Εὐθύνη τοῦ Δηµοσίου σέ περίπτωση βλάβης ἀπό Ἐµβολιασµό!

Μέ Ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε.

 

 

Εὐθύνη τοῦ Δηµοσίου
σέ περίπτωση βλάβης ἀπό Ἐµβολιασµό!

 

Στήν πρόσφατη ἀπόφαση του (622/2021) τό Συµβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (στό ἑξῆς ΣτΕ) ἔκρινε, ὅτι σέ περίπτωση βλάβης τῆς ὑγείας προσώπου συνεπείᾳ ἐµβολιασµοῦ, ὁ παθῶν δικαιοῦται ἀποζηµίωση ἀπό τό Ἑλληνικό Δηµόσιο, καί, µάλιστα, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὕπαρξη ἤ µή ἰατρικοῦ σφάλµατος.

Ἡ ὑπόθεση πού ἤχθη ἐνώπιον τοῦ ΣτΕ εἶχε ὡς ἑξῆς: Ἕνα ἀνήλικο κορίτσι κατόπιν τοῦ ὑποχρεωτικοῦ ἐµβολιασµοῦ της µέ τό ἐµβόλιο MMR ΙΙ (τριδύναµο ἐµβόλιο ἱλαρᾶς, παρωτίτιδας καί ἐρυθρᾶς) νόσησε ἀπό παρεγκεφαλίτιδα, σπανιότατη (1:1.000.000 δόσεων ἐµβολίου) ἀνεπιθύµητη ἐνέργεια τοῦ ἐµβολίου αὐτοῦ, καί ἐν τέλει ἐκοιµήθη. Ἤδη πρό τοῦ θανάτου της, ἡ µητέρα της ἄσκησε ἀγωγή ἐνώπιον τοῦ Διοικητικοῦ Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν, προβάλλοντας ὡς κύρια βάση τῆς ἀγωγῆς της τόν ἰσχυρισµό, ὅτι τό Ἑλληνικό Δηµόσιο ὑπέχει εὐθύνη, λόγῳ παράνοµου ἐµβολιασµοῦ, πού πραγµατοποιήθηκε ἀπό τούς ἰατρούς ἑνός Δήµου, στό πλαίσιο τῆς ἐνάσκησης τοῦ δηµοσίου λειτουργήµατός τους. Ζήτησε δέ νά ἐπιδικαστεῖ στήν ἀνήλικη κόρη της χρηµατική ἱκανοποίηση λόγῳ ἠθικῆς βλάβης.

Ὅπως ἔχουµε γράψει καί ἄλλοτε, ἠθική βλάβη εἶναι «ἡ µή ἀποτιµητή σέ χρῆµα ζηµία, πού ὑφίσταται τό πρόσωπο ἀπό τήν προσβολή τῶν ἔννοµων ἀγαθῶν του, εἴτε περιουσιακῶν, εἴτε µή περιουσιακῶν»1 (βλ. ἄρθρο 932 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα). Στήν προκειµένη περίπτωση, ἀναµφισβήτητα τό κορίτσι ὑπέστη ἀνεπανόρθωτη βλάβη τῆς ὑγείας του καί ἀπεβίωσε συνεπείᾳ τοῦ ἐµβολιασµοῦ. Τό γεγονός αὐτό δέν ἀµφισβητήθηκε ἀπό τό Δικαστήριο. Ἐκεῖνο πού ἀπασχόλησε ἦταν τό ἐάν µπορεῖ νά καταλογιστεῖ στό Ἑλληνικό Δηµόσιο εὐθύνη γιά τή βλάβη αὐτή, ὥστε νά ὑποχρεοῦται τό Δηµόσιο νά καταβάλλει χρηµατική ἱκανοποίηση λόγῳ ἠθικῆς βλάβης.

Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός...

Δεκαπενταυγούστου Ἀποχαιρετισμός...

(Ποιμαντικὰ βιώματα)

 

Τὰ βιβλία ἔκλεισαν, μετὰ τὴν Παράκληση τὴ στερνὴ, ποὺ ψάλλαμε στὴ Χάρη Της, τὰ κεριὰ ἕνα-ἕνα σβήνουν, χαμηλώνει τὸ φῶς μὲ τὴν τοῦ ἡλίου δύσιν καὶ σιωπηλὰ ὁ ναὸς ἐνδύεται τὸ νυχτωμένο του χιτῶνα, μὲ περισσὴ ἀκρίβεια καὶ ὑπομονή. Ἀδειανὸς πιὰ ὁ χῶρος ἀχνοφωτίζεται ἀπὸ τὸ κατανυκτικὸ φῶς τῶν κανδηλῶν, ποὺ ἐπιμένουν νὰ συνεχίζουν τὰ δικά τους τὰ τροπάρια ἐμπρὸς ἀπὸ τὶς ἅγιες εἰκόνες.

Οἱ λίγοι φιλακόλουθοι ἐνορίτες ξεκίνησαν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὰ σπίτια τους, κομίζοντας, μαζὶ μὲ τὴν εὐωδία τοῦ θυμιάματος,  καὶ τὴν εὐλογία Της, ποὺ μετουσιώνεται σὲ αἰσιοδοξία, ζυμωμένη μὲ κείνη τὴ χαρμολύπη τῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναμονή. Τὶ ἄλλο ἀπὸ τὴ Γιορτή. Αὐτὴ ποὺ προετοιμάζεται δεκαπέντε μέρες τώρα, μὲ νηστεία, σιωπὴ καὶ προσευχή. «Ὦ, Δέσποινα τοῦ Κόσμου γενοῦ μεσίτρια». Κι Ἐκείνη ἀφουγκράζεται, κάθε βράδυ, μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα, ποὺ διαβάζει ὁ παπᾶς στὶς Παρακλήσεις καὶ τὶς ἄλλες παρακλήσεις, αὐτὲς ποὺ ψιθυρίζει ἡ καρδιά κι ἀνεβαίνουν ὕστερα ἴσαμε τὰ μάτια, ὡς ἄλλο θάμπωμα...Ὡς ροὴ δακρύων, ποὺ Τὴν ἱκετεύουμε «μὴ ἀποποιήσῃ»...

Ὅμως ἀπόψε μὲ τὴ στερνὴ Παράκληση  καὶ τὰ προεόρτια τροπάρια,  ποὺ εἴπαμε, μιὰ ρωγμὴ βαθειὰ ἀνοίγεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἱερέα, ποὺ ἐπίτηδες καθυστερεῖ τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὸ σπίτι...Μιὰ ρωγμὴ ἀπ᾿ ὅπου ἀνεβαίνουν μέσα του κάποια ἐρωτήματα καὶ στοχασμοί, ποὺ θέλει, μέσα στὴν ἀπόβραδη κι εὐκατάνυκτα σιωπηλὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ναοῦ, νὰ σκεφτεῖ νηφάλια καὶ νὰ προσέξει. Γιατὶ  ἕνα ἀπὸ τὰ προνόμια, ποὺ ἔχει ἕνας παπᾶς, εἶναι καὶ τούτη ἡ παρένθεση στὴν ἐφημερία του: Τὸ νὰ μπορεῖ ἐνώπιος ἐνωπίω νὰ σκέφτεται, νὰ διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ Θεό, νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν ψυχή του, νὰ τὴ συγυρίζει. Γι᾿ αὐτὸ κι εἶναι τούτη ἡ παρένθεση γόνιμη καὶ σωτήρια. 

Συλλογίζεται λοιπόν, πὼς ἄλλο ἕνα ἱερὸ δεκαπενθήμερο ἔφτασε στὸ τέλος του. Κοιτάζει τ᾿ ἀδειανὰ τὰ στασίδια καὶ ἀναλογίζεται πόσες καὶ καὶ πόσες ψυχὲς δὲν κάθησαν σ᾿ αὐτὰ στὰ τριανταπέντε αὐτὰ χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας...Μέχρι ποὺ ἀναχώρησαν γιὰ πάντα, ἀφήνοντας τὸ στασίδι γιὰ τὸν ἑπόμενο. Μόνο, ποὺ, κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ, ἀπόμειναν ἀκόμα ἄδεια, ἀφοῦ λιγόστεψε ὁ ἐνοριακὸς πληθυσμός, καὶ περιμένουν ἄδεια, ὅπως τὰ σπίτια, νὰ τὰ ἐγκατοικήσει πάλι κάποιος.

Ἀπό τὴν Ὡραία Πύλη ἕνα λιγοστό, μελιχρὸ φῶς προσπαθεῖ ν᾿ ἁπλωθεῖ στὸ ναό. Εἶναι ἀπό τὴν ἀκοίμητη κανδήλα τοῦ Ἱεροῦ, ποὺ ἐπί αἰῶνες παραμένει ἔτσι, ὅπως ἡ πίστη τῶν προκατόχων του Ἱερέων,ἀλλὰ καὶ τῶν ἐνοριτῶν, τῶν Ἱεροψαλτῶν, τῶν Ἐπιτρόπων, ποὺ κράτησαν ζωντανὴ αὐτὴ τὴ μικρὴ κοινότητα. Στ᾿ ἀλήθεια, σκέφτεται, πόσοι ἐκ τῶν Ἐφημερίων ἐκείνων δὲν εἶπαν τὸ στερνὸ «Δι’ εὐχῶν...» στὶς Παρακλήσεις, ἔσβησαν τὸ τελευταῖο κερὶ στὴν Ἁγία Τράπεζα, εὐχήθηκαν «Τῆς Παναγίας μὲ ὑγεία» κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν γιὰ πάντα  καὶ δὲν ξανάνοιξαν, μήτε τὴν Ὡραία Πύλη, μήτε τὰ βιβλία,  μήτε τὸ στόμα τους νὰ εὐχηθοῦν; Πόσοι ἦσαν οἱ προκάτοχοι; Ἄγνωστος ὁ ἀριθμός...Στὸν ὁποῖο σὲ λίγο νὰ ἑτοιμάζεται νὰ προστεθεῖ κι ὁ ἴδιος. Γιατὶ πέρασαν τὰ χρόνια. Τὸ νοιώθει πιὰ ὅτι πέρασαν. Ἀπὸ τὴν κούραση, ποὺ ἀνεβαίνει μέσα του, ὅπως ἡ ὑγρασία τὴ νύχτα. Κι ἴσως αὐτή ἡ Παράκληση νὰ εἶναι ἡ στερνή του. Ποιὸς ξέρει...Μονάχα Ἐκεῖνος. 

Ἡ νύχτα ἀνέβηκε καὶ κάλυψε τὸ ναό, τὰ ἔξω δέντρα, τὴν πολίχνη. Κι ὁ παπᾶς ἐπιμένει νὰ στοχάζεται. Στοχάζεται καὶ νομίζει ὅτι τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα, ποὺ θυμᾶται, εἶναι μαζί του καὶ τὸν συντροφεύουν, μὲ τὴν σιωπηλή τους ὄψη νὰ εἶναι στραμμένη πάνω του. Δεκάδες πρόσωπα, φίλων, γνωστῶν, συγγενῶν. Τὸ καθένα τους κι ἕνας σταυρός, μιὰ δέηση, ὅπως αὐτὴ, ποὺ λέγαμε δεκαπέντε μέρες τώρα στὴ Χάρη Της. «Ποῦ προσφύγω, ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι...ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν;...».

Θυμᾶται χαρακτῆρες, συμπεριφορές, ἐντάσεις, ἀλλὰ καὶ εὐεργεσίες. Παρατηρεῖ ὅλη αὐτὴ τὴν πινακοθήκη ἀπὸ τὰ πρόσωπα αὐτὰ καὶ βλέπει στὸν καθένα τὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας, μὲ πρῶτο τὸν ἑαυτό του. Γιατί, σκέφτεται,  πόσους δὲν πίκρανε, παρεξήγησε, ἐπετίμησε...Κι ὕστερα μετανοιωμένος πάσχιζε νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ μέσα του τὴ στάχτη καὶ τὴν φαρμακωμένη αἴσθηση τῆς ὅποιας λέξης, τῆς ὅποιας λανθασμένης ἐπιλογῆς. Γι’αὐτὸ κι αὐτὴν τὴν σωτήριο ὥρα, ποὺ τὰ σκέφτεται, προσπαθεῖ νὰ ἑνώσει τὸ νῆμα, ποὺ τὸν δένει μὲ ὅλους αὐτούς τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔζησε μιὰ ζωή. Γιατὶ δὲν εἶναι λίγα τὰ σαρανταδύο χρόνια, μήτε καὶ οἱ ἑφτά, περίπου,  δεκαετίες ποὺ φέρει..Καιρὸς ἀπολογισμοῦ ὁ ἀποψινός, δηλαδὴ μιὰ προσπάθεια ἀκόμα  γιὰ νὰ θεραπευθοῦν κάποιες ἀπό τὶς πληγὲς τοῦ χθὲς «τῇ δικῇ Της συναντιλήψει καὶ βοηθείᾳ».

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθεια δὸς μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς».

Μὲ ἀργὰ βήματα προσκυνᾶ καὶ ἀναχωρεῖ εἰς τὰ ἴδια.

Ἔξω τὸ σκοτάδι ἀνέβηκε  γιὰ τὰ καλά....

 

Σκόπελος                                                          π. Κων. Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229

Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021

Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος

Αὔγουστος 2021

Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος

 

«Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει, Χριστέ ὁ Θεός

… λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς

τό Φῶς Σου τό ἀΐδιον…» (Ἀπολυτίκιον)

 

ν ποτέ ἡ φτωχή καί ταλαίπωρη ψυχή μας ἔννοιωσε κάποια ἀπειροελάχιστη καί νηπιώδους μορφῆς κατάνυξη ἤ γλυκύτητα ἤ συναίσθηση τῆς ἐμπαθείας μας, συνοδευομένη κι ἀπό καμμιά σταγόνα δάκρυ, τήν ὥρα τῆς κραυγῆς μας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ …» ἤ τήν ὥρα τῆς προσελεύσεώς μας στό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, αὐτό μή μᾶς φανεῖ κάτι σπουδαῖο· ἁπλούστατα, κατά τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, γιά μιά ἔστω ἀπειροελάχιστη στιγμή, ὁ Χριστός «ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν μας, λέγων· ἀνάβλεψον» καί νοερῶς ἀναβλέψαμε στιγμιαίως, προτοῦ ξανατυφλωθοῦμε λόγῳ παρατάσεως – φεῦ!  - τῆς ἐμπαθείας μας.

Ἀλλά καί ὁ μακαριστός Γέρων Ἱερομόναχος Ἰωάννης τῆς Μονῆς τοῦ Νέου Βάλαμο στήν Φινλανδία, πολλάκις ἐτόνιζε στά πνευματικά του τέκνα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ἡ ψυχή του εἶναι θεῖον ἐμφύσημα, εἶναι φυσικό κάποια ἤ κάποιες φορές νά κατανύσσεται καί νά ἐκχέει μιά σταγόνα δάκρυ. Ἀκόμη καί ὁ πλέον ἐμπαθής.

Αὐτή ἡ νηπιώδης ἐμπειρία - ἄν ποτέ τήν βιώσουμε – εἶναι καί τό αἴτημα πού ἐκφράζουμε στόν Δεσπότην Χριστόν, ὅταν ψάλλουμε στό σημερινό Ἀπολυτίκιο: «Λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τό φῶς Σου τό ἀΐδιον (Κύριε)». Ἄρα λοιπόν, γιά νά τό ψάλλει αὐτό τό αἴτημα σύμπασα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὄχι κάποιοι λίγοι, κεκαθαρμένοι καί ἀπαθεῖς, αὐτό σημαίνει, ὅτι ὅλοι μας, ἀκόμη καί οἱ ἐμπαθέστεροι, μποροῦμε καί πρέπει νά γίνουμε μέτοχοι καί κοινωνοί αὐτῆς τῆς ἐλλάμψεως. Δέν παρακαλεῖ ποτέ γιά ἀκατόρθωτα πράγματα ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ὑμνογράφων της.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΧΙ ΤΑ «ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ»!

 Ἕνας Προτεστάντης θεολόγος  

γιά τήν Ἐπιστήµη καί τήν Θεολογία

 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ,
ΟΧΙ ΤΑ  «ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ»!

 

Γιά ἄλλη µιά φορά στίς ἡµέρες µας, ὅπως πάρα πολλές φορές κατά τό παρελθόν, ἀνέκυψε τό διαχρονικό ζήτηµα γιά τή σχέση τῆς θρησκείας µέ τήν ἐπιστήµη ἤ –µέ κάπως παραλλαγµένη µορφή– τό ζήτηµα γιά τή σχέση τῆς Πίστης µέ τήν γνώση. «Ποιά ἡ σχέση τῆς Ἀθήνας (τῆς πόλης τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῆς γνώσης) µέ τήν Ἰερουσαλήµ (τῆς πόλης τῆς πίστης);» ἐρωτοῦσαν οἱ Χριστιανοί ἀπό τά πρῶτα χρόνια.

Στίς ἡµέρες µας τείνει νά γίνει «κοινός θεολογικός τόπος» στήν Ἑλλάδα ἡ ἄποψη ὅτι ἡ θρησκεία καί ἡ ἐπιστήµη ὄχι µόνο δέν συγκρούονται, ἀλλά καί ὅτι δέν εἶναι πιθανόν νά συγκρουστοῦν ποτέ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἡ µέν θρησκεία ἀναφέρεται στό ὑπερφυσικό/ὑπερλόγο, ἐνῶ ἡ ἐπιστήµη ἐρευνᾶ τό ἐµπειρικό καί τό αἰσθητό. Ἀφοῦ, λοιπόν, τό πεδίο ἑκάστης εἶναι ὁριοθετηµένο καί δέν ἐπικαλύπτει τό πεδίο τῆς ἄλλης, ἡ θρησκεία καί ἡ ἐπιστήµη ὀφείλουν νά αὐτοσυγκρατηθοῦν στά νόµιµα ὅριά τους καί νά ἀναγνωρίζουν ἡ µία τήν ἄλλη. Ἡ θρησκεία (καί οἱ θρησκευόµενοι) ὀφείλουν, ἑποµένως, νά ἀκολουθοῦν µέ ἐµπιστοσύνη «χωρίς µεταφυσικές προλήψεις» τίς ἐπιστηµονικές ὑποδείξεις γιά τά ἐπιστηµονικά θέµατα, ἐνῶ οἱ ὑπηρέτες τῆς ἐπιστήµης ὀφείλουν νά µή θίγουν τίς ἰδιωτικές µεταφυσικές πεποιθήσεις τῶν θρησκευοµένων, ἐφ’ ὅσον, πάντως, οἱ τελευταῖοι δέν ἀποκλίνουν ἀπό τό ὀρθολογικό πρότυπο συµπεριφορᾶς στό πλαίσιο τοῦ δηµοσίου βίου τους.

Εἶναι ἀξιοσηµείωτο, πιστεύουµε, τό ὅτι τέτοιες ἀπόψεις διατυπώνουν ὄχι µόνο θρησκευτικῶς ἀδιάφοροι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι  ἐπιδιώκουν µέ αὐτόν τόν «συµβιβασµό» ἁπλῶς νά παρακάµψουν τίς σοβαρές λογικές καί θεολογικές δυσκολίες, πού ὑποκρύπτονται σέ αὐτόν γιά νά ἀσχοληθοῦν µέ «ὅ,τι ἔχει πραγµατικά σηµασία». Τίς διατυπώνουν µέ ἔµφαση καί µέ ἀξίωση ἐπιβολῆς ἄνδρες ἐκκλησιαστικοί, πού ἔχουν µέν, καί µάλιστα ἰδιαιτέρως, τονίσει κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τόν «µυστικό» καί «ὑπέρλογο» χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά δέν ἔχουν, παρά ταῦτα, διατυπώσει καµιά ἐπιφύλαξη –ἄν δέν τίς ἀποδέχονται ρητά– ἀπέναντι σέ «ἐπιστηµονικές» θεωρίες, ὅπως ἐκεῖνες τῆς «ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν» ἤ τῆς «αὐτόµατης» προέλευσης τοῦ σύµπαντος.

Ὁ φόβος γιά τήν πολύτιµη ζωούλα µας, µᾶς ἔκανε µισανθρώπους!

Ἡ Βασίλισσα τῆς Ρουµανίας Marie µᾶς δίνει µάθηµα!

 

Ὁ φόβος γιά τήν πολύτιµη ζωούλα µας,
µᾶς ἔκανε µισανθρώπους!

 

Τόν Αὔγουστο πού µᾶς πέρασε, κυκλοφορήθηκε ἕνα νέο βιβλίο, τό ὁποῖο βοηθάει πολύ στήν κατανόηση τῆς Ἱστορίας τῶν Βαλκανίων γενικώτερα καί τῆς Ρουµανίας εἰδικώτερα. Εἶναι γραµµένο ἀπό τόν Paul Kenyon, Βρετανό δηµοσιογράφο και συγγραφέα καί ἔχει τίτλο: THE CHILDREN OF THE NIGHT: The Strange & Epic Story of Modern Romania.

Σκοπός µας δέν εἶναι νά κάνουµε παρουσίαση τοῦ βιβλίου, ἀλλά νά σταθοῦµε σέ ἕνα σηµεῖο πού ἔχει ἰδιαίτερη σηµασία γιά τή σηµερινή µας ζωή καί νοοτροπία. Συγκεκριµένα, νά σταθοῦµε στή δεύτερη βασίλισσα τῆς σύγχρονης Ρουµανικῆς Ἱστορίας, στήν βασίλισσα Marie,  σύζυγο τοῦ Φερδινάνδου Α´, ἡ ὁποία εἶχε ἐπέτειο θανάτου στίς 18 Ἰουλίου καί ἡ ὁποία ἔχει καί κάποια ἐκ πλαγίου σχέση µέ τήν χώρα µας, γιατί ἡ κόρη της Ἐλισάβετ, παντρεύτηκε τόν Γεώργιο Β´ τῆς Ἑλλάδος, πού ἔγινε ἔκπτωτος στίς 25 Μαρτίου 1924.