Ὁ ἐµβολιασµός
ὡς θρησκευτικό µῆλον τῆς ἔριδος
Ἐµβληµατική φιγούρα στήν Εὐρωπαϊκή ἱστορία τοῦ ἐµβολιασµοῦ, ὑπό τήν εἰδικότερη µορφή τοῦ ἐνοφθαλµισµοῦ (inoculation), ἄλλως: τοῦ εὐλογιασµοῦ (variolisation) ἤ τοῦ ἐγκεντρισµοῦ1, ἦταν ἡ Λαίδη Μαίρη Γουόρτλεϋ Μοντάγκ (Mary Wortley Montague), σύζυγος τοῦ Ἄγγλου πρέσβεως στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἐνοφθάλµισε τόν γιό της τό 1718· τό 1721, ὅταν ἡ οἰκογένεια ἐπέστρεψε στήν Ἀγγλία, ἐνοφθαλµίστηκε ἡ ἀδελφή της ἀπό τόν χειρουργό Maitland2.
Στήν περίπτωση αὐτή ἀναφέρεται καί ὁ Dr. med. Γκέρχαρντ Μπούχβαλντ (Gerhard Buchwald), ἰατρός µέ εἰδικότητα στήν πνευµονολογία καί τήν ἐσωτερική παθολογία (τίς ἰατρικές ὑπηρεσίες του προσέφερε στήν κλινική Franken τῆς Βαυαρικῆς πόλης Bad Steben), ὁ ὁποῖος ἐπισηµαίνει ὅτι αὐτή ἡ µορφή ἐµβολιασµοῦ προκάλεσε σοβαρές ἀσθένειες καί θανάτους3. Εἰδικότερα, «κάθε ἐµβολιασµένος γινόταν πηγή µόλυνσης γιά τό περιβάλλον του καί ὅπου ἐφαρµοζόταν αὐτός ὁ ἐµβολιασµός ὑπῆρχε µιά ραγδαία αὔξηση τῶν περιπτώσεων εὐλογιᾶς». Μάλιστα, ὁ Μπούχβαλντ σηµειώνει ὅτι «τήν ἐποχή πού ἀκολούθησε πέθαιναν στό Λονδίνο κάθε χρόνο 25.000 περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπό εὐλογιά, ἀπό ὅ,τι τήν ἐποχή πού προηγήθηκε τῆς εἰσαγωγῆς αὐτῆς τῆς διαδικασίας»4.