«ΘΑΥΜΑ ΑΙΩΝΙΟΝ»

«ΘΑΥΜΑ ΑΙΩΝΙΟΝ»

Τά περισσότερα κείμενά μας γιά θεατρικά ἔργα πού δημοσιεύονται στό περιοδικό ΕΥΛΟΓΙΑ γράφονται μέ ἀφορμή τήν παρουσίασή τους σέ θέατρα κατά τήν χειμερινή θεατρική περίοδο ἤ κατά τήν διάρκεια διαφόρων φεστιβάλ. Τό κείμενο αὐτό γιά τό ἔργο «Θαῦμα Αἰώνιον» τοῦ Τάκη Χρυσούλη – χαρακτηρίζεται Λειτουργικό Δρᾶμα – πού ἀφορᾶ τήν ζωή τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, γράφεται τώρα, διότι ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη της τήν 1η Ἀπριλίου.

Ὡς θεατρικό εἶδος τό λειτουργικό δρᾶμα συνδυάζει στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας καί τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τό «Θαῦμα Αἰώνιον», ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ζωή τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, παρουσιάζει σκηνές, μέ φάσεις ἀπό τήν συγγραφή τῆς βιογραφίας τῆς ζωῆς τῆς Μαρίας στήν Ἀλεξάνδρεια ὅπου καθημερινά βυθιζόταν στόν βοῦρκο τῆς ἀκολασίας, τήν ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς της μπροστά στό Σταυρό πού τήν ὁδήγησε στή μετάνοια καί στήν ἀσκητική ζωή στήν ἔρημο.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΦΩΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ»
 ΦΩΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ *

 

Τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Βουκουρεστίου
& Πατριάρχου Ρουμανίας κ. ΔΑΝΙΗΛ

 

ἐμβάθυνση καί ἡ θεολογική ἐξήγηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού διατυπώθηκε στήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας (325), καί συμπληρώθηκε μετέπειτα, τό ἔτος 381, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μᾶς προσφέρει σήμερα ἀκόμη μιά εὐκαιρία γιά νά ὑπογραμμίσουμε τό νόημα τῆς πίστεως καί τοῦ Χριστιανικοῦ βιώματος  σ’ ἕναν κόσμο ὅλο καί πιό ἀδιάφορο γιά τίς ἀξίες τῆς πίστεως, ἤ ὁ ὁποῖος, βρισκόμενος μπροστά στόν Θρησκευτικό πλουραλισμό τῆς Κοινωνίας, παρεκκλίνει ἀπό τήν ὀρθή Πίστη καί δέχεται μέ ἐλαφρότητα τίς σέκτες καί τούς θρησκευτικούς συγκρητισμούς.

Τό Νικαιο-Κωνσταντινοπολίτκο «Πιστεύω» διατυπώθηκε ἀπό τούς συνοδικούς Πατέρες, Ἀρχιεπισκόπους τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, ἔχοντας τήν συνείδηση τῶν εὐθυνῶν τους γιά τήν σωστή διατήρηση τῆς πίστεως ὡς βάση γιά τήν σωτηρία καί τήν Αἰώνια Ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί ὡς  κατευθυντήρια ἀρχή καί κριτήριο γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονταν ὅτι, ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, οὔτε ἡ Πίστη σ’ Αὐτόν δύναται νά εἶναι σωτήρια, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά θεοποιηθεῖ καί νά ζήσει αἰώνια, παρά μόνο σέ κοινωνία μέ τόν Θεό – τήν Πηγή τῆς αἰώνιας Ζωῆς. Καί ἐάν ἡ Ἐκκλησία δέν ὁμολογεῖ τήν ὀρθή Πίστη, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε μία, οὔτε ἁγία, οὔτε Καθολική καί Ἀποστολική, διότι ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Πίστεως θεμελιώνεται ἐπάνω στήν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτούς τούς λόγους, οἱ συνοδικοί Πατέρες ἀπέρριπταν τήν Αἵρεση καί τήν καινοτομία ὡς ὀρθολογιστική διαχείριση καί ἀκρωτηριασμό τοῦ μυστηρίου ἤ τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο εἶναι ἐνδεικτική ἡ δήλωση τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς τέταρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Χαλκηδόνα, 451) γιά τό Νικαιο-Κωνσταντινοπολίτικο Πιστεύω: «Ὁ Κύριος καί Σωτήρας ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐνδυναμώνοντας τούς μαθητές Του στήν γνώση τῆς Πίστεως, τούς εἶπε «τήν εἰρήνη Μου σᾶς δίνω, τήν εἰρήνη Μου σᾶς ἀφήνω», ὥστε κανείς νά μή διαχωρισθεῖ ἀπό τόν πλησίον του στά δόγματα τῆς Πίστεως, ἀλλά ὅλοι νά ἐμφανίζονται μέ τήν ἴδια ὁμολογία τῆς Πίστεως (…) Ἑπομένως, αὐτό τό σοφό καί σωτήριο «Πιστεύω» τῆς Θείας Χάριτος θά ἦταν ἀρκετό γιά τήν πλήρη γνώση καί ἐνδυνάμωση τῆς ὀρθῆς Πίστης, διότι μᾶς διδάσκει πλήρως γιά τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί παρουσιάζει τήν ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου σέ ὅσους τήν δέχονται μέ Πίστη» (Δογματική ἀπόφαση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

(6 Ἀπριλίου 1894 – 7 Ἀπριλίου 1979)

 

  Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ἦταν Ὀρθόδοξος Χριστιανός θεολόγος, Ἀρχιμανδρίτης στή Μονή τοῦ Τσέλιε, μελετητής τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἀντικομμουνιστής συγγραφέας καί ἐπικριτής τῆς πραγματιστικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Στίς 29 Ἀπριλίου 2010, ὁ πατήρ Ἰουστίνος ἁγιοκατατάχθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἀρειανισμός στήν «χριστιανική» Δύση

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
 καί ὁ ἀρειανισμός στήν «χριστιανική» Δύση

 

ταν μιλάει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρώτη πρός Κορινθίους Ἐπιστολή, γιά τό κήρυγμά του, τονίζει ὅτι κατά πρῶτον λόγο τούς παρέδωσε, ὅτι ὁ Χριστός «ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατά τάς Γραφάς, καί ὅτι ἐτάφη, καί ὅτι ἐγήγερται τή τρίτη ἡμέρα κατά τάς Γραφάς» (15, 3-4). Τήν Ἀνάσταση ὅμως τοῦ Χριστοῦ τούς κήρυττε ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀκροατής τῶν λόγων τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων, ἀλλά ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας, ἐπειδή, μετά τίς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψή Του, τελικά καί ὁ ἴδιος εἶδε τόν ἀναστημένο Χριστό. Τόν εἶδε μετά τήν Ἀνάληψή Του, Τόν εἶδε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ἐδῶ στήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἰσχύει αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γενικά γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς, ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά χρειαζόμαστε τή βοήθεια τῶν γραπτῶν κειμένων, ἀλλά ὁ βίος μας θά ὤφειλε νά εἶναι τόσο καθαρός, ὥστε «τοῦ Πνεύματος τήν χάριν ἀντί βιβλίων γίνεσθαι ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, καί καθάπερ ταῦτα διά μέλανος, οὕτω τάς καρδίας τάς ἡμετέρας διά Πνεύματος ἐγγεγράφθαι». Αὐτή τήν ἐγγραφή ἀπ’ εὐθείας στίς καρδιές μας θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε ὡς ἐπιστήμη τοῦ Θεοῦ. Παρέχει τήν ἄμεση, σαφῆ καί ἀδιαμφισβήτητη γνώση. Πρόκειται γιά τήν ἐνδιάθετο πίστη, ἡ ὁποία, γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Αὐτός ὁ ἔλεγχος ὑπερβαίνει ἀσύγκριτα τή μεθοδολογία τῆς κάθε ἐπιστήμης, κάνει τόν ἄνθρωπο συμμέτοχο τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐποίησε τήν ἐπιστήμη. Οἱ χριστιανοί μέ τόση καθαρότητα βίου, ὥστε νά  καθιστοῦν τόν ἑαυτό τους δεκτικό τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. ὅλοι οἱ Ἅγιοι διαχρονικά σέ ὅλους τους αἰῶνες, γίνονται «βιβλία καί νόμοι … διά τῆς χάριτος ἔμψυχοι», ἀποτελοῦντες ζωντανή ἔκφραση τοῦ Χριστοῦ σέ κάθε ἐποχή. Συμπίπτουν ἀπόλυτα μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού προκύπτουν ἀπό ὅλα τά παραπάνω: «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν».

«Καὶ ἀπῆλθεν ...εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν»

«Καὶ ἀπῆλθεν ...εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν»

«Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων, Χριστέ...»

 

Μέσα  στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κινοῦνται καί ἀπόψε σιωπηλοί, σχεδὸν μὲ βαρὺ βηματισμό, οἱ ἴσκιοι τῶν Μαθητῶν μὲ τὸν Κύριο... Ἔρχονται νὰ μᾶς δείξουν καὶ τὸ προσωπικό μας Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου καί ἐμεῖς καταφεύγουμε σὲ ὧρες πικρές, μοναχικές, ὧρες ἀπόγνωσης. Τότε, δηλαδή, ποὺ  ἀναζητοῦμε τόπο ἥσυχο, μισοφωτισμένο.  Καταφεύγουμε ἀφήνοντας τὴν ψυχή μας νὰ ξετυλίξει τὸ εἰλητάριο τῶν ὅσων ἔχουμε νὰ Τοῦ καταθέσσουμε μέσῳ τῆς προσευχῆς μας. Ὅπως  μᾶς παρέδωσε καί ὁ ἴδιος μέσῳ τῆς δικιᾶς Του, τῆς ὑπερφυοῦς Του προσευχῆς, αὐτῆς, δηλαδή, τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς συνάντησης, τῆς ἀναζήτησης τοῦ «ὅπλου κατὰ τοῦ διαβόλου», ποὺ τόσο μᾶς χρειάζεται...