, ὁ Elias Tuma στό βιβλίο τοῦ µέ τίτλο «Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονοµικὴ Ἱστορία ἀπὸ τὸ 10ο αἰῶνα ἕως σήµερα» ἀναφέρει ὅτι τὸ πρῶτο γενικὸ νοσοκοµεῖο ἱδρύθηκε στό Λονδίνο τὸ 1536. Γενικότερα, στό βιβλίο του ἀναφέρεται στήν οἰκονοµικὴ ἱστορία ὄχι µόνο τῶν δυτικῶν Εὐρωπαϊκῶν χωρῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς Ῥωσσίας, τῆς Σουηδίας, τῆς Οὐκρανίας, τῆς Πολωνίας, ἀκόµη τῆς Ἰσπανίας καὶ τῆς Ἰταλίας. Ἐπίσης, ἐπεκτείνεται σὲ ἀναφορὲς σὲ ὅλο τὸν κόσµο, στήν Ἀφρική, στή Βόρεια καὶ Νότια Ἀµερική, στήν Κίνα καὶ τὴν Ἰαπωνία, λόγῳ τῶν οἰκονοµικῶν τους σχέσεων µέ τὴν Εὐρώπη. Εἶναι, ὅµως, τόσο πλήρης ἡ ἀπουσία ἀναφορᾶς εἰδικὰ στήν οἰκονοµικὴ καὶ γενικότερα κοινωνικὴ ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, ὥστε περιέρχεται κανεὶς σὲ πραγµατικὴ ἀµηχανία, ἀναζητῶντας τὸν λόγο τῆς παράλειψης αὐτῆς. Ἡ ἀναφορὰ στό κατὰ τὰ ἄλλα πολὺ κατατοπιστικὸ αὐτὸ βιβλίο γίνεται, ὄχι γιά νά κάνουµε δίκη προθέσεων, ἀλλὰ γιά νά εἰκονογραφηθεῖ καὶ συνειδητοποιηθεῖ µιά γενικότερη τάση σχεδὸν ὅλων ἀπέναντι στό Βυζάντιο, ἡ ὁποία ἴσως νά ὀφείλεται στή βραχυκυκλωτικὴ ἐπίδραση πού ἀσκεῖ στήν κάπως τυποποιηµένη σύγχρονη σκέψη ὁ χαρακτηρισµὸς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ὡς «θεοκρατικῆς» ἢ «θρησκευτικῆς». Ὁ Γάλλος ἱστορικὸς µεσαιωνολόγος Ζάκ Λέ Γκόφ ἔχει ἐπισηµάνει ὅτι ὁ ὅρος «θρησκεία» δέν ὑπῆρχε κἄν στόν Μεσαίωνα, ἀλλὰ καθιερώθηκε ἀργότερα. Ἡ ἐπισήµανση αὐτὴ εἶναι καίρια, διότι οἱ καινούργιες λέξεις ἄλλοτε φωτίζουν περισσότερο τή σηµασία τῶν πραγµάτων, ἄλλοτε, ὅµως, ὅταν δηλαδὴ εἶναι ἁπλῶς ἄστοχες ἢ τεχνηέντως σκολιές, ἐγκλωβίζουν καὶ ἀκυρώνουν ἢ παροχετεύουν τή λογική σκέψη καὶ συνακολούθως καί τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ἡ ἀπόδοση τῆς θρησκευτικῆς ταµπέλας στό Βυζάντιο τὸ καθιστᾶ, ἀντανακλαστικά καὶ σχεδὸν ταχυδακτυλουργικά, εἰδικὴ καὶ ἐξωτική, «µή-πραγµατική» περίπτωση, ποὺ ἐνδιαφέρει µόνο τούς κάπως ἐκκεντρικούς ἐκ τῶν ἱστορικῶν ἢ τοὺς ἰδιορρύθµους θρησκευόµενους, παρουσιάζει δὲ τοὺς Βυζαντινοὺς ὡς παραξένους καὶ ἀρνησίκοσµους ἀσκητές πού ἀκολουθοῦν ξερούς καὶ ἐπιπέδους «τύπους», χωρὶς σύνδεση µὲ τὴν παραγωγή, τή διανοµή καὶ τὴν κατανάλωση ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν, δηλαδή µέ τήν «πραγµατική ζωή» (βλ. καὶ Κατὰ Λουκᾶν 17, 28: «...ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόµουν...»). Βέβαια, τὸ πόσο «τυπικὸ» εἶναι ἕνα «Τυπικόν» µέ τὸ ὁποῖο προγραµµατίζεται ἡ καθηµερινὴ στιχολογία τοῦ Ἑξαψάλµου (:«ἐν γῇ ἐρήµῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ», «καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ἐµὲ τὸ πνεῦµά µου, ἐν ἐµοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία µου», «οἱ φίλοι µου καὶ οἱ πλησίον µου ἐξ ἐναντίας µου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν», «ἐκύκλωσάν µε ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡµέραν») καὶ ἡ ψαλµωδία εἰρµῶν καὶ τροπαρίων, ὅπως τό: «ἐν ἀβύσσῳ πταισµάτων κυκλούµενος, τὴν ἀνεξιχνίαστον τῆς εὐσπλαγχνίας σου ἐπικαλοῦµαι ἄβυσσον», εἶναι ἕνα ἐρώτηµα πού πρέπει νά γίνει ἀντικείµενο µελέτης, ἐκφεύγει, ὅµως, τοῦ ἀντικειµένου τοῦ παρόντος. Ἤδη, στό παρὸν τεῦχος ἀναφέρουµε κάποιες διατάξεις τοῦ βυζαντινοῦ δικαίου γιά νά φανεῖ ὅτι ὑπῆρχε οἰκονοµικὴ ζωὴ στό Βυζάντιο καὶ ὅτι ὑπῆρχε ῥύθµιση τῆς παραγωγῆς, τῆς διανοµῆς καὶ τῆς κατανάλωσης τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν.


Οἱ τιµὲς τῶν πραγµάτων καὶ τοῦ χρήµατος:
-Αὐτοκράτωρ Ζήνων Αὔγουστος πρὸς Κωνσταντῖνον, Ἔπαρχον τῆς πόλεως:
«Ὁρίζουµε, ὥστε κανεὶς νά µὴν ἀσκεῖ µονοπώλιο ἱµατισµοῦ οἰουδήποτε εἴδους ἢ .. ὁποιουδήποτε εἴδους τροφῆς ἢ εἴδους πρὸς κάθε χρήση ἢ ὁποιασδήποτε ὕλης .... καὶ νά µὴν συνωµοτεῖ ἢ συµφωνεῖ σὲ ἀθέµιτες συνελεύσεις νά πωλοῦνται τὰ ἐµπορικὰ εἴδη τῶν διαφόρων σωµατείων σὲ τιµὲς ὄχι κατώτερες ἀπό τις συµφωνηµένες».
Ἀντιστοιχη ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ νόµου 3959/2011: «Μὲ τὴν ἐπιφύλαξη τῆς παραγράφου 3, ἀπαγορεύονται ὅλες οἱ συµφωνίες καὶ ἐναρµονισµένες πρακτικὲς µεταξὺ ἐπιχειρήσεων καὶ ὅλες οἱ ἀποφάσεις ἑνώσεων ἐπιχειρήσεων, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς ἀντικείµενο ἢ ὡς ἀποτέλεσµα τὴν παρεµπόδιση, τὸν περιορισµὸ ἢ τή νόθευση τοῦ ἀνταγωνισµοῦ στήν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, καὶ ἰδίως ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες συνίστανται: α) στόν ἄµεσο ἢ ἔµµεσο καθορισµὸ τῶν τιµῶν ἀγορὰς ἢ πώλησης ἢ ἄλλων ὅρων συναλλαγῆς...». Ἡ ἀντιµονοπωλιακὴ νοµοθεσία ἔχει κεφαλαιώδη ρόλο στήν προστασία τῶν καταναλωτῶν ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ὕψωση τῶν τιµῶν.
Ὁ Ἀθανάσιος ὁ Α’, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐπαληθεύοντας τὸν ἐλεγκτικὸ ρόλο τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, γράφει σὲ µιά ἐπιστολή του πρὸς τὸν τότε Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β’: «Αὐτοί πού πλουτίζουν µέ τόν Μαµωνᾶ δέν δίστασαν νά ἀποκρύψουν τὸ σιτάρι καὶ τὸ κρασί πού ὁ Θεὸς ἔστειλε γιά νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι ... κι αὐτὸ πρὸς καταστροφὴ τῶν φτωχῶν. Διότι ἐπιθυµοῦν νά ἀποκτήσουν τὸν καταραµένο πλοῦτο τους καταπιέζοντας τοὺς φτωχούς. Καὶ εἶναι καταραµένος ὁ πλοῦτος τους, διότι αὐτός πού αὐξάνει τὴν τιµὴ τοῦ σταριοῦ εἶναι καταραµένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους».
Σχετικὰ δέ µέ τή σταθερότητα τῆς ἐσωτερικῆς καὶ τῆς διεθνοῦς ἀξίας τοῦ βυζαντινοῦ νοµίσµατος, «τοῦ δολαρίου τῆς ἐποχῆς», ὁ Κοσµᾶς ὁ Ἰνδικοπλεύστης ἀναφέρει: «Τὸ νόµισµα αὐτὸ θαυµάζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὁποιοδήποτε βασίλειο καὶ ἂν ἀνήκουν, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κάτι παρόµοιο σὲ ἄλλη χώρα» (στό «Πενία, κοινωνία καὶ φιλανθρωπία στόν Μεταγενέστερο Μεσαιωνικὸν Ἑλληνικὸ Κόσµο» τοῦ Δηµητρίου Κωνσταντέλου). Εἶναι δὲ ἀρκετὰ πρόσφατη ἡ ἀνακοίνωση Ἰαπώνων ἀρχαιολόγων ὅτι ἀνακάλυψαν βυζαντινὰ νοµίσµατα στή χώρα τους, γεγονός πού προκάλεσε αἴσθηση καὶ ἔλαβε εὑρεῖα δηµοσιότητα.
Ἐπίσης: Ἐπαρχικὸν βιβλίον Λέοντος Σοφοῦ:
«Ὑποχρεοῦται ὁ λεγατάριος, ὅταν ἀνακαλύψει κάποιους νά συγκεντρώνουν τὰ εἰσαγόµενα εἴδη, ὥστε σὲ καιρὸ ἔνδειας νά καταχραστοῦν τὸ καταναλωτικὸ κοινὸ νά προσάγονται στόν ἔπαρχο γιά νά εἰσκοµίσουν τὰ ἀποθηκευµένα, ἀφοῦ δαρθοῦν καὶ κουρευθοῦν».
Ἐπαναγωγή:
«..καὶ αὐτὸ τοῦ τόκου τὸ ὄνοµα τῆς πολιτείας ἀπελαύνοντες.. τοὺς µέντοι τόκους ὡς προείρηται περιελόντες ἐπὶ µόνον τῶν ὀρφανῶν καὶ ἀνηλίκων συγχωροῦµεν αὐτοὺς καταβάλλεσθαι..»
Ἡ τιµὴ τῆς ἐργασίας:
Ἐπαρχικὸν βιβλίον Λέοντος Σοφοῦ, 22.3:
«Ἂν τὸ συµφωνηθὲν ὕστερα ἀπὸ διαπραγµατεύσεις ἡµεροµίσθιο ἦταν χαµηλότερο ἀπὸ τὸ µισὸ τοῦ δικαίου ἡµεροµισθίου τὸ συµβόλαιο πρέπει νά ἀκυρωθεῖ καὶ ἡ (παρασχεθεῖσα) ἐργασία νά ἀποτιµηθεῖ (κατὰ δίκαιο τρόπο)». (στό Οἰκονοµικὴ Ἱστορία Βυζαντίου Τόµος Γ’, Ἄγγ. Λαίου, σελ.385).
Σύµφωνα µέ τὸν πολιτικὸ φιλόσοφο καὶ οἰκονοµολόγο τοῦ 19ου αἰῶνα Τζ. Στ.Μιλ: «ὅπως γίνεται τώρα τὸ προϊὸν τῆς ἐργασίας κατανέµεται σχεδὸν ἀντιστρόφως ἀνάλογα πρὸς τὴν ἐργασία. Τὰ µεγαλύτερα µερίδια σὲ ἐκείνους πού ποτέ δέν ἔχουν ἐργασθεῖ, τὰ ἀµέσως µικρότερα σὲ ἐκείνους πού ἡ ἐργασία τους εἶναι σχεδὸν κατ’ ὄνοµα ἐργασία καὶ οὕτω καθεξῆς σὲ µιά κατιοῦσα κλίµακα, µὲ τὴν ἀµοιβὴ νά φθίνει, ὅσο ἡ ἐργασία γίνεται σκληρότερη καὶ περισσότερο δυσάρεστη, ἔτσι πού νά µὴν εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ πιὸ κοπιαστικὴ καὶ ἐξαντλητικὴ χειρωναξία µπορεῖ νά ἀποφέρει ἀκόµα καὶ αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα πρὸς τὸ ζῆν..» (Μακφέρσον, «Ἡ ἱστορικὴ πορεία τῆς φιλελεύθερης δηµοκρατίας», ἐκδ. Γνώση). Ἐπὶ Γαλλικῆς δὲ Ἐπανάστασης ἡ Συνέλευση ἀπαγόρευσε µέ τὸν νόµο «Le Chapelier» τὸν συνδικαλισµὸ τῶν ἐργατῶν, ἀπαγορεύση πού ἐπαναλήφθηκε στόν Ποινικὸ Κώδικα τοῦ 1810 τοῦ Μεγάλου Ναπολέοντα (γιά τὸν ὁποῖο ἀναφέρεται παρεµπιπτόντως καὶ σὲ συσχετισµό µέ ὅσα ἀναφέρθηκαν σὲ προηγούµενο τεῦχος ὅτι στέφθηκε µόνος του αὐτοκράτορας, δέν ἔλαβε δηλαδὴ τὸ στέµµα ἀπὸ ἀρχιερέα, ἐνῶ κυκλοφόρησε καὶ διάσηµη «αὐτοκρατορικὴ κατήχηση» πού παρότρυνε τὰ παιδιὰ νά παρακαλοῦν τὸν Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν Ναπολέοντα, βλ. «Ναπολέων», Thierry Lentz). Σηµειώνεται, ἐπιπροσθέτως, σὲ σχέση µέ τὴν ὀργάνωση τῆς ἀγορᾶς καὶ τῆς ἐργασίας ἐπὶ Βυζαντίου ὅτι σύµφωνα µέ τὸν Ν. Σβορῶνο «τὰ διοικητικὰ ὄργανα κάθε συντεχνίας καὶ ὁ πάτρωνας της ἐκλέγονται ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν µελῶν» (Ἡ Βυζαντινὴ Ἐπαρχία, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισµοῦ).
Ἡ τιµὴ τῆς γῆς:
Ῥωµανοῦ Α΄ Νεαρὰ 934:
«Ἂν ἡ τιµὴ πώλησης τῆς γῆς πού ἀποκτήθηκε µετὰ τὸ λιµὸ εἶναι χαµηλότερη ἀπὸ τὸ µισὸ τῆς δίκαιης ἀποτίµησης ἡ πώληση ἀκυρώνεται καὶ ὁ ἀγοραστὴς χάνει τὰ χρήµατα πού εἶχε καταβάλει. Ἂν ἡ τιµὴ πώλησης δέν εἶναι τόσο χαµηλή, ἀλλὰ µπορεῖ ὡστόσο νά προκαλέσει σοβαρὴ βλάβη στόν πωλητή, ὁ ἀγοραστὴς ἔχει τὸ δικαίωµα νά πάρει πίσω τὰ χρήµατα πού ἔδωσε» (στό Οἰκονοµικὴ Ἱστορία Βυζαντίου Τόµος Γ’, Ἀγγ. Λαΐου, σελ.385).
Σύµφωνα µέ τὸ ἄρθρο 106 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος, ποὺ ἐπιδιώκει νά συγκεράσει µέ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη τὴν οἰκονοµικὴ ἐλευθερία καὶ τὴν εἰδικότερη αὐτῆς ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας τῶν συµβάσεων: «1. Γιά τὴν ἑδραίωση τῆς κοινωνικῆς εἰρήνης καὶ τὴν προστασία τοῦ γενικοῦ συµφέροντος τὸ Κράτος προγραµµατίζει καὶ συντονίζει τὴν οἰκονοµικὴ δραστηριότητα στή Χώρα, ἐπιδιώκοντας νά ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονοµικὴ ἀνάπτυξη ὅλων τῶν τοµέων τῆς ἐθνικῆς οἰκονοµίας... 2. Ἡ ἰδιωτικὴ οἰκονοµικὴ πρωτοβουλία δέν ἐπιτρέπεται νά ἀναπτύσσεται σὲ βάρος τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρέπειας ἢ πρὸς βλάβη τῆς ἐθνικῆς οἰκονοµίας».
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Δ. Ζακυνθηνὸς («Βυζαντινὴ Ἱστορία», ἐκδ. Δωδώνη) ἡ Νεαρὰ τοῦ Ῥωµανοῦ Α’, ἀπόσπασµα τῆς ὁποίας παρατέθηκε, συνιστᾶ σταθµὸ στήν κοινωνικὴ πολιτικὴ τοῦ Βυζαντίου. Μὲ αὐτὴν ἐπιδιώχθηκε ἡ ἀποκατάσταση τῶν µικροϊδιοκτητῶν ἐκείνων πού λόγῳ τοῦ λιµοῦ πού εἶχε προηγηθεῖ εἶχαν ἐξωθηθεῖ στήν πώληση τῶν κτηµάτων τους στούς µεγάλους γαιοκτήµονες, τοὺς «δυνατούς». Γιά νά ἐκτιµηθεῖ σωστὰ ἡ σηµασία τῆς Νεαρᾶς αὐτῆς πού ἐκδόθηκε κατὰ τὸν «Σκοτεινὸ» Μεσαίωνα πρέπει νά ἀντιπαραβληθεῖ πρὸς τὴν ἀντίστροφη ἐξέλιξη πού ἔλαβε χώρα στήν Ἀγγλία ἀρκετοὺς αἰῶνες µετά, κατὰ τοὺς «Φωτεινοὺς» Νέους Χρόνους, καὶ χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τὸν Κάρλ Μάρξ ὡς ἡ διαδικασία τῆς «πρωταρχικῆς συσσώρευσης τοῦ κεφαλαίου». Ὅταν, δηλαδή, ξεκίνησαν καὶ ὑποστηρίχθηκαν µέ δρακόντεια νοµοθετικὰ-κρατικὰ µέτρα («private bills») οἱ περιβόητες «περιφράξεις» («enclosures») τῶν κοινόχρηστων κοινοτικῶν κτηµάτων πού ἰδιωτικοποιήθηκαν καὶ ἀποδόθηκαν σὲ µεγάλους γαιοκτήµονες, ἐνῶ οἱ ἀπαλλοτριωµένοι ἀπὸ τὰ δικαιώµατά τους χωρικοὶ ἐξαναγκάστηκαν νά συρρεύσουν στίς πόλεις, χωρὶς ἄλλη περιουσία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐργατικὴ τους δύναµη, γιά νά ἐργαστοῦν στά νέα ἐργοστάσια (βλ. τὸ σχετικὸ κεφάλαιο στόν Α’ Τόµο τοῦ «Κεφαλαίου» τοῦ Καρλ Μαρξ). Σύµφωνα µέ τὸν Ε. Τουµᾶ, µετά τίς περιφράξεις καὶ κατὰ τὸ ἔτος 1883 ποσοστὸ 1,43% ὅλων τῶν ἰδιωτῶν γαιοκτηµόνων τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Οὐαλίας ἦταν ἰδιοκτῆτες τοῦ 73,94% τῆς ἰδιωτικῆς γῆς, ἐνῶ τὸ 3,98% ἦταν ἰδιοκτῆτες τοῦ 87,07% τῆς γῆς (βλ.Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονοµικὴ Ἱστορία, Ἐκδ. Gutenberg). Ἀλλὰ καὶ ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1789, σύµφωνα τοὐλάχιστον µέ τὸν Τσέζαρε Λοµπρόζο (βλ. Οἱ Ἀναρχικοί, ἐκδ. Ἰσνάφι), δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρὰ νά ἀντικαταστήσει τοὺς µεγάλους φεουδάρχες µέ τοὺς µεγάλους ἰδιοκτῆτες, ἔτσι ὥστε στούς µικροϊδιοκτῆτες καλλιεργητὲς νά ἀνήκει µετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὸ 1/8 τῶν συνολικῶν ἐκτάσεων, ἐνῶ πρὸ τῆς ἐπανάστασης τούς ἀνῆκε τὸ 1/4. Ὁ Τζών Λόκ ἀνέπτυξε ὑπὲρ τῶν περιφράξεων τὸ ἐπιχείρηµα ὅτι διαφορετικὰ οἱ κοινὲς ἐκτάσεις θὰ ἔµεναν ἀνεκµετάλλευτες ἤ, λόγῳ ἔλλειψης ἐπαρκῶν κινήτρων, µὴ ἐπαρκῶς ἀποδοτικὲς καὶ ὅτι ἑποµένως τὸ συνολικὸ ἀπόθεµα τῶν παραγοµένων ἀγαθῶν θὰ µειωνόταν («the tragedy of the commons»), ἔθεσε δὲ ὡς ὅρο γιά τὴν ἀποδοχὴ τους ὡς θεµιτῶν τὸ ὅτι οἱ ἰδιοποιούµενοι τὰ κοινὰ κτήµατα θὰ ἄφηναν «ἀρκετὴ ποσότητα καὶ ἐξίσου καλῆς ποιότητας» καὶ γιά τοὺς ἄλλους («when there is enough and as good left in common for others»), ὅρος πού, ὅπως µπορεῖ κανεὶς νά εἰκάσει, δέν τηρήθηκε. Ὁ Τζών Λόκ εἶναι γνωστὸς καὶ γιά τὴν προσπάθειά του νά θεµελιώσει τὸ δικαίωµα κυριότητας ἐπὶ ἑνὸς πράγµατος στήν ἐργασία πού κατέβαλε κάποιος γιά νά τὸ δηµιουργήσει, προσπάθεια πού ἐπανέλαβε καὶ ὁ σχετικὰ σύγχρονός µας Ρόµπερτ Νόζικ. Συναφῶς, στό κεφάλαιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα περὶ Ἐµπραγµάτου Δικαίου ἀπαριθµοῦνται οἱ τρόποι τῆς «πρωτότυπης» (=πρωταρχικῆς) κτήσης κυριότητας ἐπὶ πραγµάτων, περιλαµβάνοντας µεταξὺ ἄλλων τή χρησικτησία (ἄρθρα 1041 ἑπόµ.), ἤτοι, χονδρικά, τὴν ἀπόκτηση κυριότητας ἀπὸ ἐκεῖνον πού ἐκµεταλλεύεται συνεχῶς ἕνα πρᾶγµα καὶ τὴν εἰδοποιΐα (ἄρθρα 1061-2), ἤτοι τὴν ἀπόκτηση κυριότητας ἐπὶ ἑνὸς πράγµατος ἀπὸ ἐκεῖνον πού τὸ δηµιούργησε. Σηµειωτέον ὅτι ἡ προσπάθεια γιά νά ἀναχθεῖ κάποιος διὰ τῶν ἀλλεπαλλήλων µεταβιβάσεων τῆς κυριότητας ἐπὶ ἑνὸς πράγµατος στόν πρωταρχικὸ κύριο αὐτοῦ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἑρµηνευτὲς τοῦ ἐµπραγµάτου δικαίου ὡς «probatio diabolica» (διαβολικὴ ἀποδείξῃ), γιά τή δυσκολία, ἂν ὄχι τὸ µάταιο, τοῦ ἐγχειρήµατος. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅµως, ἔθεσε τὸ ζήτηµα τῶν πρωταρχικῶν τίτλων τῆς ἀποκλειστικῆς ἰδιοκτησίας ἐπὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν µέ ἐπιγραµµατικό, ῥιζικότερο καὶ κυρίως µὴ φενακιστικό-µή «ἰδεολογικὸ» τρόπο: «Ποία εἰπέ µοι σαυτοῦ; Πόθεν λαβὼν εἰς τὸν βίον εἰσήνεγκας; Ὥσπερ ἂν εἰ τίς ἐν θεάτρω θέαν καταλαβών, εἶτα ἐξείργει τοὺς ἐπεισιόντας, ἴδιον ἑαυτοῦ κρίνων τὸ κοινῶς πᾶσι κατὰ τὴν χρῆσιν προκείµενον, τοιοῦτοί εἰσι καὶ οἱ πλούσιοι». Σύµφωνα δέ µέ τὸν Δηµήτριο Κωνσταντέλο (στό «Πενία, κοινωνία καὶ φιλανθρωπία στόν Μεταγενέστερο Μεσαιωνικὸν Ἑλληνικὸ Κόσµο»), ἡ νοµοθεσία καὶ τὰ χρονικὰ τῆς περιόδου ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ἅγιος Βασιλεύς Ἰωάννης Βατάτζης διαίρεσε τή γῆ τοῦ βασιλείου του σὲ σχεδὸν ἴσα µέρη καὶ φρόντισε ὅλοι οἱ πολῖτες νά γίνουν γαιοκτήµονες, ἔτσι ὥστε νά τοὺς ἐµπνεύσει τὸ πνεῦµα τοῦ πατριωτισµοῦ. Ὁ ἴδιος δὲ ὁ βασιλεὺς εἶχε στήν κατοχή του τόσα τµήµατα καλλιεργήσιµης γῆς, ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα γιά τὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του καὶ ἐκεῖνες τῶν αὐλικῶν του.
Οἰκιστικὸ καὶ φυσικὸ περιβάλλον-Πολεοδοµία:
Παραθέτουµε, ἀκόµη, κάποιες –τελευταῖες- διατάξεις γιά τὸ περιβάλλον, τή χωροταξία καὶ τὴν πολεοδοµία ἀπό τις ὁποῖες διαφαίνεται πώς οὔτε σὲ αὐτὸν τὸν «µοντέρνο» τοµέα ὑστεροῦσε τὸ Βυζάντιο:
-Αὐτοκράτωρ Ζήνων Αὔγουστος πρὸς Ἀδαµάντιον, Ἔπαρχον τῆς πόλεως:
«Προστάζουµε ὅσοι ἀνανεώνουν τίς κατοικίες τους νά µὴν παραβιάζουν τὸ ἀρχικὸ σχέδιο, ὥστε νά µὴν ἐλαττώνεται γιά τοὺς γείτονες τὸ φῶς ἢ ἡ θέα σὲ σχέση µέ τὸ παλαιὸ καθεστώς...».
Ἡ διάταξη ὑπενθυµίζει τή σύγχρονη ἀρχή τοῦ «πολεοδοµικοῦ κεκτηµένου», κατὰ τὴν ὁποία ἀπαγορεύεται κατ’ ἀρχὴν ἡ ἐπιδείνωση τῶν οἰκιστικῶν συνθηκῶν διαβίωσης (ἄρθρο 24 Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος τὸ ὁποῖο προστατεύει καὶ τὸ «οἰκιστικὸ περιβάλλον»).
Ἰουλιανὸς ὁ Ἀσκαλωνίτης, ἀρχιτέκτονας, ἀπὸ τοὺς νόµους καί τίς συνήθειες πού ἐπικρατοῦν στήν Παλαιστίνη:
«Λένε ὅτι τρία εἶναι τὰ δυνατὰ ἀντικείµενα θέασης τὰ ὁποῖα πρέπει νά ῥυθµιστοῦν: ἡ θάλασσα, οἱ κῆποι καὶ τὰ δηµόσια µνηµεῖα. .. Καὶ τὸ νέο κτῖσµα νά µὴν ἀφαιρεῖ ἤ µειώνει τή θέα πρὸς λιµάνι ἢ αἰγιαλὸ σὲ χωριὸ ἢ πόλη ἢ σὲ µικρὸ καὶ ὄχι τέλειο λιµάνι...Καὶ ἡ θέα τῶν κήπων καὶ τῶν φυτῶν εἶναι δυνατὴ ἀπὸ τὴν προαναφερθεῖσα ἀπόσταση καὶ δέν πρέπει νά ἐµποδίζονται ὅσοι θέλουν νά κτίσουν... Αὐτός πού θέλει νά κτίσει πρέπει νά τηρήσει τόση ἀπόσταση ἀπὸ τὸν γείτονά του, ὥστε νά µὴ τοῦ στερήσει τή θέα πρὸς δηµόσιο µνηµεῖο.. Τή θέα πρὸς τὰ ὄρη δέν µπορεῖ κανεὶς νά παρακωλύει...».
Σήµερα γίνεται λόγος γιά προστασία τῶν λεγοµένων «ὁπτικῶν περιβαλλοντικῶν πόρων», ποὺ συνιστοῦν ἕνα µετα-ὑλιστικὸ δικαίωµα, ἕνα δικαίωµα πού δέν ἀποβλέπει δηλαδὴ στήν κατοχύρωση τῆς πρόσβασης σὲ στενῶς νοούµενα οἰκονοµικὰ ἢ «ὑλιστικὰ» ἀγαθά, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ νά κατοχυρώσει µιά πιὸ ἀξιοπρεπῆ καὶ ἄνετη ζωή. Σηµειώνεται ὅτι στή Νεαρὰ 63 τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἐξοµοιώνεται ἡ δόλια ἀφαίρεση ἑνὸς αὐλοῦ ἀγαθοῦ –τῆς θέας πρὸς τή θάλασσα– µέ τή βίαιη ἀφαίρεση ἑνὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ σύγχρονη ἀρχὴ τῆς ἀειφορίας, τῆς διατηρήσης τῶν φυσικῶν πόρων ἀνεξάντλητων, µπορεῖ νά ἀνιχνευθεῖ σὲ κείµενα, ὅπως τὸ χωρίο Δ 40.31 τῆς Μεγάλης Σύνοψης τῶν Βασιλικῶν: «Καλῶς σὲ κωλύω ἐν τῷ ἀγρῷ, ὅθεν ἕλκω τὸ ὕδωρ, ὀρύττειν, σπείρειν, ἐκτέµνειν, κλαδεύειν, κτίζειν, δι’ ὧν τὸ ὕδωρ µολύνεται ἢ ἐλαττοῦται ἢ φθείρεται καὶ χεῖρον γίνεται». Πρόνοια λαµβάνεται ἀκόµα καὶ γιά τὴν προστασία τῆς ἰδιωτικότητας: «οὕτω γὰρ ἔσται ἡ ἀπόστασις ἱκανὴ πρὸς τὸ µὴ ἀλλήλους διὰ λόγων ἐπιβουλεύειν καὶ ὑπονοθεύειν ἀλλήλων τοὺς ἐνοικοῦντας» (στό «Φυσικὸ καὶ Δοµηµένο περιβάλλον στίς Βυζαντινὲς νοµικὲς πηγές», Σπ. Τρωϊάννου-Κ. Πιτσάκη, ἐκδ. Ἱδρύµατος Γουλανδρή-Χόρν).
Ἐκτιµοῦµε ὅτι συνολικὰ ἀπό τίς προπαρατεθεῖσες διατάξεις συνάγεται, ἂν µή τι ἄλλο, ὅτι ἀπαιτεῖται νά προχωρήσει περισσότερο ἡ ἔρευνα τόσο στά ζητήµατα πού ἤδη ἐθίγησαν, ὅσο καὶ σὲ ἄλλα, ὥστε νά ὑπάρξει µιά πραγµατικὰ τεκµηριωµένη καὶ ὁλόπλευρη ἐκτίµηση γιά τὸ βυζαντινὸ δίκαιο καὶ γιά τή δικαιϊκὴ θέση τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν στήν ἐπικράτειά του.


Νοµοµαθής

Σηµείωση: Τὰ παραθέµατα ἀπὸ τοὺς νόµους ἔχουν ληφθεῖ κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πηγὲς Ἱστορίας Δικαίου» τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Ἱστορίας Δικαίου, ἐκδ. Πατάκη).