Ὄχι Καλένδες! Ὄχι Χειµερινό Ἡλιοστάσιο!
Ὄχι Χρόνια Πολλά & Καλά!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ! ΔΟΞΑΣΑΤΕ!
Περπατοῦσα σέ ἕναν δρόµο χαζεύοντας τό πλῆθος καί τίς βιτρίνες. Αὐτό πού µοῦ ἔκανε τή µεγαλύτερη ἐντύπωση ἦταν ὅτι οἱ διαβάτες, ὅταν διασταυρώνονταν, ἀπέφευγαν νά κοιτάξουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί, µάλιστα, ἀπέστρεφαν ἐλαφρά τό κεφάλι ἀπό ὅποιον περνοῦσε δίπλα τους, σάν ἡ παρουσία του νά τούς ἦταν ἐνοχλητική. Ἀκόµα κι οἱ καταστηµατάρχες -ἤ οἱ ὑπάλληλοι-ἔρριχναν ἕνα βιαστικό καί δυσαρεστηµένο βλέµµα σέ ὅποιον ὑποψήφιο πελάτη κοντοστεκόταν στό κατώφλι τους, λές καί παρακαλοῦσαν νά µήν µπεῖ µέσα…
Μιά παρέα νεαρῶν -τρία κορίτσια κι ἕνα ἀγόρι- κατέβαιναν µπουλουκηδόν στό πεζοδρόµιο, ἐπελαύνοντας µέ τέτοια ὁρµή, πού θά τήν ζήλευαν καί οἱ Μύριοι, στήν περίφηµη Κάθοδό τους. (Ἄραγε, ἄν τούς σταµατοῦσα καί τούς ἔλεγα ὅτι µοῦ ἔφεραν στό νοῦ τήν «Κάθοδο τῶν Μυρίων», θά ἤξεραν γιά ποιό πρᾶγµα τούς µιλάω;) Τό ἀγόρι µιλοῦσε στό τηλέφωνο µέ φωνή τόσο δυνατή, πού ἀντηχοῦσε σέ ὅλο τό δρόµο. Ἄν ἦταν καλοκαῖρι, θά µποροῦσε νά πουλάει καρπούζια σέ φορτηγάκι καί οἱ ὑποψήφιοι πελάτες θά τόν ἄκουγαν ἀκόµα καί στό τελευταῖο ρετιρέ, χωρίς νά τοῦ χρειάζεται µεγάφωνο. Εἶχε τόν συνοµιλητή του σέ ἀνοιχτή ἀκρόαση, καί οἱ κοπέλες συµµετεῖχαν στή συζήτηση, χαχανίζοντας ξεκαρδισµένες. Κανόνιζαν νά συναντηθοῦν κάπου, µέ τούς ὑπόλοιπους τῆς παρέας. Κάθε δύο µέ τρεῖς λέξεις στόλιζαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ὅλοι ὅλους µέ τέτοια “εὐγενικά χαϊδευτικά”, πού δέν µπορῶ νά σᾶς τά µεταφέρω, γιατί θά µέ κόψει ἡ λογοκρισία. Ἡ φράση µιᾶς κοπέλας, ὅµως, µοῦ ἔµεινε στό µυαλό: “Μήν εἶσαι… (χαϊδευτικό)… ρέ καί χαλάσεις τήν παρέα! Θά µποῦµε σέ γιορτινό mood”(!)