Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ
«Οἱ δέ ὀφθαλμοί αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μή ἐπιγνῶναι αὐτόν… αὐτῶν δέ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καί ἐπέγνωσαν αὐτόν … ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκᾶ, 24, 12 καί ἑξῆς).
Εἶναι ἀκράδαντη ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ὁ δεύτερος ὁδοιπόρος τῆς πορείας πρός Ἐμμαούς ἦταν ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ὁ ἴδιος, ὡς συγγραφεύς τοῦ δικοῦ του Εὐαγγελίου, ἀναφέρει τό ὄνομα μόνο τοῦ ἑνός ὁδοιπόρου, τοῦ Κλεόπα δηλαδή, ἀποσιωπῶν τό ὄνομα τό δικό του, ἀπό ταπείνωση. Ὅμως, ὅλοι μας πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε, ψάλλοντες πρός τόν Δεσπότην μας Χριστόν, ὅτι «Λουκᾷ δέ καί Κλεόπᾳ συμπορευόμενος ὡμίλεις» (Ε΄ Δοξαστικό Ἑωθινό, πλαγίου πρώτου ἤχου).
Πολλές φορές, ἀκούγοντας ἀναγινωσκόμενο τό πέμπτο Ἑωθινό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς, ὁμοιάζουμε ὅλοι μας, λίγο-πολύ, στούς δύο μαθητές τῆς πορείας πρός Ἐμμαούς. Δηλαδή, βρισκόμαστε τήν ὥρα ἐκείνη στό Ναό, ἀκοῦμε τήν εὐαγγελική αὐτή ἀνεπανάληπτη ἱστορία, κατόπιν ἀκολουθεῖ - ὅπως κάθε Κυριακή καί ἑορτή ἄλλωστε - ἡ ἀναίμακτη Θεία Μυσταγωγία, μέ τόν Δεσπότην μας Χριστόν «ἡμῖν ἀοράτως συνόντα», ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…», μέχρι τό «Δι’ εὐχῶν…», κατ’ ἐξοχήν ὅμως «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», τοῦ «Ἄρτου ζωῆς αἰωνιζούσης»· κι ὅμως, «οἱ ὀφθαλμοί μας κρατοῦνται τοῦ μή ἐπιγνῶναι» Αὐτόν, τόν Ἄρτον τῆς ζωῆς, «τόν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνοντα».