Ἀνδρομάχη Γεωργίου

Ἀνδρομάχη Γεωργίου

 

Πρώτη, στίς 15 Μαΐου 2021 ἐκοιμήθη, σέ μέση ἡλικία, ἡ Ἀνδρομάχη Γεωργίου, μετά ἀπό σύντομη δοκιμασία καρκίνου, ὁ ὁποῖος τήν ὁδήγησε νά ζήσῃ μέ σπάνιο τρόπο τόν γάμο της μέ τόν Χριστόν μας!

Ἀντίθετα ἀπό τήν συνήθη ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων, πού διαπιστώνουν ὅτι ὁ θάνατός τους εἶναι ἐγγύς, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι δέν ἔχει πολύ χρόνο ζωῆς, κυριαρχήθηκε ἀπό μιά ἀπερίγραπτη χαρά καί ἀνυπομονησία νά φύγῃ ἀπό τόν κόσμο μας καί νά  σπεύσῃ στόν Χριστό μας!

Ὡς Πνευµατικός της, ἔγινα κοινωνός αὐτῆς τῆς µεγάλης Χάριτος, πού ἔλαβε ἀπό τόν Χριστόν µας καί τήν ἐµακάρισα, διότι δέν εἶχε ἀνάγκη παρηγορητικῶν λόγων, ἀλλά ἀνάγκη νά εὐχαριστῇ ἀπό τήν ψυχή της τόν Χριστόν καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκον καί νά τούς ζητῇ νά τῆς δώσουν δυνάµεις νά βαστάσῃ αὐτήν τήν ἀπερίγραπτη χαρά!

ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!

ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΑΣ

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!

 

πως ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός μας μέ τό ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, κάθε ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁλοκληρώσει τήν διακονία του στήν ἐπίγεια ζωή, καλεῖται νά πορευθῇ στήν Ἐπουράνια Πατρίδα μας, «ἔνθα καί τό εἶναι προσελάβετο». Αὐτό συμβαίνει σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς, αὐτό συμβαίνει καί στήν Ἐνορία μας, καθ’ ὅτι «οὔκ ἔστι προσωποληψία παρά τῷ Θεῷ».

 Ἐνορῖτες μας, «ἐκπληροῦντες τό κοινόν τοῦ βίου χρέος, τοῦ ὅρου πληρωθέντος», πορεύονται τήν «μακαρίαν ὁδόν, ὅπου ἡτοιμάσθη αὐτοῖς τόπος ἀναπαύσεως» καί, χρόνο μέ τόν χρόνο, διαμορφώνουν τήν Ἐπουράνια Ἐνορία μας, τήν ὁποία ποθοῦμε νά δημιουργηθῇ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μας, γιατί ἡ σχέση, πού μᾶς ἑνώνει, θέλουμε νά γίνῃ αἰώνια!

Τό τελευταῖο διάστημα, ἀπό τόν Μάϊο ἕως τό τέλος Ἰουλίου, ἀνεπαύθησαν ἐν Κυρίῳ τέσσαρες ἐνορῖτες μας:Ἡ Ἀνδρομάχη Γεωργίου, ὁ Στέφανος Σβορῶνος, ἡ Βασιλική Βασάλου καί ὁ Ἰωάννης Φραγκάκης, οἱ ὁποῖοι συνεδέθησαν μέ τόν Ναόν μας μέ πνευματικό δεσμό, ζῶντας τήν Ἐνοριακή ζωή, ὡς ζωή σέ Πρεσβεία τῆς Ἐπουρανίου Βασιλείας. Θά μιλήσουμε γιά τόν καθένα χωριστά.

 

π. Β. Ε. Β.

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229

Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021

Φωνή ἀπό τήν αἰωνιότητα

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ

 

Φωνή ἀπό τήν αἰωνιότητα

 

Σκέψεις γραμμένες ἀπό τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο,

μέ ἀφορμή τήν κοίμηση κάποιου στενοῦ παιδικοῦ φίλου του.

 

Μέσα στό µισοσκόταδο τῆς ἥσυχης καλοκαιρινῆς βραδιᾶς, στεκόµουνα µόνος καί συλλογισµένος πάνω ἀπό τό µνῆµα τοῦ φίλου µου. Τήν ἡµέρα ἐκείνη εἶχε τελεστεῖ Μνηµόσυνο γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. Ἡ οἰκογένειά του εἶχε παραµείνει γιά πολλή ὥρα στόν τάφο του. Λόγια δέν ἀκούγονταν σχεδόν καθόλου· µόνο θρῆνοι. Τούς θρήνους τούς ἀκολουθοῦσε βαθιά σιωπή· τή σιωπή τήν ἔλυναν νέοι θρῆνοι. Αὐτή ἡ ἐναλλαγή θρήνων καί σιωπῆς κράτησε ἀρκετά.

Στεκόµουνα, λοιπόν, τώρα µόνος καί συλλογισµένος πάνω ἀπό τό µνῆµα. Ξάφνου, µοῦ ἦρθε µιά ἀπροσδόκητη, µιά θαυµαστή ἔµπνευση. Σάν ν’ ἄκουσα τήν φωνή τοῦ νεκροῦ! Τόν ἄκουσα νά µιλᾶ! … Αὐτήν, τήν πέρ’ ἀπό τόν τάφο ὁµιλία του, αὐτόν τόν µυστικό λόγο του, αὐτό τό ἔξοχο κήρυγµά του, πού ἐκφωνήθηκε στά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς µου, καταγράφω τώρα µέ τρεµάµενο χέρι:

«Πατέρα µου! Μητέρα µου! Γυναίκα µου! Ἀδελφές µου. Μέ µαῦρα ροῦχα ντυµένοι, µέ βαθιά θλίψη στίς ψυχές σας ἁπλωµένη καί στά πρόσωπά σας ζωγραφισµένη, µέ σκυµµένα τά κεφάλια σας, συναχθήκατε γύρω ἀπό τόν µοναχικό µου τάφο καί συζητᾶτε µέ τόν ἄφωνο κάτοικό του σιωπηλά, µόνο µέ τίς σκέψεις καί τά αἰσθήµατα. Οἱ καρδιές σας εἶναι µαῦρες ἀπό τήν ἀβάσταχτη ὀδύνη. Σάν χείµαρροι ξεχύνονται τά δάκρυα ἀπό τά µάτια σας. Ἡ λύπη σας δέν ἔχει µέτρο, τά δάκρυά σας δέν ἔχουνε τελειωµό.

Τό θεοποιημένο πρόσωπο τοῦ Πάπα, πρότυπο τοῦ Ναζιστικοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ!

Τό θεοποιημένο πρόσωπο τοῦ Πάπα,
πρότυπο τοῦ Ναζιστικοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ!

 

δόλφε Χίτλερ! Μόνο μέ ἐσένα εἴμαστε συνδεδεμένοι! Θέλουμε αὐτή τήν ὥρα νά ἀνανεώσουμε τή δημόσια ὁμολογία μας. Σέ αὐτή τή γῆ μόνο στόν Ἀδόλφο Χίτλερ πιστεύουμε. Πιστεύουμε, ὅτι ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμός γιά τόν λαό μας εἶναι ἡ μόνη πίστη πού χαρίζει μακαριότητα. Πιστεύουμε, ὅτι στόν οὐρανό ὑπάρχει ἕνας Κύριος καί Θεός πού μᾶς ἔχει δημιουργήσει, πού μᾶς ὁδηγεῖ, μᾶς κατευθύνει καί φανερά μᾶς εὐλογεῖ. Καί πιστεύουμε, ὅτι αὐτός ὁ Κύριος καί Θεός, μᾶς ἔχει στείλει τόν Ἀδόλφο Χίτλερ, γιά νά μετατραπεῖ ἡ Γερμανία εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα σέ θεμέλιο (ἐννοεῖται: τῆς νέας κοσμικῆς πραγματικότητας)». Τό ἀπόσπασμα αὐτό, πού προέρχεται ἀπό μιά ἐκπαιδευτική ἐπιστολή, προβάλλει ἀσφαλῶς μιά ἀρκετά νεφελώδη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τή θέση τοῦ Ὁποίου ἐν τέλει καταλαμβάνει ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ! Στό πρόσωπό του ἐνσαρκώνεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, αὐτός γίνεται τό κέντρο τῆς ἱστορίας, τό μέτρο τῶν πάντων, τό ἀπόλυτο σημεῖο ἀναφορᾶς!

 

Ἀντί γιά τόν θεοποιημένο Πάπα

τό μεσσιανικό καί θεῖο πρόσωπο τοῦ Φύρερ

 

«Φύρερ - ἀρχηγό, ἡγέτη, καθοδηγητή» ἀποκαλοῦσαν τόν Χίτλερ. Καί μόνο μέ τήν ἐπιλογή αὐτοῦ τοῦ τίτλου οἱ δημαγωγοί τῶν Ναζί συνδέσανε τό πρόσωπό του μέ τόν φορέα τῆς ἐλπίδας, τόν σωτῆρα γιά τή Γερμανία στά δύσκολα χρόνια τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης, ἡ ὁποία μετά τήν ἥττα τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τήν ἐπιβολή τῆς ταπεινωτικῆς εἰρήνης τῶν Βερσαλλιῶν,  τό 1919, πέρασε ἀπό πολλές κρίσεις. Προοδευτικά δημιουργήθηκε τρόπον τινά μιά θρησκευτική πίστη καί λατρεία, μέ πρώτη καί πιό τρανή ἀπόδειξη τήν ἀντικατάσταση τῆς «Καλημέρας» μέ τό «Heil Hitler–σωτηρία στόν Χίτλερ, δηλ. ζήτω ὁ Χίτλερ», πού θεωρήθηκε μετά τήν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν ἐθνικοσοσιαλιστῶν τό 1933 ὡς «γερμανικός χαιρετισμός». Ἡ λέξη «σωτηρία» ὑπέθαλπε τήν προσδοκία τῆς λύτρωσης ἀπό τό μεσσιανικό πρόσωπο τοῦ Χίτλερ, ὁ ὁποῖος ἀναγέννησε τή Γερμανία καί ἕνωνε ὅλους τούς Γερμανούς στήν κοινότητα ἑνός λαοῦ. Ἐκεῖνος, θυσιάζοντας τόν ἑαυτό του ὑπέρ αὐτοῦ τοῦ μεγαλειώδους στόχου, ἀπό θέση παντοδυναμίας κατηύθυνε τήν μοίρα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἡ παρομοίωση πού χρησιμοποιεῖται ἐδῶ, εἶναι αὐτή τῆς ἁρμονικῆς λειτουργίας ἑνός ὀργανισμοῦ, ὁ ὁποῖος φυσικά ὡς μέλη ἔχει τούς πιστούς ὀπαδούς τοῦ ναζισμοῦ καί ὡς κεφαλή ἔχει τόν Χίτλερ. Ἀμέσως κατανοεῖ ὁ προσεκτικός ἀναλυτής, ὅτι ἡ εἰκόνα ἔχει ληφθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς Σώματος μέ κεφαλή τόν Χριστό.

Εἰσοδικὸ στὸ Φθινόπωρο

Εἰσοδικὸ στὸ Φθινόπωρο

Στὸν Ποιητὴ Πάνο Λιαλιάτση, χαιρετισμός

 

Χθὲς μᾶς ἀποχαιρέτησε ὁ Αὔγουστος, ὁ καλὸς ὁ μήνας τοῦ λαϊκοῦ ἀνθρώπου, τοῦ γνήσιου Ἕλληνα, ποὺ μὲ αὐστηρὴ πειθαρχία βίωνε τὶς ἐναλλαγὲς τῶν ἐποχῶν καὶ τὰ ἀγαθὰ, ποὺ κατεῖχε ἡ κάθε μία. Μᾶς ἀποχαιρέτισε, ἐπίσης, καὶ τὸ θεϊκὸ Ἑλληνικὸ τὸ καλοκαίρι, ἀφοῦ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Σεπτεμβρίου ἀρχίζει πιὰ τὸ φθινόπωρο.

Οἱ  παλαιότεροι εἴχανε, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε,  τὸ δίκιο τους ὅταν λέγανε «ἀπὸ Αὔγουστο χεμῶνα», γιατὶ ὅσο στράγγιζαν οἱ στερνὲς τοὺ θέρους ἡμέρες, μιὰ περίεργη χλωμάδα ἄρχισε ν᾿ ἁπλώνεται γύρω, κυρίως τ᾿ ἀπογεύματα. Εἶναι βλέπεις,

«τὰ δειλινὰ τὰ πένθιμα, τὰ φθινοπωρινά»,

ποὺ ὐμνεῖ ὁ ποιητής, τὰ δειλινὰ μὲ τὴ νοσταλγία νὰ ζωγραφίζει εἰκόνες περίεργες στὴν ψυχή, τὴν ψυχὴ, ποὺ γεμίζει στίχους καὶ φωνὲς λησμονημένες, φωνὲς τοῦ χτές, τραγικὲς φωνὲς, ποὺ κεντοῦν τὰ ἄνθη τῆς χαρμολύπης στὸν καμβά τῆς καρδιᾶς.